Tuesday, April 15, 2003

Δύο κείμενα Βιέννη Μόναχο με την ποίηση του Ελύτη και του Μπιθικώτση τη φωνή - Κείμενο 1

Εμείς δεν έχουμε ξεπλύνει τα χέρια μας με λερωμένες επαναστάσεις.
Εμάς μας νέρωσαν το αίμα μας με χρώματα και αγαθά, έγινε το πετσί μας λάστιχο και το τρυπάμε για να το νιώσουμε.

Τι να καταλάβεις;
Ψυχές που δεν πολέμησαν και τα βρήκαν μασημένα.
Αν δεν έχεις γευτεί το αίμα της επαναστάσεως, αν τα χέρια σου δεν έχουν βουτηχτεί στην ακαθαρσία σου για να τραβήξουν την ζωή των πολλών ...

Τι να καταλάβεις;
Τίποτα δεν έφτιαξα, όλα τα βρήκα γκρεμισμένα
Ο απόηχος των των προδομένων εραστών κάτι δεκαοχτάρηδων και μιας γριάς ετών 76.
Ο απόηχος μιας κόκκινης ιδεολογίας με μπλε τσέπες, κι’ ενός πάτερα – φοιτητή που τώρα μαθαίνει στο γιο του πως να προδίδει εκείνα που εκείνος πρόδωσε πρώτος.
Δεν έφτιαξα τίποτα, δεν έχω να πω τίποτα.
Βούτηξα στη θάλασσα της άνεσης που μου δώσανε και χάθηκα.
Δεν έφτιαξα τίποτα, ότι βρήκα φτιαγμένο το διέλυσα και το έφαγα, ότι βρήκα διαλυμένο το αποτελείωσα.

Τι να καταλάβεις;
Από ανθρώπους που τους μαθαίνουν να γκρεμίζουν αυτά που ποτέ δεν έχτισαν.

Τι να καταλάβεις;
Δεν έφτιαξα τίποτα και δεν θέλω να ξέρω...

Δύο κείμενα Βιέννη Μόναχο με την ποίηση του Ελύτη και του Μπιθικώτση τη φωνή - Κείμενο 2

Δικαιοσύνη εγώ που θα βρω;
Πως να φτιάξω κάτι πάνω στο τίποτα;
Εγώ Δεν έφτιαξα τίποτα.
Δεν ξέρω να φτιάχνω τίποτα, μόνο να τρώω.
Λευκό Χαρτί άγραφο, «Tabula Rasa»
Δεν ξέρω, θέλω να μάθω.
Οι παλιοί χαμογελάνε καθώς τρίβουν τα χέρια τους με ευχαρίστηση:
«Θα βρεις τον τρόπο είσαι καλός εσυ»
Έτσι Λέτε; τους ρωτάω.
Μα απάντηση τόσα χρόνια δεν πήρα.
Πως να ξέρω εγώ αν κανείς δεν μου δείξει τίποτα;
Τον τρόπο του Ήλιου τον βρήκα μόνος μου. Ο Δρόμος του Δημιουργού.
Έχω ανάγκη το φως. Θέλω να δοθώ σε αυτό.
Όπως το λευκό Περιστέρι, όπως οι λευκές κορφές των νησιώτικων σπιτιών, όπως ο Ψηλορείτης.
Δικαιοσύνη εγώ που θα βρω;
Θυμίαμα και θυσίες σε έναν άγνωστο θεό, χρώμα πράσινο.
Όχι, όχι μη με λησμονείς ψυχή μου, μη με λησμονείς.
Μοντέρνοι θεοί και δαίμονες θα παρελάσουν μπροστά μου και για ένα ξερολούκουμο ντυμένο σε ασήμι και χρυσό, θα μου ζητήσουν την ψυχή μου.
Βοήθεια φωνάζω μα οι παλιοί απλά κοιτάνε.
Πάνε αυτοί τελειώσανε.
Έχουνε τελειώσει εδώ και καιρό μα κανείς δεν το βλέπει.
Χαμένοι, χάθηκαν οι παλιές επαναστάσεις, βούλιαξαν στο βόθρο.
Χάθηκαν και οι παλιοί φίλοι.
Πλέον ούτε οι φοβέρες ούτε τα αίματα δεν θα τους φέρουν πίσω.
Δικαιοσύνης Ήλιε, εγώ που θα σε βρω;
Μόνο σε ποιήματα και μαυρισμένες ψυχές.
Με έχεις λησμονήσει, μα εγώ σε θυμάμαι κάθε μέρα και περιμένω ποτε θα αναστηθείς να φωτίσεις πάλι το δρόμο μας. Εγώ πορεύομαι στο δρόμο σου, το φωτεινό, το δημιουργικό.
Περιμένω ποτε εσύ θα πορευθείς μαζί μου, με τους άλλους, στο ίδιο στρυφνό και κατάκρημνο μονοπάτι.