I told you the colour is red
but then again…
You keep wondering
You keep asking
Definitions, Descriptions, Potent Words
The writer has an obligation.
Become God the eternal observer.
Observe, record, but never interfere
the old adage…
I see
I record
I interpret
I write
Therefore, I interfere
So what is it then? I feel warm…
Just by looking at you.
I feel I can feel
I feel the definition
I feel the description
I feel the potent word
It is a mystery.
Because it is defined
When you hug me from behind,
even though I'm wearing yellow.
Because…
The kiss
slowly lowering
the head
to approach
you close your eyes
I close mine
And dive fast
like the first time
like the last time.
I missed you on my train ride
home, where you are.
I missed you.
In the embrace
the writer hides his sorrow
In the writing
Embraced and Embracer
are immortalised…
The writer turns and sees
the tattooed woman
exudes a singing precipitation
And then the couple…
hand in elbow
hand in elbow
bump and laugh
The couple.
Eyes reflecting, mirroring eyes
faces bright.
Upon touch
a flash flood
power of a tornado
tonight's journey
next morning's wreckage.
Night's guise as necessary
for expression
of a feather's
empyrean, rose petalled touch.
Obscure fire
of questionable origins
liquid, wet - a wildfire
unstoppable conqueror.
One however, not
of libidinal origins, but
born of
dry static lightning.
For the deserted invite
such fervidity
voracious appettie - allowance
to be consumed, whole.
Έτρεμες στα χέρια μου σαν σε κρατούσα
και τα κορμιά μας πιάνανε φωτιά.
Ήθελα να σκύψω το λαιμό να σου φιλήσω
μα φοβόμουν προσβολή
κι αντ’ αυτού σου χάιδευα απαλά τα μαλλιά
κι έδιωχνα την ανάσα μου ζεστή
στη βάση των λοβών σου
που σαν κερασιά δάγκωνα ανεπαίσθητα.
Η σάρκα σου λευκή και λεία, ζεστή και τρυφερή
αν δεν σε είχα δίπλα μου
να νοιώθω την ανάσα σου
το στήθος σου να ανεβοκατεβάζει
θα σε φώναζα Γαλάτεια.
Ζεστό κορμί χωμένο μέσ’ το πλάι μου
σαν τα μωρά σε μήτρα αγκαλιασμένοι
κάτω απ’ τα σκεπάσματα
ένοιωσα για λίγο πάλι άλλος Αδάμ
δεκαπεντάχρονος με χέρι που τρέμει
να σε αγγίζω και να νοιώθω
μέσα στα λαγόνια μου φωτιά να ανεβαίνει.
Ξύπνησα το πρωί νωρίς
και ως εθνογράφος παρατηρητής
κατέγραψα την κάθε σου φακίδα, κάθε ελιά,
τα χείλια σου διάγραμμα στα δάχτυλα μου.
Έσωσα την εικόνα σου για χρόνια κι άλλα χρόνια
Άγγελος με καστανά μαλλιά
νόμιζα πως ξύπνησε δίπλα μου.
Παρατηρούσα την ρυθμική σου ανάσα
κι ήθελα πρώτα να γείρω
να προσκυνήσω τις ελιές στα στήθη σου
κι υστέρα να σού ‘κλεβα μια ανάσα
κι ένα φιλί στα χείλι.
Μ’ ανέτειλε ο άρχοντας των ουρανών
και πριν προλάβω σταχτή γίνανε τα όνειρα
και οι φαντασιώσεις, λυγίσανε τα ήπατα
εμπρός στα όμορφα σου ματιά
τα πονεμένα, τα βαθιά, τα δίχως άλλο.
I invite darkness
to sit on my lap
like an obedient little bitch...
But she is poison
deep rooted in my vains
and slowly chews my balls off...
Alcohol and cigarettes,
drugs and food,
morality unbound
Movies, tv-series, and a bed
the death of modern man
pills as if only a wish
portrayed a better life
in all the magazines.
If we share it together
maybe I become a better person.
If you take my weight
and I take yours
maybe just maybe we can actually survive...
Raining fog
misty rain
drops hanging
mid-air
one desperate breath
before goodbye
I keep fists
clenched
teeth
stomach
not to act
not to insult
not to aggress
a sensation through the spine
denied
the end
another night
to seek
one more
encounter
a phantasmal chance
You
a mirror
a ghost?
a phantasy?
an idea?
a gentle breeze
a playful butterfly
fluttering nymph
dark-haired angel
a gentle stroke
of my chords
a poor fiddle
I am
dancing your tunes
this hug is going to last forever
so… is this night.
It is early, a Saturday morning
still the sun has not come out yet
the birds are chirping
and I am voraciously smoking.
The humidity in the air embraces me -
such a mild temperature -
I smoke and I already miss you...
I miss your thighs against mine
your breasts on mine
your sweet sweat dripping...
I remember you in my bed
your fingers tracing my lips
but you were never here...
I already miss you
your long black hair
soft and welcoming, my fingers
interlocking, brushing through
your smile how it lights
how it makes my head feel
light...
I miss you and I want to
lay by your side...
Rest my head upon your
breasts mother earth
Lily of Lilies
how I miss you...
Come lay by me
allow my hands to embrace you
Allow my darkness
to kiss you
allow my weakness
to be saved by you
allow me...
I already miss you
and I want to hide
between your thighs
I miss you
and I
I already...
The foggy skies
cover my darkened mood
and this music
keeps going around
slow strokes of a piano
echoing in the desert.
I miss you...
Oh how I miss you...
Τον άγγελο αρνούμαι
Τον δαίμονα πεθυμώ.
Ένα κορμί και μια μνήμη
Του άρχοντα η κνήμη
Κι ένας πόνος τραύμα παλιό
Του χρόνου, της ζωής σχολιό
Διδάσκουν, στον άμαθο αυτό
τον άγουρο, της ζωής τον ομαθιό
Πως τα κύματα αλλάζουν τον γιαλό
Κι ο χρόνος τον άνθρωπο
Πάνω κάτω
Κάτω πάνω
Μια έτσι, μια αλλιώς
Στο δρόμο πως θα βρείς
Συνοδοιπόρο...
Έχουν από θλίψη οι μέρες
Δεν είναι γκρι
Δεν είναι μπλε
Κάτι, σε
Κόκκινο – το αίμα που σκοτώνει
Η της πρώτης περιόδου
Το αίμα μεταμορφωσής
Σάμπως θα πάψει ποτέ
Η αιώνια του άξονα στροφή
Δορυφόρος του εγώ
Η αλλαγή μονομερής
Δεν υπαρχει θλιψη
Δεν είναι παρά ο νοτισμένος αγέρας
Πηχτός στα πρωτοβρόχια
Δεν υπάρχει θλίψη
Δεν είναι παρά το μαντήλι της γυναίκας
Σε φανταστική προκυμαία
Το τελευταίο τσιγάρο έξω από
Το σταθμό
Το τελευταίο φιλί
Το τελευταίο χάδι
Η ανεπίστρεπτη απογείωση
Κάθε φορά που τα φύλλα αποδημούν
Έτσι κι εσύ
Διαλέγεις
Τον τρόπο
Κάνεις το βήμα
Που ποτέ δεν σταματά...
Καθώς στέκεσαι γυμνή μπροστά μου
Γυναικα – ένα κορμί
Καταγράφω κάθε σου καμπύλη
Γυναικα – γυμνή
Σαν μηχάνημα ομοιοτυπίας τα ματια μου σκανάρουν
κάθε σου πτυχη
Γυναικα – ένα αίνιγμα
Κι έτσι απλώνω το χέρι
Απαλά εναποθέτω πάνω στα στήθη σου
Οι άκρες των δαχτύλων μου
Νοιώθουν
Τη έκταση των γαλακτοκορυφών σου
Και το δεύτερο χέρι, διατρέχει
Τον ομφαλό σου
Κέντρο του κόσμου ετούτη τη στιγμή
Να φτάσει ως πέτρα που κατρακυλάει
Στην υπέροχη ήβη σου
Η ζεστασιά των χυμών σου
Πνίγει τη γλώσσα μου
Καθώς το θείο νέκταρ αγγίζει
Τα δάχτυλα μου
Τέτοια έκσταση ούτε ο θεός
Το φιλί εναποθέτω στο τώρα ζεστό
Από την παλάμη μου στήθος
Και σαν μικρό παιδί αποποιούμαι να θηλάσω
Για πρώτη φορά νοιώθω το άγγιγμα σου
Να τραβάει τα μαλλιά μου
Να υποτάσσει στο χάδι του
Σ’ αυτόν τον αγώνα μάτια μου
Κανείς από τους δυο μας
Δεν θα βγει ζωντανός
Τα δάχτυλα μου ψηλαφούν την υβή σου
Βρίσκουν μέσα από τους χυμούς
Τα τείχη, είσοδο μυστική κάτω από το ιερό βουνό
Παράδεισος, αναμνήσεις μήτρας
Ζεστά καλυμμένος με αμνιακό υγρό
Καθώς τα δάχτυλα τώρα με τραβούν πίσω
Η μάχη μεταφέρεται μεταξύ των λινών
Θα σε αφήσω να σταθείς πριγκίπισσα
Επάνω σε άσπρο άτι, μέχρι
Τους χυμούς μου να μη μπορώ να συγκρατήσω
Και τότε θα σε πετάξω κάτω και θα επιτεθώ
Σαν άγριο ζώο θα σε κατασπαράξω
Καθώς με βία θα τρίβομαι και θα πιέζω
Να καταβροχθιστώ από σένα
Να στείλω το ευγενές δόρυ μου όλο και πιο βαθιά
Σ’ αυτόν τον αγώνα μάτια μου
Κανείς από τους δυο μας
Δεν θα βγει ζωντανός
Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε
Μεταξύ λινών
Μέχρι που ο ιδρώτας μας θα έχει ποτίσει
Τα κόκκαλα μας
Κι ο χώρος δεν θα μυρίζει τίποτα άλλο
Παρά μόνο εμάς
Τότε θα παραδοθούμε στη βιολογία
Θα επιτρέψουμε τη λύτρωση
Για μια στιγμή θα είμαστε νεκροί
Κι έπειτα με τα υγρά ο ένας του άλλου
Θα ξαποστάσουμε αγκαλιά
Καθώς δακρύζουμε κι οι δυο.
Πως τα χείλη που δεν φιλήθηκαν ποτέ
να σβήσουν μπορούνε, τη δίψα
αυτή, που δεν κρατήθηκε ποτέ
ανάμεσα στα δάχτυλα;
Εκεί, στο σύννεφο επάνω, του ονείρου
την ομίχλη πως θα νοιώσει
το χάδι που δεν αφέθηκε, ποτέ
στις άκρες των δάχτυλων, εναιώρημα.
Πως νοιώθεις μάτια μου;
Ω! Κάρδια και ψυχή
στη σκιά του ακροβολισμένου εαυτού
τι είναι αυτό που ακόμα ηλεκτρίζει;
Σαν φάντασμα πλανάται από πάνω η σκέψη,
η ανάγκη που σπρώχνει προς τα έξω
αναζητεί, μα στην άκρα των χειλιών παραμένει.
Που έχασες το δάκρυ και ψάχνεις να το βρεις;
Γιατί το χρόνο σου
ποτέ στο δικό μου δεν δημιούργησες.
Πάντα εγώ με ένα δισάκι στον ώμο.
Μα κι ακόμη αν είμαι εγώ
ο ένας και μοναδικός ταξιδευτής
γιατί ποτέ δεν είπες θα έρθω να σε βρω
χωρίς να σ' το ζητήσω.
Ας είναι,
της θάλασσας και του αγέρα
γιατί εγώ μόνο σαν όνειρο
μπορούσα εσένα.
Atop the shrimp
tomato and bacon gravy
and grits
French toast and wheat
Sourdough toasted
Omelette Creole
with beef and spinach
Panic, not busy
Worker bees
diligent
There's that smile
I know a little Greek:
"Θα σε σκοτώσω"-
'I will kill you'
My neighbour’s kids
shout at each other
All love Greece
Long Live the 60's
Sex, Sand, Sun
Spicy Food
Tasty people
A system to sit down
only if you're altogether
So many people
so little space
so little time
Warm space and a bit
of vanity
Walls covered with mirrors...
We couldn't wait anymore
for you
We ate
And as we emerge
laughter and filled bellies
you appear jumping
clear blue skies
proud sun
Long lost trip
around the city
two hours earlier
you could have
enjoyed with us
Breakfast...