Showing posts with label Ταξιδιωτικά. Show all posts
Showing posts with label Ταξιδιωτικά. Show all posts

Saturday, September 18, 2010

Πρωί Λονδίνου

Ο γκρίζος ουρανός
Η υγρασία που έχει θολώσει το τζαμί από το βραδύ
Ανοίγω το παράθυρο
Μπαίνει κρύο, να ξυπνήσω θέλω
Κάνω ένα τσιγάρο
Απαγορεύεται
Όχι αν δεν σε πιάσουν!
Το ταξί ακριβό
Ο σταθμός μεγάλος
Και το πακέτο φεύγει από τα χέρια μου σε έναν άστεγο
Κόσμος περνά
Πάει κι έρχεται δίχως σταματημό
Το πλήθος που στριφογυρίζει
Αν σταματούσε μια στιγμή
Θα έμοιαζε με φωτογραφία…

Thursday, September 16, 2010

Λίγες ώρες πριν…

Οι ώρες κρεμαστήκαν από το ταβάνι και άρχισαν να στάζουν σιγά σιγά
Οι εικόνες ριζωθήκαν στο χώμα και άρχισαν να στοιβάζονται, με το νερό, σε πέτρα
Σταγόνα τη σταγόνα

Πλέω ενδιαμέσως

Μεταξύ χρόνου και εικόνας

Εκεί η συνείδηση αποκτά υφή και η φαντασία σκέψη

Wednesday, April 14, 2010

Μια βραδιά στο Wroclaw

Όταν κλείσεις τα μάτια
Ύστερα θάλασσα

Με το κύμα παρέα
Απ’ την ακρογιαλιά

Ο άνεμος θα μας χαϊδέψει
Ύστερα σπίτι

Με τα δάχτυλα
Απ’ το φιλί

Όταν κλείσεις τα μάτια
Ύστερα άστρα.

Friday, March 26, 2010

Come with me in vain

Come with me in vain
Although the reflection
Of the moon
Upon a midday’s sun
Upon the green meadows
And the wild pine forests
Upon the brown roofs
And through the milky clouds
Upon the elk’s horn
If only for a moment
In this fleeting journey
Come with me in vain

Ω! Έρωτα

Πως πετάς
Πως στέκεσαι στο πλάι
Με τα μικρά σου δάχτυλα
Χτενίζεις τα μαλλιά σου
Χαϊδεύεις τη σαγήτα σου
Τεντώνεις τη χορδή

Τι μουσική κεντούν οι νότες σου
Ζηλεύει ο Φλοίσβος,
Σαν πεις να τραγουδήσεις
Των βελών τις ιστορίες:

Άπλωσες μια κι έριξες
Και κοίτα τώρα
Μένει απορημένος
Κοιτά το άκαμπτο χέρι του
Και μετρά τα τριαντάφυλλα που πότισε.

Κρύβει ο θεός τη μιλιά του

Πλαγιασμένος στ’ ονείρου τη λήθη
Φίδια με ‘ζώσαν ζοφερά
Το δέρμα τους φόρεσα
Στο δηλητήριο τους βούτηξα

Το αίμα δεν πήζει πια
Κι’ ο ύπνος αλαφρύς δεν έρχεται
Μόνο στην ηλιόπιοτη σταγόνα της γραφής
Κρύβει ο θεός τη μιλιά του

Monday, July 06, 2009

Όρθρυς



Την σκάλα τ’ ουρανού ανέβηκα,
Περπάτησα.
Μα δεν τα κατάφερα.
Ούτε μισή ώρα δρόμος,
Και πάλι πίσω.

Τις πύλες τις φυλάγανε,
Μεταλλικά θηρία.
Χωμένα στο χώμα,
Περιτριγυρισμένα από δάσος άγριο.

Ανέβηκα
Μες’ απ’ το άγριο δάσος.
Βάδισα
Στο τραχύ το χώμα.

Τραχύς ο Δρόμος,
Μα γλυκιά η πορεία.
Και από πάνω ο Ουρανός θλιμμένος,
Μοιράζει απλόχερα,
«Αίμα και ύδωρ». Είπε κάποιος,
«Έχει πεθάνει».

Μα συνεχίζω να περπατώ,
Και όσο το πόδι πατάει πάνω στο χώμα,
Το Νοτισμένο από τη βροχή,
Τόσο μουσκεύει η ψυχή μου.
«Αίμα και Ύδωρ»
Και παρακαλώ να μην σταματήσει να βρέχει.

Καθώς κατέβηκα ένας άγγελος με χαιρέτησε.
Γέρος δίχως δόντια, μα τα φτερά του ολόλευκα.
Περιτριγυρισμένος ποιμένας από το ποίμνιό του.

Στη βάση με περίμενε γιορτή.
Αργάτες – άγγελοι, φύλακες των μεταλλικών θηρίων,
Χορό είχανε στήσει – ένα μεγάλο φαγοπότι.

Monday, March 30, 2009

Με αφορμή ένα ταξίδι...*


Κάπου εκεί στο Βορρά,
για δεύτερη φορά,
ανακάλυψα στο λευκό το χιόνι θαμμένα μυστικά.


Με συντροφιά κάτι πακέτα τσιγάρα, λίγη τσικουδιά και ένα κομμάτι φέτα,
Μια γεύση από πατρίδα και μια ρουφηξιά θανάτου για την παρέα,
Ξεκίνησα κι' απόψε μια δεύτερη φορά...


Μέσα από στιγμές μαγνητισμένες και αιχμάλωτες στα 12 mp ανακάλυψα και πάλι την ιστορία ενός φίλου...


Σε μια χωρά ξενική, για μιαν αγάπη ξενική και έναν πόθο αυστηρά ελληνικό
είδα την ιστορία να ξαναγράφεται μοντέρνα και αυστηρή...


Ποσά κορμιά λιγοψυχήσανε στο δικό σου κορμί, τον ρώτησα...
Και χαμογέλασε αμήχανα


Ταξιδιώτες του είπα είμαστε όλοι
Αέναοι μαθητές στο ταξίδι της ζωής
Και συμφώνησε αμήχανα


Γυρίσαμε εδώ γύρω, και ανάμεσα σε πλοία και πρωτεύουσες, δρόμους και ανθρώπους
Μέσα από βράδια μεθυσμένα, αποπνικτικά
Γυναίκες και άντρες, ξανθοί με χρυσαφένια μαλλιά και λευκοί σαν το γάλα
Λαμόγια και συμμορίες κρυμμένα στις γωνίες
Στιγμιαίες γνωριμίες, ποτέ αλλιώτικες, με την αποτυχία της ματαιοδοξίας
Το κάτι για εμάς, και το τίποτα για τους άλλους να γεμίζει τις τσέπες μας
Ξαναβρήκαμε τους εαυτούς μας...
Δεν φέρνουμε πίσω ενθύμια και κατακτήσεις, παρά μόνο εμάς και μια ματιά αλλαγμένη...


Είπαμε πως ίσως κάποτε,
Να αλλάξουμε...
Κάποτε,
Να γυρίσουμε κατακτητές...
Κάποτε,
Να φύγουμε κατακτητές...
Μα θα πεθαίνουμε με την Ελπίδα...
Ας ελπίσουμε πως θα έχουμε πρώτα ταξιδέψει όσο μας βαστάζει...


Είδαμε και περπατήσαμε,
Απαθανατίσαμε.
Αιωνία η ματαιοδοξία να μην χαλάσει το χαρτί
Μα οι καλύτερες μνήμες για πάντα θα μείνουν ατύπωτες μα χαραγμένες...


Και όπως ήρθα έτσι φεύγω,
Με δυο βαλίτσες πιο γεμάτες,
Μια γεύση από το αλλού,
Και την ελπίδα να την κρατήσω μέσα μου,
τόσο όσο θα χρειαστεί ν' αλλάξω...




* Στο φίλο μου Σ. και στη ζωή που χτίζει σε κρύα, χιονισμένα τόπια...

Saturday, March 28, 2009

Μικρά Μαθήματα απο το Πλοίο Ελσίνκι - Στοκχόλμη... Μεθυσμένες Φιλοσοφίες

Πρώτα, κάν'τον / την να νοίωσει καλά... (με τον εαυτό του /της και κόσμο γύρω)....

Δεύτερον, καν' τον/ την να νοιώσει ασφάλεια...

Τρίτον, δώσ'του/ της ΕΛΠΙΔΑ...

Τέταρτον, δημιούργησε γνωστικούς - κοινωνικο - ψυχολογικούς συναισθηματικούς δεσμούς...

Πες' του/ της οτι για να τα κρατήσει όλα αυτά και να τα διατηρήσει πρέπει να κάτσει να τον/ την γαμήσεις...
Ή να πηδήξει απο το παράθυρο του διπλανού διαμερίσματος...

Απόλαυσε το SHOW (σου μαϊμου*)




*Με σαφείς αναφορές... Στις μοναδικές Τρύπες...

Monday, December 01, 2008

Ένα Δειλινό στην Καλαμάτα


Καθ' ένας κρύβει στην καρδιά του όσα τον καίνε
και τον λιώνουν, με βήματα βαριά μετράει
τα βάσανα που δεν τελειώνουν.
Ζούμε μονάχοι στη γη δίχως ελπίδα,
σαν τρομαγμένα πουλιά στη καταιγίδα.

Καθ' ένας έρχεται στον κόσμο μ' ένα παράπονο
ένα βάρος, με το ίδιο βάρος ξαναφεύγει
και με της γνώσης του το θάρρος.
Ζούμε μονάχοι στη γη δίχως ελπίδα,
σαν τρομαγμένα πουλιά στη καταιγίδα.

Μα στις καλές μας στιγμές φέγγουν τα βράδια,
λάμπει το φως της ψυχής μες στα σκοτάδια
και στη γιορτή μας κι ο εχθρός είν' αδερφός
και καλεσμένος μας κι ο χάρος ο σκληρός.

Μα στις καλές μας στιγμές φέγγουν τα βράδια,
λάμπει το φως της ψυχής μες στα σκοτάδια
και στη γιορτή μας κι ο εχθρός είν' αδερφός
και καλεσμένος μας κι ο χάρος ο σκληρός.


Στίχοι & Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Εκτέλεση: Ελένη Τσαλιγοπούλου & Νίκος Πορτοκάλογλου




Powered by Podbean.com

Monday, September 01, 2003

Ο σταθμός 4

Οι σκηνές των σταθμών πάντα μου έλκυαν μια ιδιαίτερη έξη... Ανθρωπινή μα και συνάμα επιστημονική, περίεργη.
Αυτά τα φιλιά, άλλοτε με δάκρυα, άλλοτε χωρίς στα μάτια, ήταν πάντοτε το clue του αποχωρισμού. Οι παρατεταμένοι εναγκαλισμοί εις απόδειξη της αγάπης και της μη θέλησης, δήθεν τις περισσότερες φόρες να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον είναι πάντα κάτι που μου κέντριζε την περιέργεια...


Όχι, δεν έκλαιγα στους αποχωρισμούς, εσύ πάλι πάντα.


Το βρίσκω χαζό να κλαίει κάνεις στους αποχωρισμούς. Τα πράγματα στους σταθμούς έχουν την ιδία τελεσιδικότητα που έχουν και τα πράγματα στις κηδείες... Αυτός που φεύγει όταν πλησιάσει την αποβάθρα του πλοίου, τα σκαλιά του λεωφορείου ή του αεροπλάνου, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει με την τελεσιδικότητα που οι άνθρωποι δεν ξυπνούν από τον τάφο τους... Η Hollywoodιανες σκηνές όπου αυτός που φεύγει παρατάει το αεροπλάνο, τα τριακόσια ευρώ που έχει δώσει και την καριέρα του για να γυρίσει στα χεριά αυτού που μένει πίσω δεν υφίστανται στην ζωή. Η φύση έχει σαφή αίσθηση του τέλους και του χρονικού προσδιορισμού του. Οι άνθρωποι πάλι όχι... Δεν υπάρχει λόγος για την κατανάλωση υπέρογκων ποσών ενέργειας για κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις πως ο Λάζαρος θα σηκωθεί από τον τάφο του αν ξέρεις, πώς θα αντιμετωπίσεις μια περίπτωση νεκροφάνειας ή αν δεν είσαι ο Χριστός... Και πιστέψτε με οι περισσότεροι δεν είναι.


Το νόημα είναι να μην φτάσεις ποτέ στον σταθμό ή στον τάφο, από εκεί που θα μπεις στην διαδικασία του, να αρχίσεις το ταξίδι σου προς τα εκεί, δεν υπάρχει ούτε γυρισμός, ούτε αλλαγή σχεδίων. Όταν φεύγεις, έφυγες... Η φύση άλλωστε έχει προγραμματίσει τόσα ταξίδια για τα όντα γύρω της...


Τα Χελιδόνια φεύγουν το χειμώνα και ξανάρχονται την άνοιξη, το ίδιο και αλλά αποδημητικά πουλιά...
Ο Σολωμός ταξιδεύει κάθε χρόνο αμέτρητα χιλιόμετρα για να γεννήσει τα αυγά του σε θερμά νερά το ίδιο κάνουν και χιλιάδες αλλά ψάρια των βορείων θαλασσών...


Όταν το ταξίδι ξεκινήσει καμία δύναμη δεν μπορεί να το εκτρέψει προς τα αλλού παρά η δύναμη ενός άλλου ταξιδιού...
Αν είσαι ταξιδιάρα ψυχή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθησυχάσεις το πνεύμα σου, πέραν του ταξιδιού, είναι κάτι σαν ναρκωτικό της ψυχής... Εγώ είμαι έτσι... Δεν έχω την κάρδια ενός μεγάλου ποντοπόρου, μάλλον όχι, αν και θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά την πρόσκληση σε μια εξερεύνηση του διαστήματος... Πάραυτα θεωρώ ότι αποζητώ το ταξίδι για δικούς μου προσωπικούς λόγους...


Βλέποντας τους ανθρώπους να αποχαιρετίζονται στους σταθμούς πάντα τους λυπάμαι και ταυτόχρονα τον εαυτό μου. Αυτοί ζουν κάθε μέρα με την ελπίδα ότι αυτός που περιμένει, θα περιμένει και αυτός που έφυγε θα γυρίσει αλώβητος, εγώ πάλι είχα αποφασίσει εκ των πρότερων ότι αυτός που θα φύγει έχει μικρές πιθανότητες να ξαναγυρίσει και αυτός που μένει ξέχνα πολύ εύκολα... Ίσως αυτό να ήταν και το μεγαλύτερο μου λάθος... Δεν δάκρυσα ποτέ σε σκηνή αποχωρισμού η κάρδια μου όμως και η ψυχή μου πάντα οδύρονταν χωρίς την συμβολή του λογικού κομματιού... Θέλω να πιστέψω πως τα ταξίδια είναι πηγές γνώσεις για την ψυχή και το νου, χρώματα που δίνουν μια διαφορετική γεύση στο φαγητό του νου των ανθρώπων... Όχι, δεν μετανιώνω για τα ταξίδια μου! Ναι!, αν με ρώταγε ένας ψυχαναλυτής, η απάντηση θα ήταν "Ναι" διακατέχομαι από τάσεις φυγής αλλά όχι με την στενή ψυχαναλυτική έννοια... Δεν με πιάνει πανικός σε κοινωνικές συγκεντρώσεις ή άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και το βάζω στα πόδια, Όχι, Όχι έτσι... Όμως, η αλήθεια είναι ότι νοιώθω μετά από ένα διάστημα παραμονής σε κάποιο χώρο και γνωριμίας με τις διαδικασίες και τους ανθρώπους απίστευτη βαρεμάρα... Αυτό με ωθεί να αλλάξω περιβάλλον και καταστάσεις... Δεν μπορώ στην σκέψη ότι τα πράγματα γίνονται συνήθειες που παγιώνονται στο χρόνο και στο χώρο του ατομικού μου εαυτού... Η συνήθεια για μένα είναι η απόδειξη της χαμένης ψυχής του αγωνιστή και αυτό είναι κάτι που δεν με ελκύει... Δεν διαφωνώ με την ύπαρξη κάποιων διαχρονικών συνηθειών ή ρουτινών σε υλικό ή χρονικό επίπεδο, για παράδειγμα το τσιγάρο ή το γεγονός ότι πάντα κάνω μια ώρα στο μπάνιο, γιατί κάτι τέτοια πράγματα αποδεικνύουν κατά ένα μέρος και αποτελούν την προσωπική σου πολιτισμική ταυτότητα αλλά όταν τα μέρη και οι άνθρωποι γίνονται μέρος ενός συνηθεισιακού καθεστώτος το όποιο παγιώνει ένα αδιαμφισβήτητο μοντέλο και μοτίβο σκέψης και δράσης σε βαθμό που οι κινήσεις μέσα στο χώρο και στο χρόνο να γίνονται προβλέψιμες αυτό σημειώνει την αρχή το τέλους της πραγματικής ζωής... Αυτό είναι κάτι που δεν το θέλω... Τα ταξίδια αποτελούν τον τρόπο να ανθίσταμαι σε μια τέτοια κατάσταση...


Όπως λέει και ο λαϊκός τροβαδούρος, σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι!

Monday, June 30, 2003

Στο πλοίο για Πάρο Ιούνιος – Ιούλιος 2003 – Κείμενο 2

Ομίχλη πυκνή σκεπάζει τη διαδρομή.
Το πλοίο σκίζει την ομίχλη εύκολα.
Και εμείς ταξιδεύουμε ανέμελα.
Όλοι; Όχι...

Εμένα το μυαλό μου ταξιδεύει στη δικιά σου ομίχλη.
Όσο απλώνεται ένα πλοίο στη θάλασσα, τόσο η ομίχλη σου απλώθηκε στο πνεύμα μου.
Ομίχλη αγάπης; Ομίχλη μίσους;
Ομίχλη καταδυνάστευσης.

Ομίχλη που θολώνει τα μυαλά και την κρίση...
Είναι αγάπη, είναι πόθος, είναι μισός, Τι;

Στο πλοίο για Πάρο Ιούνιος – Ιούλιος 2003 – Κείμενο 1

Τα πρωινά σου χείλη,
Σκουπίζουν τον βραδινό μου ιδρώτα.
Ξημέρωσε και ξύπνησες πάλι διπλά μου.
Σ’ Αγαπώ!
Καλημέρα!

Χτες είδα πάλι εφιάλτη.
Γι’ αυτό ο ιδρώτας, γι’ αυτό τα φιλιά ανάγκη.
Ξύπνησα λέει ένα πρωινό και έλειπες.

Τότε πέτρωσα, έγινα στήλη άλατος, ίδια η γυναίκα του Λώτ.
Όμως τα δικά μου μάτια δεν εγνώρισαν καμία θεϊκή καταστροφή, μόνο την απουσία σου από το πρωινό μου ξύπνημα.
Είναι μήπως τούτο θεϊκή καταστροφή ή είναι που Σ’ Αγαπώ τόσο;

Και μετά όμως το όνειρο δεν τελείωσε...
Αέρας φύσηξε και σιγά, σιγά το κορμί μου διαλύθηκε σε σκόνη.
Από στήλη άλατος σκόνη στον Χρόνο με τον αέρα.
Και από τα κομμάτια μου, άλλα κατέληξαν στο χώμα, άλλα στη θάλασσα και άλλα συνέχισαν το ταξίδι τους με τον αέρα.

Τελευταίο κομμάτι, η ψυχή μου κατέληξε στη φωτιά.
Μια φωτιά όμως γνωστή, πολύ γνωστή...

Κι’ όταν καιγόταν η ψυχή μου, τότε κατάλαβα.
Είχε πάλι καταλήξει σε ‘σένα, να πεθάνει.
Φωτιά, του θηλυκού κορμιού σου καίει την ψυχή μου, με γεννά από το χρόνο στο Χρόνο, από τις τρεις διαστάσεις στις τέσσερις.

Εκείνο το πρωινό μετά τον εφιάλτη, μου είπες: Σ’ ΑΓΑΠΩ!
Μετά έφυγες.
Δεν Ξανάρθες ποτέ πια.

Αν πέτρωσε κάτι, σίγουρα δεν ήμουν εγώ, γιατί σήμερα ζω για να σου γράψω.

Τα λόγια σου όμως, αφήσαν στον τοίχο του σπιτιού, μιαν αύρα αέναη, που ακόμα και σήμερα μερικά πρωινά με ξυπνάει γλυκά και μου λέει: Σ’ ΑΓΑΠΩ!

Friday, May 04, 2001

Τώρα εγώ δεν ξέρω...
Είμαι πάνω στο πλοίο για Μύκονο και για λίγο καιρό το μυαλό φαίνεται ξεκούραστο, μακριά από έγνοιες και προβλήματα, μακριά από τους άπειρους και βαθιούς γόρδιους προβληματισμούς μου... Και όμως η ησυχία δεν κραταεί για πολύ. Όταν σταματάνε οι φωνές, και τα μάτια κοιτάνε αλλού όλα επανέρχονται σε εκείνη την βασανιστική ηρεμία που δίνει στο νου την άγαρμπη δυνατότητα να φύγει πάλι στα δικά του ατέρμονα κυκλικά μονοπάτια... Ο νους... Αχ! Ο νους... Πόσο αυτός με ταλαιπωρεί, στις ατέλειωτες νυχτερινές αναζητήσεις έρχονται να προστεθούν και οι πρωινές...
Κι’ όμως ο λόγος ανεξήγητος και ο λόγος ακατανόητος και ο λόγος ο σωστός, αυτός ο λόγος ενώ δεν έχει σταματήσει να ρέει προς τα εμπρός ακόμη δεν έχει βρει το δίαυλο να διοχετευτεί...

Tuesday, February 27, 2001

Ο σταθμός 3

Κάποτε σε περιόδους μεγάλης κίνησης τα εισιτήρια παίζουν απλά και μόνο συμβολικό ρολό. Βλέπεις άτομα να τρέχουν να προλάβουν ένα λεωφορείο γιατί έχουν κλείσει εισιτήριο και άτομα τα οποία μπορεί να φύγουν και μια ώρα νωρίτερα αφού έχουν την τύχη (Θάρρος και Θράσος) να βρουν θέση σε κάποιο προηγούμενο λεωφορείο... Και όπως πάντα υπάρχουν και οι σπαστικοί άνθρωποι* που έχουν μανία να καταδιώκουν τα καημένα τα λεωφορεία και μαζί με αυτά, και τους οδηγούς τους που τρέχουν να φύγουν μακριά...
«Με συγχωρείτε μήπως είναι αυτό το λεωφορείο μου;»
«Μα προσέχετε κύριε, που πάτε... Έχουμε και πράγματα!»
«Εμένα λοιπόν η κόρη μου είναι γιατρός... Καλά τα πήγε! (Κρυφός κομπασμός, επάνω το στερνό, βαθιά ανάσα, Κοκόρι...) Είμαι πολύ περήφανη! Αχ...Ναι πολύ περήφανη...!»
«Μα δεν έχει ούτε καρεκλά να κάτσουμε... Καλά δεν βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι, να σηκωθούν να κάτσουμε εμείς οι μεγαλύτεροι... Δεν το βλέπουν... Αμάν! Τι διαγωγή είναι αυτή...»
«Α, εγώ έκλεισα θέση με των 10 το λεωφορείο... Α! Δεν μπορώ... Θέλω να κάθομαι μπροστά... Στο αμάξι της κόρης μου κάθομαι μπροστά...Αχ! Σας είπα που η κόρη μου είναι γιατρός; Είμαι πολύ περήφανη! Παρά πολύ περήφανη...!»
«Αμάν πια! Ανά πέντε λεπτά λεωφορείο έχει... Πως είναι δυνατόν δε θα φύγουμε ποτέ από εδώ περά... Αχ Θεούλη μου...! Ποτέ θα έρθει το λεωφορείο να σηκωθώ να φύγω... Από την άλλη όμως καλά κάνουνε να εξυπηρετήσουνε τον κόσμο να πάει σπίτι του...»
Και αλλά πολλά ακούγονται, από αυτή την τσιριχτή σχετικά φωνή την οποία σου έρχεται να μπλοκάρεις με ένα όμορφο μήλο θα λέγαμε ή ένα ωραίο βερίκοκο... Και χωρίς ακόμα να έχω καταλάβει το λόγο, τα άτομα αυτά είναι συνήθως γηραιές κυρίες άνω των 55 τέλος πάντων οι οποίες πάντα έχουν κακαριστική φωνή και ένα πρόσωπο στο όποιο κυριαρχεί άλλοτε μια ανεξήγητη χαρά και άλλοτε μια συνοφρύωση περά των καθημερινών δεδομένων...

* Η παρομοίωση είναι σχεδόν κυριολεκτική... Θεωρώ, αν έχετε δει αυτούς τους ανθρώπους, ότι συμπεριφέρονται σαν να έχουν κρίση σπασμών εκείνη τη στιγμή, σαν ένα αόρατο ηλεκτρικό ρεύμα 220V να διαπερνάει τη σάρκα τους και να τους κάνει να συσπάζονται χωρίς διακοπή...

Monday, February 19, 2001

Ο σταθμός 2

Να ‘μαστε πάλι στο σταθμό, μονό αυτή τη φορά με άλλη διάθεση πάντα φιλοσοφική αλλά τώρα χαρούμενη... Μετά το καρναβάλι άλλωστε δεν θα μπορούσε κανείς να έχει διαφορετική διάθεση... Λοιπόν, κοιτά να δεις που δεν είμαι ο μόνος που μπερδεύεται με την αρίθμηση των καθισμάτων... Έχει πλακά, έρχονται και σου λένε:

«Ξέρετε μάλλον έχετε κάνει λάθος, κάθεστε στη θέση μου»

και με ένα πλατύτατο χαμόγελο τους απαντάς:

«Ξέρετε το νούμερο είναι για τις μπροστά θέσεις...»

Και εκείνοι, αφού σε λοξοκοιτάξουν λίγο με μια έκφραση απαραμμιλης βλακείας, πάνε και κάθονται ακριβώς μπροστά...

Όπως έχω ξαναπεί, οι σταθμοί παρουσιάζουν μια έξοχη ευκαιρία για την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της. (Γενικά αυτή είναι η άποψη μου και για άλλα ανοιχτά μέρη όπου μπορεί κανείς να κάτσει σε μια γωνιά και να παρατηρεί συμπεριφορές και γεγονότα...Λαϊκές αγορές, Εμπορικά κέντρα, Συνεστιάσεις διαφορών ειδών και τύπων δίνουν ευκαιρία για παρατήρηση και καταγραφή πιο ειδικών συμπεριφορών και κοινωνικών διαδράσεων... Γάμοι, Βαφτίσια, Κηδείες, Πάρτυ μεγάλα και μικρά, Συναντήσεις παλιών συμμαθητών κ.λπ.)

Σήμερα παρατηρώ το εξής: Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι κάνουν οι άνθρωποι για να «χάνουν» την αίσθηση του χρόνου. Καταρχάς ταξιδεύουνε σε δυάδες, έπειτα παίρνουν κάθε λογής περιοδικά και εφημερίδες, βιβλία και λογοτεχνήματα κάθε τύπου και ποιότητας, από έμμετρο δερματόδετο λόγο μέχρι βιβλία περιπτερού και φτηνά μυθιστορήματα για τους έρωτες μιας ζωής. Καμιά φορά λίαν συχνότερα σε νέους ανθρώπους θα δείτε τα νέα τεχνολογικά θαύματα «Discman» (φορητά CD), Mini Disk και Walkman (Ραδιοκασετόφωνα τσέπης)...

Και όλα μοιάζουν ωραία για να περάσουν τρεις ώρες μέσα σε ένα βαρετό Λεωφορείο. Και μέσα σε όλα αυτά πρεσβεύει μια άρνηση της επικοινωνίας με τον διπλανό σου... Που βεβαία δεν είναι πάντα ένας πανέμορφος νέος ή νέα αλλά αν μητι άλλο πάντα μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρουσα γνωριμία... Αλλά τι να κάνεις....? C’ est la vie!

Wednesday, February 07, 2001

Ο σταθμός 1


Ο σταθμός είναι πράγματι ένα πολύ ωραίο μέρος για έρευνα. Είτε από κοινωνιολογικής, είτε από ψυχολογικής πλευράς παρουσιάζει πολλές ομορφιές που δεν έχουν άλλα μέρη. Εδώ βλέπει κανείς τα χλωμά και ταλαιπωρημένα πρόσωπα των στρατιωτών, που τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο αφού όλο το χρόνο που είχαν τον ξόδεψαν αγκαλιά με την κοπελιά τους την οποίαν είχαν να δουν και θα κάνουν να δουν αρκετό καιρό. Βλέπει κανείς τη θερμότητα των τελευταίων ασπασμών μεταξύ ζευγαριών, γονέων και παιδιών, φίλων που καθώς το λεωφορείο φεύγει παίρνοντας μαζί του ότι πολυτιμότερο: τα αγαπημένα πρόσωπα, αυτοί μένουν πίσω σε έναν πηχτό από τον κόσμο και φωνές σταθμό, μονό που τώρα είναι άδειος...Πιο άδειος από πριν... Αν κανείς είναι τυχερός, μπορεί να ακούσει ή και να δει κανένα ηχηρό αποχωρισμό μέσα σε κλάματα και λυγμούς και φωνές και αναφιλητά, ιδίως αν ο γιος φεύγει για το στρατό ή αν αυτός που φεύγει είναι ο σύζυγος, το ταίρι ή πάλι ίσως ακούσει κάποιο τσακωμό μεταξύ οδηγών ή οδηγού και επιβατών και τότε θα ακούσει ίσως και έναν πειραϊκό οχετό να ξεχύνεται από τα στοματά είτε των επιβατών, είτε του οδηγού... Και θα δει τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα να γίνονται ακόμη πιο κόκκινα και αυτοί που κοιμόνται στις καρέκλες να ξυπνούν ή να ανοίγουν το ένα βλέφαρο να δουν τι γίνεται και ξάφνου το πλήθος από απρόσωπο και γκρίζο να συνασπίζεται σε μια κοχλάζουσα εβραϊκή συναγωγή, σε έναν όχλο έτοιμο να υποστηρίξει το κοινωνικό δήθεν δίκαιο, ενώ μόνο δίκαιος δεν μπορεί να είναι... Και αφού όλα κοπάσουν, όλοι αυτόματα σχεδόν θα διαλυθούν σε εκείνο το γκρίζο το απρόσωπο πλήθος που ήταν και πριν και οι κοιμισμένοι θα κλείσουν και τα δυο τους βλέφαρα και οι περίεργοι θα απομακρυνθούν... Βέβαια, όπως και οι δρόμοι, η πόλη, έτσι και ο σταθμός έχει τα άσχημα... Πράγματα, που ο μέσος πολυάσχολος άνθρωπος, χαμένος μέσα στα κινητά του και στις πολύπλοκες και φαιοβόρες σκέψεις του τείνει να αγνοεί άλλοτε λόγω κοινωνικοποίησης και άλλοτε επίτηδες επειδή θέλει να αυτοβαυκαλίζεται μέσα στην γλυκιά απάτη και τη λήθη της τεχνολογικής και υλικής υπεροχής... Και οι άνθρωποι με τα ξυστά και με τα χαρτομάντιλα, άνθρωποι με τα κουκλάκια και τα λογής – λογής όμορφα ή όχι μπιχλιμπίδια και οι ρακένδυτοι ζητιάνοι στις γωνιές που ικετεύουν για να βγάλουν από την απλοχεριά του παντοδυνάμου, την επόμενη μέρα... Η γυναικά πλησιάζει μια αλλά γυναικά, στο ίδιο ύψος περίπου, οι δυο γυναίκες κοιτάζονται... Η μία, καλοντυμένη, παχουλή και με τα ψεύτικα αλλά ηχηρά και χτυπητά μπιχλιμπίδια να πηγαίνουν πέρα δώθε και να προκαλούν κάποιο εκκωφαντικό θόρυβο κοιτάζει με περιφρόνηση και απέχθεια, θα έλεγε κανείς, κοιτάζει καθώς κοκορεύεται σαν παγώνι με τη στάση της και νοιώθει ότι μπορεί σαν βασιλιάς να φερθεί στο άθλιο υποκείμενο απέναντι της που ικετευτικά της απλώνει ένα πακέτο χαρτομάντιλα... Κοιτάει το πλάσμα με τα ρούχα του που ίσα – ίσα καλύπτουν την γύμνια του και το οποίο βαστάει ένα δεκανίκι στο δεξί του και άτσαλα προσπαθεί να στηριχτεί επάνω του... Και αφού καλά – καλά το δει και βεβαιωθεί για την ανωτερότητα που τη διακρίνει αποφασίζει πως φοβούμενη την πιθανότητα εξαπάτησης θα αγνοήσει το άμοιρο πλάσμα και γυρνάει επιδεικτικά το κεφάλι προς την άλλη μεριά, με έναν αέρα που νοιώθεις ότι προτρέπει και τους υπολοίπους που θα πάρουν την απελπισμένη κλήση αυτού του πλάσματος να κάνουν το ίδιο... Η γυναικά φεύγει και προχωράει παρακάτω και από μακριά φαίνεται ωσάν οι ρολόι του ανθρώπου και του πλάσματος να έχουν αλλάξει... Η γυναικά αυτή τη φορά θα πλησιάσει ένα νεαρό ο οποίος θα την κοιτάξει συμπονετικά και θα πάρει το πακέτο ανταλλάσοντας το με το γελοίο αντίτιμο των 200 δρχ. Πάει να ξεσπάσει σε λυγμούς συγκίνησης και ευχαρίστησης προς το νέο αλλά και προς το Θεό αφού επιμένει να επαναλαμβάνει το σημείο του σταυρού για αρκετή ώρα... Αχ Θεέ μου, κάνε να μην έρθει και από εδώ...Ο δύστυχος έφαγα το τελευταίο μου χαρτζιλίκι, μόλις πριν από λίγο καθώς έπαιρνα εκείνο αφράτο κρουασάν που μου γυάλισε το μάτι... Ευτυχώς η γυναικά με προσπερνάει και καθώς τα άτομα έχουν μαζευτεί για το λεωφορείο των έξι και μισή, η γυναικά με μια πολύ σιγανή φωνή ικετεύει ξανά και ξανά ενώ όλοι συμπεριφέρονται ωσάν το πλάσμα αόρατο θαρρείς ή ανύπαρκτο από μια θειική παρέμβαση που εξαφανίζει τη μιζέρια, που λύνει το πρόβλημα αθόρυβα. Και έτσι αγνοώντας την σιγανή κραυγή επιβιβάζονται στο λεωφορείο τους και εκείνη τη ώρα που κινούν για τους μακρινούς προορισμούς τους, πίσω αφήνουν μια ζωή να ζητιανεύει τα ελάχιστα που κάποιος, κάπως, κάποτε, της στέρησε... Συμμέτοχοι όλοι στο έγκλημα μιας ύπαρξης οδύνης και πόνου απομακρύνονται, καθώς το όχημα μουγκρίζει το μαύρο καπνό του. Και μετά από όλα αυτά το μόνο που μένει τελικά είναι η γκριζάδα του σταθμού εμπλουτισμένη με λίγη μιζέρια και δυστυχία καθώς και μια νοσταλγία για τα μέρη που αφήνονται και μια προσμονή για τα μέρη που θα ‘ρθουν...

Καληνύχτα...