Monday, January 15, 1996

Ακτίς Αελίου

Καθώς οι ακτίνες του Ήλιου έπεφταν στα ψηλά κυπαρίσσια, κοίταξε τη γη και ένιωσε το ξύπνημα των προγονών. Σε τούτη τη νεκρόπολη που είχε έρθει ξανά – ήταν η δεύτερη φορά – μέσα στην πόλη που πονούσε, ένιωσε τον πρωταρχικό πόνο της μαύρης εκείνης νύχτας. Όταν εκείνη πέθανε, εκείνος δάκρυσε, ούρλιαζε, φώναξε τόσο δυνατά που η φωνή του ακούστηκε στον κόσμο. Και ο Πόνος, αυτός ο Πόνος τόσο βαθύς, οξύς και μεγάλος. Και να είχε πραγματικά πεθάνει, ο πόνος θα ήταν τουλάχιστο μικρότερος αλλά τώρα.. Τώρα πονούσε ακόμη περισσότερο όταν σκέφτονταν εκείνη την κρύα νύχτα που έμεινε μονός σε κείνον τον έρημο τόπο... γιατί εκείνη είχε φύγει...

Έφτασε στο μνήμα δακρυσμένος, άφησε με κόπο το τριαντάφυλλο στο μνήμα και ξέσπασε σε λυγμούς πάνω από το μνήμα του ανθρώπου που αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο...

Αχ μητέρα...Αχ πατερά... συγνώμη για άλλη μια φορά, είμαι πάλι... μονός μέσα στον πύργο.

Το πρόσωπο, τα ματιά, τα χείλη, τα μέλη τα ηδονικά ωσάν καβαφική ποίηση, σαν γυναικά τελεία, ιδανική, τα λευκά χεριά, το χλωμό πρόσωπο, μια χιονάτη στο καλοκαίρι μας. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά, τα γαλαζοπράσινα ματιά και τα χεριά τα μικρά που μέσα τους καλά καλά δεν θα μπορούσαν να κλείσουν το φαλλό ενός παιδιού, όλα μα όλα μια αρμονία τέλεια, αρμονική σαν από πίνακα Γάλλου ζωγράφου. Μα για ‘σένα πάντα μακριά, στην αντίκρυ όχθη του ποταμιού, χωρίς ελπίδα να την φτάσεις ποτέ... Σαν αγία εικόνα που δεν γίνεται να την αγγίξεις, γιατί εσύ ο βρώμικος, ο μοχθηρός, ο άσχημος, ο χειρότερος από όλους και εκείνη η αγνή, η ξεχωριστή, η προσωποποίηση της αγάπης.

Φοβάσαι, φοβάσαι την δύναμη της καρδιάς, μήπως και τώρα αυτή σε κατακλύσει και σε πλημμυρίσει... Και εσύ θα της δοθείς και εκείνη σα θεά θα σε αφήσει να της δοθείς...Όμως όπως ο Άδωνης και η Αφροδίτη έτσι ο ερωτάς για μια θεά θα σε σκοτώσει... Και έτσι μόνος ψηλά από το ποτάμι θα αναστηθείς μέσα από το θάνατο σου... τη στάχτη σου... Και πάλι από την αρχή... Για μια άλλη θεά...Μια καινούρια ζωή, έναν καινούριο θάνατο...