Tuesday, February 27, 2001

Ο σταθμός 3

Κάποτε σε περιόδους μεγάλης κίνησης τα εισιτήρια παίζουν απλά και μόνο συμβολικό ρολό. Βλέπεις άτομα να τρέχουν να προλάβουν ένα λεωφορείο γιατί έχουν κλείσει εισιτήριο και άτομα τα οποία μπορεί να φύγουν και μια ώρα νωρίτερα αφού έχουν την τύχη (Θάρρος και Θράσος) να βρουν θέση σε κάποιο προηγούμενο λεωφορείο... Και όπως πάντα υπάρχουν και οι σπαστικοί άνθρωποι* που έχουν μανία να καταδιώκουν τα καημένα τα λεωφορεία και μαζί με αυτά, και τους οδηγούς τους που τρέχουν να φύγουν μακριά...
«Με συγχωρείτε μήπως είναι αυτό το λεωφορείο μου;»
«Μα προσέχετε κύριε, που πάτε... Έχουμε και πράγματα!»
«Εμένα λοιπόν η κόρη μου είναι γιατρός... Καλά τα πήγε! (Κρυφός κομπασμός, επάνω το στερνό, βαθιά ανάσα, Κοκόρι...) Είμαι πολύ περήφανη! Αχ...Ναι πολύ περήφανη...!»
«Μα δεν έχει ούτε καρεκλά να κάτσουμε... Καλά δεν βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι, να σηκωθούν να κάτσουμε εμείς οι μεγαλύτεροι... Δεν το βλέπουν... Αμάν! Τι διαγωγή είναι αυτή...»
«Α, εγώ έκλεισα θέση με των 10 το λεωφορείο... Α! Δεν μπορώ... Θέλω να κάθομαι μπροστά... Στο αμάξι της κόρης μου κάθομαι μπροστά...Αχ! Σας είπα που η κόρη μου είναι γιατρός; Είμαι πολύ περήφανη! Παρά πολύ περήφανη...!»
«Αμάν πια! Ανά πέντε λεπτά λεωφορείο έχει... Πως είναι δυνατόν δε θα φύγουμε ποτέ από εδώ περά... Αχ Θεούλη μου...! Ποτέ θα έρθει το λεωφορείο να σηκωθώ να φύγω... Από την άλλη όμως καλά κάνουνε να εξυπηρετήσουνε τον κόσμο να πάει σπίτι του...»
Και αλλά πολλά ακούγονται, από αυτή την τσιριχτή σχετικά φωνή την οποία σου έρχεται να μπλοκάρεις με ένα όμορφο μήλο θα λέγαμε ή ένα ωραίο βερίκοκο... Και χωρίς ακόμα να έχω καταλάβει το λόγο, τα άτομα αυτά είναι συνήθως γηραιές κυρίες άνω των 55 τέλος πάντων οι οποίες πάντα έχουν κακαριστική φωνή και ένα πρόσωπο στο όποιο κυριαρχεί άλλοτε μια ανεξήγητη χαρά και άλλοτε μια συνοφρύωση περά των καθημερινών δεδομένων...

* Η παρομοίωση είναι σχεδόν κυριολεκτική... Θεωρώ, αν έχετε δει αυτούς τους ανθρώπους, ότι συμπεριφέρονται σαν να έχουν κρίση σπασμών εκείνη τη στιγμή, σαν ένα αόρατο ηλεκτρικό ρεύμα 220V να διαπερνάει τη σάρκα τους και να τους κάνει να συσπάζονται χωρίς διακοπή...

Monday, February 19, 2001

Ο σταθμός 2

Να ‘μαστε πάλι στο σταθμό, μονό αυτή τη φορά με άλλη διάθεση πάντα φιλοσοφική αλλά τώρα χαρούμενη... Μετά το καρναβάλι άλλωστε δεν θα μπορούσε κανείς να έχει διαφορετική διάθεση... Λοιπόν, κοιτά να δεις που δεν είμαι ο μόνος που μπερδεύεται με την αρίθμηση των καθισμάτων... Έχει πλακά, έρχονται και σου λένε:

«Ξέρετε μάλλον έχετε κάνει λάθος, κάθεστε στη θέση μου»

και με ένα πλατύτατο χαμόγελο τους απαντάς:

«Ξέρετε το νούμερο είναι για τις μπροστά θέσεις...»

Και εκείνοι, αφού σε λοξοκοιτάξουν λίγο με μια έκφραση απαραμμιλης βλακείας, πάνε και κάθονται ακριβώς μπροστά...

Όπως έχω ξαναπεί, οι σταθμοί παρουσιάζουν μια έξοχη ευκαιρία για την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της. (Γενικά αυτή είναι η άποψη μου και για άλλα ανοιχτά μέρη όπου μπορεί κανείς να κάτσει σε μια γωνιά και να παρατηρεί συμπεριφορές και γεγονότα...Λαϊκές αγορές, Εμπορικά κέντρα, Συνεστιάσεις διαφορών ειδών και τύπων δίνουν ευκαιρία για παρατήρηση και καταγραφή πιο ειδικών συμπεριφορών και κοινωνικών διαδράσεων... Γάμοι, Βαφτίσια, Κηδείες, Πάρτυ μεγάλα και μικρά, Συναντήσεις παλιών συμμαθητών κ.λπ.)

Σήμερα παρατηρώ το εξής: Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι κάνουν οι άνθρωποι για να «χάνουν» την αίσθηση του χρόνου. Καταρχάς ταξιδεύουνε σε δυάδες, έπειτα παίρνουν κάθε λογής περιοδικά και εφημερίδες, βιβλία και λογοτεχνήματα κάθε τύπου και ποιότητας, από έμμετρο δερματόδετο λόγο μέχρι βιβλία περιπτερού και φτηνά μυθιστορήματα για τους έρωτες μιας ζωής. Καμιά φορά λίαν συχνότερα σε νέους ανθρώπους θα δείτε τα νέα τεχνολογικά θαύματα «Discman» (φορητά CD), Mini Disk και Walkman (Ραδιοκασετόφωνα τσέπης)...

Και όλα μοιάζουν ωραία για να περάσουν τρεις ώρες μέσα σε ένα βαρετό Λεωφορείο. Και μέσα σε όλα αυτά πρεσβεύει μια άρνηση της επικοινωνίας με τον διπλανό σου... Που βεβαία δεν είναι πάντα ένας πανέμορφος νέος ή νέα αλλά αν μητι άλλο πάντα μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρουσα γνωριμία... Αλλά τι να κάνεις....? C’ est la vie!

Thursday, February 15, 2001

Γράμμα 1ο

Αυτό που κάνω, έχω πολύ καιρό από την τελευταία φορά... Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να ταξιδεύω μόνος... Μου αρέσουν τα ταξίδια, τα μοναχικά, τα μακρινά... Εγώ, - αυτοπροσδιοριστικά – ταξιδεύω έτσι, γιατί μαζί με το όχημα που απομακρύνεται από την αφετηρία του και πλησιάζει στον τελικό του προορισμό, έτσι μαζί η ψυχή μου, το πνεύμα μου και το μυαλό μου ξεκινάνε ταυτόχρονα διαφορετικά ταξίδια για να καταλήξουν στο ίδιο μέρος. Αποσυντάσονται και διαλύονται, στις γραμμές του τραίνου, στο δρόμο του λεωφορείου, στον ουρανό του αεροπλάνου, στη θάλασσα του πλοίου, για να ανασυνταχθούν πάλι σε συγκεκριμένα γηΐνα σημεία τα οποία ως επί το πλείστον αποτελούν βιολογικές μου, αρχικές ή μη, πατρίδες ή αρχές τόπων συγκέντρωσης εμπειριών και ζώνης.

Καθώς ο τραγουδιστής που φέρει το όνομα της θάλασσας ταξιδεύει με το δικό του τρόπο από τα πλέον νοτιότερα σημεία της χωράς μας, οι τρεις ταξιδευτές μου προσδιορίζονται σε σένα, στη δική σου τη μορφή, η οποία τόσο θαμπή και πολυποίκιλτη κάθε φορά γίνεται το άλλο, το κάτι άλλο... Πως καταφέρνεις και μορφοποιείσαι σε τόσα πολλά πρόσωπα, δεν ξερώ. Εγώ...σίγουρα είμαι ένας και ας ψάχνω εσένα που μου έχεις δείξει μέχρι τώρα ούτε μια σταγόνα από τον ωκεανό των προσώπων που μπορείς να πάρεις. Σ’ Αγαπώ! Σ’ Αγαπώ! Σ ’Αγαπώ! Όσα ονόματα, και όσες μορφές εγώ είμαι εδώ και ψάχνω μέχρι να σε βρω εσένα όχι τα πρόσωπα, όχι τις μορφές σου, αλλά εσένα πανώρια Θεά μου. Εσένα και μόνο... Μόνο...Μόνο, που δυστυχώς η πραγματικότητα σε απογοητεύει, γιατί και εσύ και εγώ ξέρουμε, πως ένα όνειρο είσαι και τίποτε άλλο...Ένα όνειρο αυγουστιάτικης νύκτιος, που μονό εκεί μπορώ και σε βρίσκω και γινόμαστε τότε και μονό τότε ένα. Επειδή, λοιπόν η πραγματικότητα δεν σε αφήνει να γίνεις αλήθεια και επειδή ίσως θα πρέπει να συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο, χωρίς να θέλω τα πράγματα μπερδεύονται. Τα χεριά μου και η καρδιά μου μπλέκονται σαν γόρδιος δεσμός προσπαθώντας να ξεμπλέξω την πραγματικότητα από το όνειρο σου, και έτσι τα αισθήματα και οι λέξεις μπερδεύονται όσο δε γίνεται, όσο δεν παίρνει άλλο... Και αναρωτιέμαι γιατί (;) γιατί άραγε μπερδεύομαι εγώ για ‘σένα και για να σε βρω; Γιατί, η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη όσο για κανέναν και για τίποτα, γιατί για μένα είσαι η ψυχή του κόσμου, η Παναγιά μου, η Δεσποσύνη μου. Και είναι άραγε τώρα άλλη μια από τις μορφές σου ή μήπως ορθές; Δεν ξέρω...Αλήθεια, δεν ξέρω... Ξέρω μόνο πως και πάλι και τώρα όπως και άλλωστε κάθε άλλη φορά θα προσπαθήσω... Και όπου με βγάλει...

Wednesday, February 07, 2001

Ο σταθμός 1


Ο σταθμός είναι πράγματι ένα πολύ ωραίο μέρος για έρευνα. Είτε από κοινωνιολογικής, είτε από ψυχολογικής πλευράς παρουσιάζει πολλές ομορφιές που δεν έχουν άλλα μέρη. Εδώ βλέπει κανείς τα χλωμά και ταλαιπωρημένα πρόσωπα των στρατιωτών, που τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο αφού όλο το χρόνο που είχαν τον ξόδεψαν αγκαλιά με την κοπελιά τους την οποίαν είχαν να δουν και θα κάνουν να δουν αρκετό καιρό. Βλέπει κανείς τη θερμότητα των τελευταίων ασπασμών μεταξύ ζευγαριών, γονέων και παιδιών, φίλων που καθώς το λεωφορείο φεύγει παίρνοντας μαζί του ότι πολυτιμότερο: τα αγαπημένα πρόσωπα, αυτοί μένουν πίσω σε έναν πηχτό από τον κόσμο και φωνές σταθμό, μονό που τώρα είναι άδειος...Πιο άδειος από πριν... Αν κανείς είναι τυχερός, μπορεί να ακούσει ή και να δει κανένα ηχηρό αποχωρισμό μέσα σε κλάματα και λυγμούς και φωνές και αναφιλητά, ιδίως αν ο γιος φεύγει για το στρατό ή αν αυτός που φεύγει είναι ο σύζυγος, το ταίρι ή πάλι ίσως ακούσει κάποιο τσακωμό μεταξύ οδηγών ή οδηγού και επιβατών και τότε θα ακούσει ίσως και έναν πειραϊκό οχετό να ξεχύνεται από τα στοματά είτε των επιβατών, είτε του οδηγού... Και θα δει τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα να γίνονται ακόμη πιο κόκκινα και αυτοί που κοιμόνται στις καρέκλες να ξυπνούν ή να ανοίγουν το ένα βλέφαρο να δουν τι γίνεται και ξάφνου το πλήθος από απρόσωπο και γκρίζο να συνασπίζεται σε μια κοχλάζουσα εβραϊκή συναγωγή, σε έναν όχλο έτοιμο να υποστηρίξει το κοινωνικό δήθεν δίκαιο, ενώ μόνο δίκαιος δεν μπορεί να είναι... Και αφού όλα κοπάσουν, όλοι αυτόματα σχεδόν θα διαλυθούν σε εκείνο το γκρίζο το απρόσωπο πλήθος που ήταν και πριν και οι κοιμισμένοι θα κλείσουν και τα δυο τους βλέφαρα και οι περίεργοι θα απομακρυνθούν... Βέβαια, όπως και οι δρόμοι, η πόλη, έτσι και ο σταθμός έχει τα άσχημα... Πράγματα, που ο μέσος πολυάσχολος άνθρωπος, χαμένος μέσα στα κινητά του και στις πολύπλοκες και φαιοβόρες σκέψεις του τείνει να αγνοεί άλλοτε λόγω κοινωνικοποίησης και άλλοτε επίτηδες επειδή θέλει να αυτοβαυκαλίζεται μέσα στην γλυκιά απάτη και τη λήθη της τεχνολογικής και υλικής υπεροχής... Και οι άνθρωποι με τα ξυστά και με τα χαρτομάντιλα, άνθρωποι με τα κουκλάκια και τα λογής – λογής όμορφα ή όχι μπιχλιμπίδια και οι ρακένδυτοι ζητιάνοι στις γωνιές που ικετεύουν για να βγάλουν από την απλοχεριά του παντοδυνάμου, την επόμενη μέρα... Η γυναικά πλησιάζει μια αλλά γυναικά, στο ίδιο ύψος περίπου, οι δυο γυναίκες κοιτάζονται... Η μία, καλοντυμένη, παχουλή και με τα ψεύτικα αλλά ηχηρά και χτυπητά μπιχλιμπίδια να πηγαίνουν πέρα δώθε και να προκαλούν κάποιο εκκωφαντικό θόρυβο κοιτάζει με περιφρόνηση και απέχθεια, θα έλεγε κανείς, κοιτάζει καθώς κοκορεύεται σαν παγώνι με τη στάση της και νοιώθει ότι μπορεί σαν βασιλιάς να φερθεί στο άθλιο υποκείμενο απέναντι της που ικετευτικά της απλώνει ένα πακέτο χαρτομάντιλα... Κοιτάει το πλάσμα με τα ρούχα του που ίσα – ίσα καλύπτουν την γύμνια του και το οποίο βαστάει ένα δεκανίκι στο δεξί του και άτσαλα προσπαθεί να στηριχτεί επάνω του... Και αφού καλά – καλά το δει και βεβαιωθεί για την ανωτερότητα που τη διακρίνει αποφασίζει πως φοβούμενη την πιθανότητα εξαπάτησης θα αγνοήσει το άμοιρο πλάσμα και γυρνάει επιδεικτικά το κεφάλι προς την άλλη μεριά, με έναν αέρα που νοιώθεις ότι προτρέπει και τους υπολοίπους που θα πάρουν την απελπισμένη κλήση αυτού του πλάσματος να κάνουν το ίδιο... Η γυναικά φεύγει και προχωράει παρακάτω και από μακριά φαίνεται ωσάν οι ρολόι του ανθρώπου και του πλάσματος να έχουν αλλάξει... Η γυναικά αυτή τη φορά θα πλησιάσει ένα νεαρό ο οποίος θα την κοιτάξει συμπονετικά και θα πάρει το πακέτο ανταλλάσοντας το με το γελοίο αντίτιμο των 200 δρχ. Πάει να ξεσπάσει σε λυγμούς συγκίνησης και ευχαρίστησης προς το νέο αλλά και προς το Θεό αφού επιμένει να επαναλαμβάνει το σημείο του σταυρού για αρκετή ώρα... Αχ Θεέ μου, κάνε να μην έρθει και από εδώ...Ο δύστυχος έφαγα το τελευταίο μου χαρτζιλίκι, μόλις πριν από λίγο καθώς έπαιρνα εκείνο αφράτο κρουασάν που μου γυάλισε το μάτι... Ευτυχώς η γυναικά με προσπερνάει και καθώς τα άτομα έχουν μαζευτεί για το λεωφορείο των έξι και μισή, η γυναικά με μια πολύ σιγανή φωνή ικετεύει ξανά και ξανά ενώ όλοι συμπεριφέρονται ωσάν το πλάσμα αόρατο θαρρείς ή ανύπαρκτο από μια θειική παρέμβαση που εξαφανίζει τη μιζέρια, που λύνει το πρόβλημα αθόρυβα. Και έτσι αγνοώντας την σιγανή κραυγή επιβιβάζονται στο λεωφορείο τους και εκείνη τη ώρα που κινούν για τους μακρινούς προορισμούς τους, πίσω αφήνουν μια ζωή να ζητιανεύει τα ελάχιστα που κάποιος, κάπως, κάποτε, της στέρησε... Συμμέτοχοι όλοι στο έγκλημα μιας ύπαρξης οδύνης και πόνου απομακρύνονται, καθώς το όχημα μουγκρίζει το μαύρο καπνό του. Και μετά από όλα αυτά το μόνο που μένει τελικά είναι η γκριζάδα του σταθμού εμπλουτισμένη με λίγη μιζέρια και δυστυχία καθώς και μια νοσταλγία για τα μέρη που αφήνονται και μια προσμονή για τα μέρη που θα ‘ρθουν...

Καληνύχτα...