Wednesday, February 07, 2001

Ο σταθμός 1


Ο σταθμός είναι πράγματι ένα πολύ ωραίο μέρος για έρευνα. Είτε από κοινωνιολογικής, είτε από ψυχολογικής πλευράς παρουσιάζει πολλές ομορφιές που δεν έχουν άλλα μέρη. Εδώ βλέπει κανείς τα χλωμά και ταλαιπωρημένα πρόσωπα των στρατιωτών, που τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο αφού όλο το χρόνο που είχαν τον ξόδεψαν αγκαλιά με την κοπελιά τους την οποίαν είχαν να δουν και θα κάνουν να δουν αρκετό καιρό. Βλέπει κανείς τη θερμότητα των τελευταίων ασπασμών μεταξύ ζευγαριών, γονέων και παιδιών, φίλων που καθώς το λεωφορείο φεύγει παίρνοντας μαζί του ότι πολυτιμότερο: τα αγαπημένα πρόσωπα, αυτοί μένουν πίσω σε έναν πηχτό από τον κόσμο και φωνές σταθμό, μονό που τώρα είναι άδειος...Πιο άδειος από πριν... Αν κανείς είναι τυχερός, μπορεί να ακούσει ή και να δει κανένα ηχηρό αποχωρισμό μέσα σε κλάματα και λυγμούς και φωνές και αναφιλητά, ιδίως αν ο γιος φεύγει για το στρατό ή αν αυτός που φεύγει είναι ο σύζυγος, το ταίρι ή πάλι ίσως ακούσει κάποιο τσακωμό μεταξύ οδηγών ή οδηγού και επιβατών και τότε θα ακούσει ίσως και έναν πειραϊκό οχετό να ξεχύνεται από τα στοματά είτε των επιβατών, είτε του οδηγού... Και θα δει τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα να γίνονται ακόμη πιο κόκκινα και αυτοί που κοιμόνται στις καρέκλες να ξυπνούν ή να ανοίγουν το ένα βλέφαρο να δουν τι γίνεται και ξάφνου το πλήθος από απρόσωπο και γκρίζο να συνασπίζεται σε μια κοχλάζουσα εβραϊκή συναγωγή, σε έναν όχλο έτοιμο να υποστηρίξει το κοινωνικό δήθεν δίκαιο, ενώ μόνο δίκαιος δεν μπορεί να είναι... Και αφού όλα κοπάσουν, όλοι αυτόματα σχεδόν θα διαλυθούν σε εκείνο το γκρίζο το απρόσωπο πλήθος που ήταν και πριν και οι κοιμισμένοι θα κλείσουν και τα δυο τους βλέφαρα και οι περίεργοι θα απομακρυνθούν... Βέβαια, όπως και οι δρόμοι, η πόλη, έτσι και ο σταθμός έχει τα άσχημα... Πράγματα, που ο μέσος πολυάσχολος άνθρωπος, χαμένος μέσα στα κινητά του και στις πολύπλοκες και φαιοβόρες σκέψεις του τείνει να αγνοεί άλλοτε λόγω κοινωνικοποίησης και άλλοτε επίτηδες επειδή θέλει να αυτοβαυκαλίζεται μέσα στην γλυκιά απάτη και τη λήθη της τεχνολογικής και υλικής υπεροχής... Και οι άνθρωποι με τα ξυστά και με τα χαρτομάντιλα, άνθρωποι με τα κουκλάκια και τα λογής – λογής όμορφα ή όχι μπιχλιμπίδια και οι ρακένδυτοι ζητιάνοι στις γωνιές που ικετεύουν για να βγάλουν από την απλοχεριά του παντοδυνάμου, την επόμενη μέρα... Η γυναικά πλησιάζει μια αλλά γυναικά, στο ίδιο ύψος περίπου, οι δυο γυναίκες κοιτάζονται... Η μία, καλοντυμένη, παχουλή και με τα ψεύτικα αλλά ηχηρά και χτυπητά μπιχλιμπίδια να πηγαίνουν πέρα δώθε και να προκαλούν κάποιο εκκωφαντικό θόρυβο κοιτάζει με περιφρόνηση και απέχθεια, θα έλεγε κανείς, κοιτάζει καθώς κοκορεύεται σαν παγώνι με τη στάση της και νοιώθει ότι μπορεί σαν βασιλιάς να φερθεί στο άθλιο υποκείμενο απέναντι της που ικετευτικά της απλώνει ένα πακέτο χαρτομάντιλα... Κοιτάει το πλάσμα με τα ρούχα του που ίσα – ίσα καλύπτουν την γύμνια του και το οποίο βαστάει ένα δεκανίκι στο δεξί του και άτσαλα προσπαθεί να στηριχτεί επάνω του... Και αφού καλά – καλά το δει και βεβαιωθεί για την ανωτερότητα που τη διακρίνει αποφασίζει πως φοβούμενη την πιθανότητα εξαπάτησης θα αγνοήσει το άμοιρο πλάσμα και γυρνάει επιδεικτικά το κεφάλι προς την άλλη μεριά, με έναν αέρα που νοιώθεις ότι προτρέπει και τους υπολοίπους που θα πάρουν την απελπισμένη κλήση αυτού του πλάσματος να κάνουν το ίδιο... Η γυναικά φεύγει και προχωράει παρακάτω και από μακριά φαίνεται ωσάν οι ρολόι του ανθρώπου και του πλάσματος να έχουν αλλάξει... Η γυναικά αυτή τη φορά θα πλησιάσει ένα νεαρό ο οποίος θα την κοιτάξει συμπονετικά και θα πάρει το πακέτο ανταλλάσοντας το με το γελοίο αντίτιμο των 200 δρχ. Πάει να ξεσπάσει σε λυγμούς συγκίνησης και ευχαρίστησης προς το νέο αλλά και προς το Θεό αφού επιμένει να επαναλαμβάνει το σημείο του σταυρού για αρκετή ώρα... Αχ Θεέ μου, κάνε να μην έρθει και από εδώ...Ο δύστυχος έφαγα το τελευταίο μου χαρτζιλίκι, μόλις πριν από λίγο καθώς έπαιρνα εκείνο αφράτο κρουασάν που μου γυάλισε το μάτι... Ευτυχώς η γυναικά με προσπερνάει και καθώς τα άτομα έχουν μαζευτεί για το λεωφορείο των έξι και μισή, η γυναικά με μια πολύ σιγανή φωνή ικετεύει ξανά και ξανά ενώ όλοι συμπεριφέρονται ωσάν το πλάσμα αόρατο θαρρείς ή ανύπαρκτο από μια θειική παρέμβαση που εξαφανίζει τη μιζέρια, που λύνει το πρόβλημα αθόρυβα. Και έτσι αγνοώντας την σιγανή κραυγή επιβιβάζονται στο λεωφορείο τους και εκείνη τη ώρα που κινούν για τους μακρινούς προορισμούς τους, πίσω αφήνουν μια ζωή να ζητιανεύει τα ελάχιστα που κάποιος, κάπως, κάποτε, της στέρησε... Συμμέτοχοι όλοι στο έγκλημα μιας ύπαρξης οδύνης και πόνου απομακρύνονται, καθώς το όχημα μουγκρίζει το μαύρο καπνό του. Και μετά από όλα αυτά το μόνο που μένει τελικά είναι η γκριζάδα του σταθμού εμπλουτισμένη με λίγη μιζέρια και δυστυχία καθώς και μια νοσταλγία για τα μέρη που αφήνονται και μια προσμονή για τα μέρη που θα ‘ρθουν...

Καληνύχτα...

No comments: