Friday, January 30, 2009

Πυροβολώ μία μία τις Ελπίδες να σε δω να στέκεις δίπλα μου…

Οι Ελπίδες, Η Ελπίδα…
Τι είναι αυτή η λέξη που έχει πληθυντικό;
Πως σκοτώνουμε μία μία τις Ελπίδες & Ποιά είναι αυτή που παραμένει πάντα ζωντανή στον πάτο;

Να σε δω – Να με δεις…

Σε βλέπω – Με βλέπεις…

Με βλέπεις; – Σε βλέπω;

Πώς με κοιτάς με εκείνα τα αποστασιοποιημένα βλέμματα;
Τι βλέπεις από μακριά;

Γιατί να είναι τα μάτια απέναντι μα τα βλέμματα τόσο μακριά;

Θα δεις άραγε τι βλέπουν τα μάτια μου;
Θα δω άραγε τι κοιτάζει το βλέμμα σου;

Κρυμμένα καλά κάτω από τη σάρκα παραμένουν τα ανομολόγητα πάθη…
Μαζί τους φλέγεται & ο πόθος για ζωή.
Στις στάχτες τους κρύβεται ο φόβος.

Κι’ ο Έρωτας γεννιέται και αργοπεθαίνει μονάχος,

Από φωτιά σε φωτιά,

Από στάχτες σε στάχτες,

Μα πάντα κάτω από την θαλπωρή μιας σάρκας…

Monday, January 05, 2009

Απολλώνεια Ένωση - Διονυσιακή Πράξη - Το νησί 2

Η πρωινή του ανάσα σχεδόν υγροποιήθηκε καθώς εξήλθε από τα πνευμόνια του. Το κλίμα ήταν ασυνήθιστα υγρό και κρύο για ένα κατά τα άλλα ζεστό καλοκαίρι. Άνοιξε νωχελικά τα μάτια του και γύρισε να δει αν ήταν ακόμη δίπλα του. Ήταν.


Τελικά, η χτεσινή νύχτα ήταν πραγματικότητα. Δεν ήταν όνειρο αυτή η γυναίκα που την προηγούμενη νύχτα του είχε δοθεί με έναν τρόπο τόσο αλλόκοτο και μυστηριακό. Από την πρώτη στιγμή που την είδε να ξεπροβάλλει από τη πόρτα του μπαρ ένοιωσε μέσα του ηχηρά σκιρτήματα, κάτι περίεργο, κάτι άλλο, ξένο, εκτός του χώρου που τους περιέβαλε. Ήταν σαν όλες του οι αισθήσεις να έκρωζαν ένα αρχέγονο χαίρε και ταυτόχρονα σαν να τον κυρίευε ένας αρχαίος τρόμος, ένα αρχαίο πνεύμα φόβου κάτι σαν νουβέλα του Η. Ρ. Lovecraft. Δεν το σκέφτηκε και πολύ εκείνη την ώρα, έμεινε μόνο να την κοιτάει, σαν αποσβολωμένος από χρόνια, στήλη άλατος μπροστά σε μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί στην ζωή του. Εκείνη τον είδε αλλά δεν του ανταπέδωσε ούτε βλέμμα. Όμως, η φευγαλέα αυτή ματιά που του έριξε έφτανε για να κηρύξει το σύμπαν από την αρχή. Εκείνος την παρακολουθούσε. Όταν εκείνη προχώρησε προς το μέρος της παρέας τους, ένοιωσε κάτι μέσα του να του λέει να φύγει, να απομακρυνθεί όσο πιο μακριά γίνεται, πως κάτι κακό ελλόχευε σε τούτο το βλέμμα, σε τούτο το μακάριο, κατά τα άλλα, κορμί. Τα πόδια του όμως είχαν στυλωθεί στην θέση τους και τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο στόχο τους. Αν έκανε να κινηθεί τώρα, θα έμοιαζε με κάποιο χυτό άγαλμα που από ατύχημα ή απροσεξία του καλλιτέχνη είχε στραβώσει σε όλα τα λάθος μέρη. Εκείνη πλησίασε την παρέα και σταμάτησε. Δεν τον κοίταξε, στράφηκε αμέσως στους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες της παρέας, έψαχνε να βρει ένα γνώριμο πρόσωπο, έναν παλιό φίλο, το λόγο για τον οποίο ήταν απόψε σε αυτό το μπαρ. Είδε τον φίλο της να της γνέφει: «Γλυκιά μου, καλωσόρισες. Έλα να σε γνωρίσω στα παιδιά.» Εκείνος την κοίταξε καλά καλά και σε μια στιγμιαία αντίδραση, σχεδόν αντανακλαστική, πρόλαβε να αρθρώσει το όνομα του πριν ο φίλος του τον συστήσει: «......» Ο φίλος του γύρισε και τον κοίταξε σχεδόν σαστισμένος από την ταχύτητα στην αντίδραση του και την αλλοπρόσαλλη, σχεδόν βιασμένη, χροιά της φωνής του, σαν το μυαλό να είχε δώσει τόσο γρήγορα μια εντολή που οι φωνητικές του χορδές και το κορμί του δεν πρόλαβαν να αποκωδικοποιήσουν. Εκείνη, που όλους τους είχε χαιρετήσει απλά με ένα μόνο νεύμα, είπε: «Χαίρω πολύ, με λένε ........ Άργησες λίγο αλλά τελικά κατάφερες να βρεις το δρόμο σου.» Η φωνή της ήταν τόσο σταθερή και τόσο βαθειά προκλητική που κόντεψε να χάσει το πάτωμα κάτω από τα πόδια του. Την κοίταξε λίγο χωρίς να ξέρει τι να της πει και μετά ψέλλισε: «Ναι, το ταξίδι μου ήταν περιπετειώδες, αλλά δεν σε ξέχασα ποτέ...» Εκείνη χαμογέλασε. Ο φίλος τους που είδε τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα, πρόταξε την καρεκλά του βάζοντας την να κάτσει δίπλα στον άνθρωπο που μόλις χαιρέτισε και πήγε να βρει μια καινούρια για τον εαυτό του. Κατάρα σκέφτηκε: «Και πόσο θα ήθελα να της την πέσω απόψε», και μετά ρουθούνισε: «Κοιτά να δεις αυτοί οι δυο...Χμ αυτό δεν θα το πίστευα ποτέ...Αυτοί οι δυο...»



Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο. Του είπε να την πάει σπίτι και εκείνος υπάκουσε σαν σε προσταγή Θεού. Του πρότεινε να ανέβει στο δωμάτιο που έμενε μιας και είχε πιει αρκετά και ο δρόμος για το χωριό ήταν πλέον δύσκολος, ιδιαίτερα μέσα στη νύχτα. Εκείνος ήταν διστακτικός να δεχτεί την πρόταση της αλλά από τη στιγμή που έφυγαν από το κλαμπ δεν είχε πάψει να την φαντασιώνεται γυμνή επάνω στα σκεπάσματα. Ανέβηκε, σχεδόν τυφλός από έναν πόθο άγνωστου προελεύσεως και από κάποια λίτρα αλκοόλης που έραιναν την ανείπωτη ύπαρξη του. Εκείνη προχωρούσε μπροστά σαν πρωθιέρεια σε αρχαία θυσία, σα να τον οδηγούσε κάπου από όπου μάλλον, δεν θα έβγαινε ζωντανός και σίγουρα όχι αλώβητος.



Το κλαμπ ήταν αφόρητα γεμάτο. Μέσα καλοκαιριού και το νησί ως συνήθως ήταν πήχτρα στο κόσμο. Μια διάθεση καλοκαιρινού φλερτ πηγαινοερχόταν νωχελικά σε όλους τους θαμώνες, αλλά αυτοί οι δυο δεν είχαν διάθεση για φλερτ. Τα βλέμματα τους ήταν δολοφονικά. Εκείνη τον κοίταζε σαν succubus*, τα μάτια της είχαν μια αλλόκοτη ηρεμία που από μέσα τους ξεπρόβαλλε μια ακαταίσθητη σεξουαλική αίσθηση, μια θεϊκή ή μάλλον δαιμονική όρεξη. Αυτός πάλι, την κοίταζε περισσότερο με απορία σαν να μην είχε ιδέα γιατί ο Θεός, η Μοίρα, το Κισμέτ, το Πετρωμένο, το Σύμπαν, κάποιος τελοσπάντων από εκεί ψηλά, αποφάσισε απόψε να του παίξει ένα τόσο βρώμικο παιχνίδι. Δεν έλεγαν πολλά, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που μιλούσαν ακατάπαυστα. Απλά κοίταγαν ο ένας τον άλλο στα μάτια, μερικές φορές, λεπτά ολόκληρα χωρίς να πουν λέξη. Η παρέα τους, που χωρίς να το θέλει είχε διαισθανθεί τον μεταξύ τους ηλεκτρισμό δεν έκανε τίποτα για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, απλά τους στρίμωξε στην γωνία του τραπεζίου και τους άφησε τον ένα δίπλα στον άλλο να προσπαθούν να βγάλουν άκρη. Σκέφτηκε, να της μιλήσει, και να της πει, οτιδήποτε για να σπάσει αυτή τη διεστραμμένη σιωπή που γεννήθηκε από το τίποτα. Σκεφτόταν πως ποτέ δεν ήταν καλός σε αυτά, η δυνατότητα του να συζητάει περί ανεμών και υδάτων ήταν σχεδόν μηδενική αν όχι ανύπαρκτη, και έπειτα το μόνο που ήθελε όταν την κοιτούσε μέσα σε αυτές τις κρυστάλλινες λίμνες που είχε στα μάτια της, ήταν να την κατασπαράξει. Έκρωζε μέσα του μια πολεμική ιαχή, μια κραυγή πόλεμου και έρωτα. Στα μάτια της τούτα τα υγρά, έβλεπε έναν καθρέπτη του εαυτού του που δεν είχε ξαναδεί, σαν να μεταμορφωνόταν στον κύριο Χάιντ που είχε μέσα του, σαν τα ζωώδη ένστικτα που ελλόχευαν στον πάτο της ανθρώπινης ύπαρξης να ξεπηδούσαν από μέσα του και στα μάτια της να καθρεπτίζονταν η μορφοποίηση τους στο πρόσωπο του. Ένας Καζαντζακικός βάρβαρος ξύπναγε και μούγκριζε: «Τούτη τη γυναίκα την θέλω! Θέλω να την κάνω δικιά μου, χωρίς χρόνο, χωρίς τόπο, δίχως ανάγκη, χωρίς ελπίδα, δίχως αύριο...Να κυλιστώ μαζί της στην λάσπη της ανθρώπινης ύπαρξης και μέσα από τον έρωτά της να ξαναγεννηθώ, όχι καλύτερος μα άνθρωπος.» Δεν άντεχε να την κοιτάει στα μάτια, αυτό που ξύπναγε μέσα του ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί και για αυτό κάθε τόσο απέστρεφε τη ματιά του. Ήθελε να της μιλήσει, μα τί να της πει; «Σε παρακαλώ, άλλαξε τα μάτια σου γιατί μέσα τους καθρεπτίζεται μια πλευρά μου που με τρομάζει;» Δεν θα έβαζε τα γέλια εκείνη;



Δεν πρόλαβαν να μπουν στο δωμάτιο και ευγενικά, αλλά με μια αίσθηση μιας αόρατης δύναμης, του έπιασε το χέρι, έσπρωξε το σώμα της κοντά στο δικό του και τον φίλησε στο στόμα. Τα χείλη της είχαν μια γεύση από βατόμουρο... Κάτι γνώριμο, παλιό τού θύμιζε ετούτη η γεύση. Χρόνια πριν, όταν ο ήλιος έλαμπε ακόμη, είχε μάθει να φτιάχνει μαρμελάδα από βατόμουρο. Θυμάται την γιαγιά του πάνω από την κατσαρόλα να του μιλάει για τη ζάχαρη που έλιωνε στο πάτο και τις μυρωδιές της ζωής. «Πόσες κουταλιές χρειάζονται για γλυκάνει η ζωή, γιαγιά;» την είχε ρωτήσει τότε. Και εκείνη η σοφή γυναίκα είχε απλά χαμογελάσει και του είχε πει: «Κάποτε θα μάθεις...» Ακόμα δεν είχε μάθει, ακόμα έψαχνε... Και τώρα αυτή η γεύση, αυτά τα χείλη... Έκλεισε τα μάτια του, και ρούφηξε τη γεύση των φιλιών της. Για λίγο ο ήλιος έλαμψε πάλι και το καλοκαίρι του νησιού μύρισε ένα γνώριμο χώμα.


Η σιγή είχε κυριαρχήσει μεταξύ τους, κάτι σαν ανείπωτη συνωμοσία. Σάμπως κανένας τους δεν θα μιλούσε αν δεν είχε κάτι σημαντικό να πει. Μέχρι εκείνη την στιγμή, όμως μιλούσαν τα κορμιά τους, τα μάτια τους, οι αισθήσεις τους αντάλλασσαν μεταξύ τους τα ισχυρότερα μηνύματα και ας μην άρθρωναν λέξη αυτοί.



Ήταν και οι δυο υγροί από την υγρασία του νησιού και ιδρωμένοι από την ζεστή. Εκείνος ένοιωσε σαν να ενσωματώνεται σε έναν ποταμό συναισθημάτων, πόθου και πάθους. Τα κορμιά πλέον ήταν μάλλον μαγνητικά υγρά σε ένα παιχνίδι προσέγγισης παρά ανθρώπινες υπάρξεις. Τα στήθη της ήταν μεγαλύτερα από το μέσο όρο για μια γυναίκα της διάπλασης της. Δεν ήταν εκπληκτικά αδύνατη, μα ούτε και παχουλή, είχε μια γήινη ομορφιά, μια γυναίκα που όταν την κοίταζες ήξερες ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια καλή μητέρα, ένα κορμί που θα μπορούσε να υποστηρίξει μια γέννα δίχως προβλήματα, ένα κορμί που θα έφερνε στη γη έναν αθηναίο φιλόσοφο ή έναν σπαρτιάτη στρατιώτη δίχως προβλήματα.



Μόλις κάθισε δίπλα του, τον πλημμύρισε η μυρωδιά της. Το καλοκαίρι είχε φέρει εις πέρας το έργο του. Ένοιωσε την αύρα της αρμύρας και της άμμου πάνω στο κορμί της και ενώ οι θαμώνες πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα με ετερόκλητες, ξενόφερτες μυρωδιές, το δικό της άρωμα είχε κάτι γνώριμο, μια ανθρώπινη φυσικότητα. Ήταν γλυκό, καλοκαιρινό και ανάλαφρο. Κάθισε δίπλα του σαν σε αργή κίνηση. Τίναξε τα μακριά μαλλιά της προς τα πίσω, αλλά επειδή την ενοχλούσαν ακόμα τα γύρισε όλα στο πλάι και αυτά κούρνιασαν στον ωμό της κάνοντας μια μικρή κούρμπα. Η ορμή τους εξοστράκισε το λεπτό τιραντάκι του φορέματος της και εκείνο αποσύρθηκε στο πλάι του ωμού της. Το παρακολούθησε με τα μάτια του και στην ένωση με το φόρεμα μέσα από το μικρό κενό του ρούχου είδε φευγαλέα το στήθος της. Εκείνη με χάρη επανέφερε το τιραντάκι στη θέση του και γύρισε να τον κοιτάξει. Τότε είδε για τα καλά τα μάτια της... Μεγάλα, εκφραστικά, δυνατά, λαμπερά, σαν να έβλεπε φωτιές να καίνε πίσω από τις κόρες της και καθρέπτες να αντανακλούν το φως σε όλο το βάθος των ματιών της. Τον κοίταζε και εκείνη... Είδε το τραχύ του γένι και της φάνηκε αστείο, σαν να είχε κηρύξει πόλεμο στο ξυράφι. Είδε τα χείλια του να τρέμουν και να ρουφούν σιγά σιγά την ανάσα μέσα του. Σαν με κάθε αναπνοή να έπαιρνε και πληροφορίες για τη ζωή. Τα μάτια του ήταν μαυρισμένα και τον φαντάστηκε να δουλεύει νύχτες πάνω από μια οθόνη, μα κοίταξε βαθειά μέσα στις κόρες του και είδε μια σιγανή φωτιά να καίει σταθερά, που μόλις την αντίκρισε, αυτή φούντωσε και εξαπλώθηκε. Εκείνος ένοιωσε το διαπεραστικό της βλέμμα και κοκκίνισε, απέστρεψε για λίγο το δικό του να ηρεμήσει. Έκανε με το χέρι του να χτενίσει τα μαλλιά του, τον είχε πιάσει ταχυπαλμία. Εκείνη το κατάλαβε, χαμογέλασε, χαμήλωσε το βλέμμα της και έπιασε στο πλάι τα μαλλιά της και έπαιξε λίγο στριφογυρίζοντας τα. Τον είδε να παίζει νευρικά με το ποτό στα χέρια του. Σε αντίθεση με το γένι του ετούτα τα χέρια ήταν ευγενικά, απαίδευτα, απαλά. Αναγνώρισε σε αυτα το άγγιγμα ενός συγγραφέα ή ενός καλλιτέχνη, χέρια που δεν είχαν ποτέ πιάσει τη λάσπη, χέρια που στο άγγιγμα τους έφερναν μια αθώα δύναμη σχεδόν παιδική. Εκείνος ανασήκωσε, σαν φοβισμένο πούλι, το βλέμμα του και είδε τα δάχτυλα της να παίζουν με τα μαλλιά της. Τα δάχτυλα της έσπαγαν το φράγμα της γήινης ομορφιάς της, της έδιναν μια ομορφιά αιθέρια, κάτι το βαθειά αισθαντικό. Ήταν μακριά και σχετικά λεπτοκαμωμένα σε σχέση με τις αναλογίες του κορμιού της. Έμοιαζαν δάχτυλα που για χρόνια είχαν εξασκηθεί στο πιάνο, ρυθμική μα δυνατή πίεση στα σωστά σημεία... Φαντάστηκε τα δάχτυλα της να σφίγγουν το κορμί του, να πιέζουν τα μπράτσα του.



Καθώς το κορμί της πιεζόταν επάνω στο δικό του, εκείνος ένοιωθε ανάμεσα στα στήθη της μια μητρική ηρεμία, μια ειρήνη σαν τις πρώτες στιγμές της γένεσής του. Τα ρούχα τους εμπόδιζαν. Τα πέταξαν βιαστικά στο πάτωμα. Σχεδόν του έσκισε το πουκάμισο. Σχεδόν της έσκισε ότι φόραγε. Γραπώθηκε επάνω του όπως ο μελλοθάνατος γραπώνεται επάνω στην τελευταία του πνοή λίγο πριν ξεψυχήσει. Αυτός βρήκε το δρόμο για την κρεβατοκάμαρα, τυφλός από τα φίλια της, με τον ιδρώτα τους να στάζει στο πρόσωπό του, σαν να είχε υπάρξει σε αυτό το σπίτι για χρόνια ολόκληρα. Έπεσαν μαζί στο κρεβάτι, πλέον τα κορμιά τους είχαν ιδρώσει τόσο πολύ που έμοιαζαν με μια υγρή μάζα που προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί. Το κρεβάτι τους υποδέχτηκε φιλόξενα, σαν την μανά γη που υποδέχεται τον σπόρο πριν τον καρποφορήσει. Φιλιόντουσαν με πάθος, δεν χάιδευαν ο ένας τον άλλον, γραντζουνιόσαντε, σα ζώα. Θα μπορούσαν να τελειώσουν και οι δυο χωρίς καν να την διεισδύσει. Οι ρόλοι τους εναλλάσσονταν. Δεν υπήρχε εξουσία σε αυτή την ένωση μόνο μια αιώνια εναλλαγή ρόλων. Πότε αυτός την φίλαγε και την έγλυφε από πάνω μέχρι κάτω, πότε αυτή έκανε το ίδιο. Είχαν ξεχάσει και οι δυο τους τις ντροπές τους στην πόρτα, το κοινωνικό κατεστημένο δεν υπήρχε μεταξύ τους, τα μικροαστικά ταμπού δεν άνηκαν σε αυτήν την ένωση. Ήταν ζωώδης, μια δαρβινική επιβίωση του είδους, μια αμαρτία, μια προσβολή για τους ιεραπόστολους. Το πάθος ήταν ο μόνος οδηγός. Και αν και εκείνος ένοιωθε εκστασιασμένος πέρα από κάθε άλλη στιγμή στην ζωή – μολονότι ένοιωθε σαν άνθρωπος για πρώτη φορά, σαν κάποιος να πήρε ένα καμινέτο και να έκαψε ότι υπήρχε από τον παλιό του σεξουαλικό εαυτό και να τον εισήγαγε σε μια άλλη ύπαρξη – εκείνη φαινόταν σαν να είχε γνώση για αυτά. Μια μέγα αρχιέρεια της Αφροδίτης, μια περήφανη εταίρα της αναγέννησης. Για ένα λεπτό του πέρασε από το μυαλό ότι ίσως όντως να έκανε ερωτά με μια Θεά, ίσως η Θεά Αφροδίτη η ίδια είχε αποφασίσει απόψε να του ξεπληρώσει τα κρίματα του γιου της, ίσως κάποια νύμφη, ίσως κάποιο πνεύμα της φύσης. Αμέσως όμως απεδίωξε την σκέψη από το μυαλό του. Είχε ανάγκη να αφήσει τις αισθήσεις του ανοιχτές στη ζωώδη ηδονή. Θεά η Θνητή απόψε θα την έκανε δικιά του μέχρι τέλους.



Τελικά, ο φίλος τους, τους έσωσε και τους δυο από την περίεργη σιγή ξεκινώντας να μιλάει για τη δουλειά του. Εκείνος αφοσιωμένος στη δικιά του, εκείνη στη δικιά της, άρχισαν αμέσως ως σωστοί μαθητές να προωθούν αυτό που έκαναν. Οι υπόλοιποι της παρέας όλοι λίγο πολύ βολεμένοι, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι ιδιωτικοί, ότι και να έκαναν ήταν άνθρωποι που το βλέμμα τους είχε στεγνώσει χρόνια πριν. Ενώ τα δικά τους ακόμη έψαχναν, αχόρταγα βλέμματα αποζητούσαν την πρόκληση, το διαφορετικό, ήταν ταυτόχρονα υγρά, σαν πήγες έτοιμες να σου προσφέρουν την δροσιά τους και θελκτικά σαν τα νερά της λήθης. Εκείνη εντυπωσιάστηκε από εκείνον, που λίγο μετά τα τριάντα ακόμη πίστευε πως η επιστήμη του μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, εκείνος εντυπωσιάστηκε από μια γυναίκα που είχε γνώση του κόσμου και σε αντίθεση με τις λοιπές της παρέας, τεκμηριωμένη άποψη για την ζωή. Εκείνη είχε διαβάσει πολύ, εκείνος κάτι λιγότερο όμως η διψά του ακόρεστη. Εκείνη πλέον ρούφαγε τη ζωή ως βίωμα. Εκείνος ακόμη είχε ανάγκη την ερμηνεία. Και οι δυο όμως μπορούσαν να μιλάνε με την ίδια άνεση για τα ίδια θέματα αναπτύσσοντας επιχειρήματα και βρίσκοντας κοινούς τόπους. Κανά δυο φορές ο καθένας τυχαία συμπλήρωσε την φράση του αλλού, και οι δυο εντυπωσιάστηκαν ο ένας με τον άλλο, αυτός νόμισε πως αυτό ήταν κάποιο σημάδι. Δεν μίλησαν πολύ, η συζήτηση για την δουλειά έληξε άδοξα γιατί οι δυο τους πήραν τα ηνία και οι υπόλοιποι έχασαν το ενδιαφέρον τους. Ο φίλος του, πάντα επόπτης, φρόντισε να υπάρχει συνεχή ροή αλκοόλης στο τραπέζι. Ήταν αρκετά φίλος για να ξέρει ότι όφειλε στην μητέρα φύση να οδηγήσει τον έναν στην αγκαλιά του άλλου.


Ήταν και οι δυο γυμνοί πάνω στα υγρά πλέον σκεπάσματα. Το πώς άντεχε το κρεβάτι την συνεχή τους κίνηση ήταν άξιο απορίας, αργότερα ανακάλυψαν ότι στην ουσία δεν ήταν κοινό κρεβάτι αλλά χτισμένο, μαρμάρινο, σαν βωμός. Αγκάλιασε με την παλάμη του το στήθος της. Τύλιξε τα δάχτυλα του γύρω από τα εύπλαστα βουνά όπως ο αρτοποιός μαλάζει τη ζύμη. Έκυψε να τα φιλήσει. Τα πίεσε ελαφρά, τέντωσε τη γλώσσα του και τα έγλειψε από τη βάση προς τα πάνω. Στην ρώγα της η γλώσσα του πετάρισε και έκανε ένα μικρό άλμα. Μετά ρούφηξε τις ροδαλές τις ρώγες και αυτές σκλήρυναν, μεταμορφώθηκαν σε διακόπτες ηδονής. Συνέχισε... Εκείνη βόγκηξε για πρώτη φορά από ηδονή, καθώς ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Γραπώθηκε από τα μαλλιά του και τον πίεσε, σαν να τον προέτρεπε να δαγκώσει τα πλούσια μήλα της. Την δάγκωσε, στην αρχή απαλά και μετά πιο δυνατά. Εκείνη τινάχτηκε πίσω, το κεφάλι της ακούμπησε στο στρώμα, το κορμί της πήρε κλίση, ανασηκώθηκε το στερνό της και οι γοφοί της. Εκείνος συνέχισε παρακάτω. Το αιδοίο της ήταν απαλλαγμένο από το πυκνό δασός που κοσμεί την κορυφή της ηδονής και αυτό του έδινε την δυνατότητα να έχει πλήρη επίγνωση των κινήσεων του στην περιοχή. Η μαγική κορφή ξεπρόβαλλε σχεδόν επιδεικτικά ανάμεσα στα χείλια, και εκείνος για ένα λεπτό χάρηκε, αυτό σήμαινε ότι τα στήθη της είχαν ήδη ξεκινήσει την ηδονή της. Έσκυψε και την φίλησε αργά, βασανιστικά, όπως σκύβουν οι ευσεβείς στην εκκλησία να προσκυνήσουν της εικόνες της Παναγίας, έτσι αυτός ασπαζόνταν βωμό μιας Φροϋδικής ηδονής, μιας ανθρώπινης παροιμίας. Την φίλησε και εκείνη γράπωσε τα μαλλιά του και τον τράβηξε δυνατά ανάμεσα στα ποδιά της. Κόντεψε να πάθει ασφυξία, τι γλυκός θάνατος σκέφτηκε για μια στιγμή, τι γλυκό ανάμεσα στα ποδιά της. Εκείνος άρχισε να ζωγραφίζει με τη γλώσσα του τα γράμματα της αλφάβητου, σαν τον γλυπτή που δουλεύει τον πηλό με τα χέρια του συνεχόμενα μέχρι να του δώσει το ποθητό σχήμα, έτσι αυτός δούλευε το όρος της Αφροδίτης με τη γλώσσα του. Εκείνη σε μια στιγμή οργασμού, ξάπλωσε όλο της το κορμί στο κρεβάτι, έσφιξε με τα χέρια της τα σκεπάσματα και ανασήκωσε τους γοφούς της. Εκείνος συνέχισε και εκείνη για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια άφησε την πνοή της να βγει ηχηρή μέσα από τα πνευμονία της. «Μην σταματήσεις» του ψέλλισε. Εκείνος σαν το γεωργό που γνωρίζει πότε να απλώσει το χέρι να δρέψει το ώριμο φρούτο, χωρίς να σηκώσει ούτε στιγμή την μορφοπλάστρια γλώσσα του την άγγιξε με τα ιδρωμένα του χέρια. Εκείνη ένιωσε το όρος να γίνεται ηφαίστειο και το κορμί της κοκκίνισε ολόκληρο. Το χρώμα του δέρματός της ακολούθουσε την γήινη ομορφιά του κορμιού της. Δεν ήταν από εκείνα τα δήθεν latin, ξεροψημένα από τον ήλιο κορμιά που μυρίζουν το ψεύτικο άρωμα του αντηλιακού και έχουν γεύση πλαστικού. Όχι! Το δικό της κορμί είχε μια ολόδικιά του μυρωδιά, μύριζε σαν βρεγμένο χώμα ενός κήπου γεμάτου ρόδα και γιασεμιά μετά από μια απογευματινή μπόρα, λίγο βράδυ πριν ανοίξουν τα γιασεμιά εντελώς. Το κορμί της μύριζε σαν γιασεμί και η σάρκα της είχε γεύση ρόδου. Το χρώμα της ήταν φυσικό, η σάρκα είχε σημεία που η προστασία τους από τον καλοκαιρινό ήλιο τα έκανε να ξεχωρίζουν σαν μικρές οάσεις στο κατά τα άλλα χρυσαφένιο της κορμί. Είχε όμως και μικρά ροζ εξανθήματα διάσπαρτα αν και αργότερα κατάλαβε ότι αυτά μάλλον ήταν τα σημάδια του έρωτα εκείνης της νύχτας. Τα χεριά του, συντρόφευαν πλέον την γλώσσα του και εκείνη είχε επιδοθεί σε μια συναυλία αλαλαγμών. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί αλλά δάγκωσε τόσο δυνατά τα χείλια της που μάτωσε λίγο, εκείνος σκέφτηκε να σταματήσει αλλά εκείνη σαν να το κατάλαβε τον τράβηξε με τα χεριά της να συνεχίσει. Ο έρωτας μεταξύ τους πλέον είχε ξεπεράσει τα κοινά όρια, δεν μετρούσαν τους διαδοχικούς οργασμούς της ή το γεγονός ότι αυτός όσο την περιποιούταν ήταν ακόμη σκληρός και έτοιμος να μπει μέσα της ανά πάσα στιγμή, δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την ηδονή, γιατί αυτή είχε έλθει και είχε παρέλθει, γιατί είχε γεμίσει το δωμάτιο με την μυρωδιά τους, το μονό που τους ενδιέφερε τώρα ήταν η ένωση.



Εκείνος ήταν πλέον έτοιμος να την διεισδύσει. Τόση ώρα συγκρατούσε την δικιά του ηδονή, βασανιστικά για αυτόν αλλά και εγωιστικά. Ήταν κανόνας του να μην διεισδύει τις συντρόφους του αν δεν ήταν σίγουρος οτι ήταν έτοιμες να δεχτούν την ηδονή του έρωτα στο κορμί τους. Η στιγμή της ένωσης πλησίαζε και η ηδονή και των δυο είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήταν και οι δυο κόκκινοι, με τόσους σφυγμούς που υπό νορμάλ συνθήκες η καρδιά δεν θα άντεχε. Μπήκε μέσα της σαν ένας ευγενικός πολεμιστής στον πόλεμο. Εκείνη έσφιξε τα χεριά της στα μπράτσα του και τα ποδιά της στη λεκάνη του. Τα νύχια της διαπεράσαν την σάρκα του και το αίμα που έτρεξε από τα μπράτσα του άγγιξε το κρεβάτι. Είχαν βαλθεί να του αφήσουν πληγές πόθου και τις μαρτυρίες αυτού του αχαλίνωτου νυχτερινού πάθους. Αν ήταν άλλη στιγμή αυτός ο πόνος θα τον είχε αναγκάσει να σηκωθεί και να τρέξει αλλά δεν είπε τίποτα μόνο συνέχισε όσο πιο βαθειά, με την ιδία σταθερή ταχύτητα δίνοντας έμφαση στο ηβικό οστό του να πιέζει όσο περισσότερο γίνεται το δικό της. Το κλείδωμα των κορμιών τους, τον ανάγκασε να πιέσει να μπει πιο βαθειά. Ο ευγενικός πολεμιστής με το δόρυ του ήταν πλέον ο κατακτητής της εύφορης κοιλάδας**. Εκείνη είχε εγκολπώσει το δόρυ του και έσφιγγε τα ποδιά της όλο πιο δυνατά, δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Εκείνος, είχε αφήσει το δόρυ του να εγκολπωθεί στην εύφορη, υγρή τούτη κοιλάδα και τώρα ένοιωθε πως ήθελε να την διαπεράσει. Ήθελε να σκίσει τα σωθικά της και να περάσει μέσα της, στην ιδία την ουσία της ύπαρξης της, ήθελε να γίνει ένα με τούτο το κορμί, να τον αφομοιώσει και να την αφομοιώσει, ένα κορμί με δυο κεφαλιά, τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια, τέσσερα μάτια, ένα ανδρογύνυ.



Το σπέρμα του συνάντησε τις κολπικές εκκρίσεις που εκτιναχτήκαν με βία από μέσα της σχεδόν αγωνιζόμενες να βγουν έξω όσο το σπέρμα του αγωνιζόταν να μπει μέσα. Εκείνη δεν είχε ξανατελειώσει έτσι., εκείνος κόντεψε να εκραγεί η βάλανος του όταν τελείωνε, εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είχαν δώσει και οι δυο άδεια ο ένας στον άλλο να κοινωνήσουν με τα υγρά τους. Δεν είπαν τίποτα, δεν άναψαν τσιγάρο, δεν σηκωθήκαν να καθαρίσουν τα κορμιά τους από τα σημάδια του έρωτα, μόνο αγκαλιαστήκαν, δυνατά πολύ δυνατά, σαν να ήξεραν ότι το πρωινό που θα ερχόταν θα έφερνε μαζί του και έναν κόσμο που καλυτέρα να μην υπήρχε, για κανέναν. Αγκαλιαστήκαν και δίχως φωνή έμειναν έτσι ολόκληρη τη νύχτα, ο ένας πλάι στον άλλο, να ανταλλάσουν τις πνοές τους, με τα γυμνά τους σώματα να εφάπτονται, καθώς τα υγρά του ερωτά τους στέγνωναν με την βοήθεια του χρόνου, επάνω τους και στο βωμό της πράξης τούτης. Ήταν σαν το υγρό που στέγνωνε να ήταν οξύ που μαρκάριζε της ψυχές τους, οι εκκρίσεις του έρωτα γίνονταν τώρα ένα οξύ που έκαιγε τη σάρκα για να αποτυπώσει στους μύες, τις αναμνήσεις μιας νύχτας που ποτέ δεν θα επαναλαμβανόταν...


Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε… Έβγαλε το χέρι της από πάνω του και το ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι. Ντύθηκε αθόρυβα. Σαν κλέφτης, που έρχοταν και έφευγε… Δεν ήθελε να την ξυπνήσει, τι θα της έλεγε; «Ξέρεις έχω και μια ζωή έξω από το νησί…Μια ζωή στην οποία δεν χωράω καλά - καλά εγώ, πόσο μάλλον εσύ. Γιατί αν σε αφήσω να μπεις στη ζωή μου θα καταστραφούμε και οι δυο… Δεν αξίζει…» Όχι δεν μπορούσε. Ο Θεός, το συμπάν, η μοίρα, το κισμέτ, αυτός, εκείνο που θέτει τα πράγματα σε κίνηση είχε χιούμορ και μάλιστα μωβ… Ήταν τούτη την ώρα που έβγαινε στον πρωινό ήλιο, που ένιωσε τα σημάδια της χτεσινής νύχτας να εντυπώνονται πάνω του, στο φως της μέρας, οι πράξεις της νύχτας εντυπώνονταν επάνω στο κορμί του σαν σε βίαιη αντίδραση, όπως οι βρικόλακες καίγονται από το φως, όπως το κάλλιο «τσιρίζει» όταν καίει την ανθρώπινη σάρκα, έτσι καίγονταν επάνω του τα φιλιά της, οι δαγκωματιές της... Σκούπισε με μια υγρή πετσέτα το αίμα από τα μπράτσα του και προσεκτικά φόρεσε το πουκάμισο του. Καθώς πάτησε έξω από την πόρτα σταμάτησε για ένα λεπτό. Γύρισε και την κοίταξε. Δεν είχε δεύτερες σκέψεις, έτσι ήταν καλυτέρα, ήθελε όμως να εντυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του. Δεν θα την ξέχναγε ποτέ, την μυρωδιά της, τα μαλλιά της, το δέρμα της, τις ιαχές τις, όσφρηση, γεύση, αφή, ακοή οι τέσσερεις τούτες αισθήσεις δεν θα την ξέχναγαν ποτέ... Όμως η όραση του... Σε αυτή την αίσθηση, δεν είχε εμπιστοσύνη... Αυτή ήταν απατηλή αίσθηση, προδότρα... Ήθελε λοιπόν για μια τελευταία φορά να την εντυπώσει στην όραση του. Γύρισε. Έκλεισε την πόρτα. Έστριψε ένα τσιγάρο με γλυκόριζα το άναψε και άρχιζε να κατηφορίζει προς την πόλη, να πάρει το αμάξι να γυρίσει στο χωριό... Αύριο θα έφευγε από το νησί... Τώρα έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, αρνιόταν το νησί και τα δώρα του... Καλωσόριζε την μιζέρια της πόλης...

Εκείνη είχε ξυπνήσει πιο πριν από αυτόν. Τον είδε να κοιμάται όμως, και ξάπλωσε πλάι του, κούρνιασε στην αγκαλιά του... Δεν ήθελε να ξημερώσει... Ο αυγερινός που ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα, ακολουθούμενος από το άρμα του Απόλλωνα την τρόμαξε... Κάτι ψιθύρισε, σαν μια προσευχή στους θεούς, στο Συμπάν, να σταματήσει για λίγο την κίνηση του, να την αφήσει για λίγο ακόμα μέσα στην αγκαλιά του... Αλλά το συμπάν σε αιώνια κίνηση όπως πάντα αγνόησε την επιθυμία μιας θνητής και προχώρησε μπροστά, δίχως άλλη ευκαιρία, δίχως σταματημό, ο χρόνος... Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε μέσα από τα δήθεν κλειστά της βλέφαρα, να σηκώνεται και να ντύνεται αμέσως αλλά δεν είπε τίποτα, γύρισε απλά από την άλλη μεριά του κρεβατιού, όπως θα γύριζε κάθε κοιμώμενος, να κρύψει ο δάκρυ που κύλησε από το πρόσωπο της. Όταν εκείνος βγήκε από την πόρτα και προχώρησε προς τα κάτω εκείνη σηκώθηκε δακρυσμένη. Πλησίασε στο παράθυρο. Άναψε τσιγάρο και τον κοιτούσε που κατηφόριζε... Δεν ήξερε γιατί, μα τα δάκρυα στέρεψαν γρήγορα... Ένα πρωινό αεράκι στέγνωσε το πρόσωπο της και έκανε εκείνον να σφίξει λίγο το τζάκετ του... Τον κοίταζε επίμονα, ελπίζοντας πως θα γυρίσει να την δει στο παράθυρο, να της ρίξει μια ματιά να της πει ένα αντίο, αλλά εκείνος προχώρησε μπροστά, είχε ήδη πάρει την απόφαση του. Ένοιωσε μέσα της μια ανακούφιση... Φόρεσε αργά τα ρούχα της... Τακτοποίησε το δωμάτιο... Αύριο θα έφευγε, ο δικός της γάμος την περίμενε στην άλλη μεριά της θάλασσας και τώρα ήξερε πως πρέπει να γυρίσει στην ασφάλεια...

*Succubus = Δαίμονας, που λαμβάνει γυναικεία μορφή, ο οποίος ρουφάει την ενεργεία που παράγεται από την ερωτική πράξη. Εισβάλει στα όνειρα των θυμάτων του (ανδρών) με γυναικεία μορφή και τους αναγκάζει σε συνουσία κατά την διάρκεια της οποίας απομυζά την ερωτική τους ενεργεία μέχρι να τους εξοντώσει πλήρως. [http://en.wikipedia.org/wiki/Succubus, 05/12/08]

**Παράφραση απο το Κινεζικό Ερωτικό ΤΑΟ