Thursday, December 18, 2003

Μερικές φορές κοιτάζω τον κόσμο μέσα από αυτά τα μάτια σαν νεκρός.
Νοιώθω κορμί μαραμένο, μα τα μάτια καταγράφουν τις πολύχρωμες εικόνες μια ζωής Άσπρου – Μαύρου!
Η Ζωή είναι γκρίζα, συνήθιζε να λέει ο Πατέρας μου.
Μα εγώ έχω δεν την είδα ποτέ.

Σκιές πάνε κι' έρχονται...
Σκιές Ανθρώπων εμφανίζονται από μακρυά και σιγά – σιγά ξεθαρρεύουν και πλησιάζουν...
Πλησιάζουν μόνο για να χαθούν μετά αμέσως!
Και οι σκιές ξεθωριάζουν χτυπημένες από βροχή και χιόνι, αέρα και χαλάζι.
Σκιές του σήμερα, του χτες, του αύριο
Σκιές που κινούνται σε χρόνους ενεστώτα, παρακείμενου και μέλλοντα

Και εγώ... Και εγώ, διαβαίνω ανάμεσα τους χωρίς τίποτα να με αγγίζει!

Monday, November 17, 2003

17/ΝΟΕΜΡΗ/2003

Για σένα πέσανε τριάντα χρόνια πριν κορμιά κυπαρισσένια
Παιδιά ηλικίας ετών 17 που είχανε κορμιά σένια
Για σένα πέσανε τριάντα χρόνια πριν

Τι κι’ αν εκείνοι τοτε δώσανε αίμα και ψυχή;
Τι κι’ αν θυσιάστηκαν στο βωμό των ιδεών τους;
Τι κι’ αν πήγαν όπως κάποτε σαν τα πρόβατα μέσα στους λύκους;

Σήμερα κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν θυμάται.
Προσωπικές δοξασίες μόνο και ομαδικά ευφυολογήματα,
Σκιάζουν τον αέρα σου.
Ανώτερα Συμφέροντα ενός αόρατου “Status Quo”
Σκίασαν το αίμα και τις ψυχές τις θυσιασμένες στο βωμό σου,
Για Ζωή.

Και σήμερα; Σήμερα τι;

Εγώ δεν έχυσα σταγόνα αίμα!
Εγώ δεν πάλεψα ποτέ για τίποτα!
Εγώ δεν αντιστάθηκα ποτέ ενάντιας σε τίποτα!

Είμαι εγώ άξιος κοινωνός σου;
Είμαι εγώ άξιος κοινωνός των;
Είμαι εγώ άξιος να στέκομαι εδώ, να σε βλέπω, να δακρύζω, να σε υπηρετώ;

Αχ! Εσύ πατρίδα μου γλυκειά!
Πόσο ακόμη πρέπει να υποφέρεις από τα παιδιά σου;
Πόσο ακόμη πρέπει τα χώματα σου να βαφτούν με αίμα;

Αχ! Εσύ πατρίδα μου γλυκειά!
Πότε θα πιεις το αίμα;
Πότε να θυσιαστώ, να σε χάσω, να χαθώ, να λυτρωθώ;

Saturday, November 15, 2003

Χαμένος στο σώμα του βυθού, ψάχνω,
Ψάχνω να βρω το δικό μου το σώμα...
Κοιτάω ψηλά και βλέπω έναν ήλιο αφέντη!
Ο Ήλιος με κοιτάει και σαν μεγάλος Πατέρας με αινεί,
Με αινεί να κινήσω σαν Οδυσσέας,
Σαν Οδυσσέας να ανοίξω πανιά για ένα ταξίδι αβέβαιο.
Στο σώμα σου, στο σώμα μου, στην ένωσή μας.
Θωπεύω τις μυσταγωγικές, σαγηνευτικές, λάγνες καμπύλες σου και χάνομαι...
Χάνομαι σ’ενα ταξίδι αστρικό...!
Μια φύση χωρισμένη, διαλυμένη στα μυστικά στοιχεία της
Αφήνω το κορμί μου και γίνομαι αίσθηση, ενέργεια,
Σε διαπερνώ, σε γεύομαι, σε ερωτεύομαι.
Για να ξαναγυρίσω πίσω στο κορμί μου
Και να νιώσω την αίσθηση της αφής μου, να στάει από τις καμπύλες σου σταγόνα – σταγόνα .
Η τελευταία σταγόνα όταν πέσει το όνειρο θα τελειώσει.
Μα τότε εγώ θα σε ξαναγευτώ με την γεύση, την οσμή, την όψη.

Και σαν τελειώσουν και τούτα τα όνειρα,
Κι’ δυο θα ‘χουμε τελειώσει.
Η στιγμή μας στο σήμερα, θα γίνει στιγμή για αύριο.
Λαχτάρα να ζήσω άλλη μια μέρα να σε ονειρευτώ με τις αισθήσεις μου.

Sunday, October 26, 2003

Κόκκινα γαρύφαλλα
Φωτίζουν έναν υγρό τάφο,
Ουίσκι και λογής ποτά
Ραίνουν τον τάφο τούτο.

Τον τάφο της ψυχής μου...
Καπηλειά και Τεκέδες
Γίνανε η μόνιμη συντροφιά
Κι’αν κάποιος πει κάτι
Ας ετοιμαστεί
Ας ετοιμαστεί,
Να δει το Χάρο με τα μάτια του
Λίγο αλκοόλ να σβήσει τους πόνους,
Να νερώσει το αίμα...

Thursday, October 16, 2003

Κάποτε ένας ληστής αγάπησε
Μια πριγκιποπούλα των ξωτικών τού ‘κλεψε την καρδιά
Για πρώτη φορά
Μα εκείνη ήταν ξωτικό και εκείνος ληστής
Μια αγάπη δίχως νόημα, δίχως αύριο θα λεγε κανείς
Κι’ όμως μια φορά στα χίλια χρόνια
Όταν τα στοιχειά αφήνουν τους τάφους τους
Και τ’ αηδόνια κελαηδούνε με ανθρώπινη λαλιά
Γίνονται πράματα θαυμαστά που κανείς δεν τα πιστεύει
Για μιαν Αγάπη αληθινή, μιαν Αγάπη άμωμη
Μιαν Αγάπη δίχως ουτ΄ενα ψεγάδι
Κι’ έτσι πήρε ο ληστής την κλέφτρα της καρδιάς του
Κι’ η πριγκίπισσα τον Βασιλιά των ονείρων της
Μα κι΄ομως ακόμα κι’ετσι,
Μελανά της μνήμης τα χώματα
Κόκκινα στο αίμα της αγάπης τα στρώματα
Τι κι’ αν ζήσανε μαζί δυο αιώνες και δυο χρόνια;
Τι κι’ αν δώσανε όρκους αιώνιας αγάπης;
Ήρθε μέρα μελανή και έσβησε...
Έσβησε μνήμες και όρκους
Σαν το απαλό αεράκι, ένα κερί
Και σαν τυφλοπόντικας που σκαλίζει κήπους
Σαν διαφθορέας του εχθρού εκείνη τρύπωσε μεταξύ τους...
Αίμα κύλησε να ξεπλύνει του πάθους την πνοή,
Της ζήλιας τη μαχαιριά
Και σαν να ‘ταν χτες, σαν να ‘ταν τώρα
Θρηνούσε ο κλέφτης που κάποτε υπήρξε πρίγκηπας
Την πριγκίπισσα που κάποτε υπήρξε κλέφτρα.

Sunday, October 05, 2003

Περιπατητής μέσα στη νύχτα
Νύχτα που σκεπάζει τα θολά...
Τα θολά και απαίσια όνειρά μας

Μήπως είναι η Αγάπη;
Μήπως είναι ο Έρωτας;
Ή μήπως το Πάθος;

Να οδηγήσει του ανθρώπου το χέρι,
στον ίδιο του τον εαυτό μαχαίρι.
Ποια όνειρα, Ποιες σκέψεις,
είναι αυτές που αποζητούν τη νύχτα
να τις σκεπάσει;
Τη νύχτα να τις θάψει,
και στα μάτια της ψυχής να τις κάψει;

Μήπως είναι η Αγάπη;
Μήπως είναι ο Έρωτας;
Ή μήπως το Πάθος;
Που σκοτεινιάζει του ανθρώπου την ψυχή;
Κι’ αν είναι το μίσος,
Κι’ αν είναι του χωρισμού η θλίψη,
Τότε ποια είναι η λύση;
Ποια είναι η κάθαρση;

Ονειροπεριπατητή εσύ των ψυχών,
Πρίγκηπα της Νύχτας,
Πάψε!
Σφράγισε της σκέψης τα μονοπάτια και ησύχασε στο φέρετρο,
που με τόση μαεστρία για τον εαυτό σου έχτισες.
Σπασμένες ακρογιαλιές
Τρυφερές καφέχρυσες αμμουδιές
Αν τις πατήσεις χάθηκες
Αν δεν τις περάσεις δεν θα φτάσεις ποτε
Τι είναι η Αγάπη;
Τι είναι ο Έρωτας;
Σάμπως υπήρξαν ποτε;
Τα μάτια μου με γελάνε
Οι αισθήσεις, – παραισθήσεις του μυαλού στη ροή της αναζήτησης
Αν ποτε ερωτεύτηκες και αγάπησες
Τότε προχώρα τίποτα δεν σε φοβίζει.

Friday, October 03, 2003

Ματωμένα ερείπια περνάνε κάτω από τα πόδια μου
Αέρινη σκιά μου
Περιπλανιέται σε ματωμένα χώματα
Σε χρόνο αλαφροΐσκιωτων και ξωτικών...

Περνάω στο κόσμο των Σκιών για να
Κρύψω τη γύμνια μου
Σκέψεις θολές υπό το φως,
Ξένων Ιαχών και ενός ΘΕΟΥ Προδότη
Μόνη συντροφιά στην ξεσκισμένη μου Ψυχή,
Μια μποτίλια ουίσκι και ο οίνος Του ΘΕΟΥ.

Σκέψεις βγαλμένες σε μια νύχτα ψεύτρα

Και
Μια μέρα που σκοτώνει...

Κάποτε μου ‘πες Σ’Αγαπω!
Και
Το Θυμάμαι ακόμη!

Καληνύχτα, Πεντάμορφη αγαπημένη των ονείρων μου!
Σ’Αγαπω και ‘γω όπως παντα!

Tuesday, September 30, 2003

Για τα νιάτα της τρέλας ή της τρέλας τα νιάτα

Με οίνο σκοτώνω τον εαυτό μου
Εσύ που με δικάζεις γονεϊκή μορφή
Τώρα και από μακριά
Ήσουνα κάποτε,
Φωτιά του παιδιού μέσα μου.

Με ξέκοψες από την φωτιά σου
Αρνήθηκες,
Τη σάρκα και το πνεύμα μου.

Και σαν προσπάθησα ξανά
Οι απαντήσεις σου,
Ήταν ακόμη πιο δυσβάσταχτες.

Αρνήθηκες τα χάδια, τα φιλιά μου.
Αρνήθηκες την αέναη φροντίδα μου για σε καλή μου.
Και τώρα μονή μακριά, εκεί πέρα από τη θάλασσα,
Πικρή ενθύμηση στην καρδιά μου, ένας έρωτας
Μιας ηδονής που πέθανε.

Πεθαίνει άραγε ο Έρωτας;
Πεθαίνει άραγε η Αγάπη;

Γλυκιά μου, νοσταλγική μου, Ενθύμηση
Τώρα εγώ σε βλέπω σαν σε γυαλί,
Στις ταινίες της μνήμης μου.

Κι’ ακόμα και τώρα, ακόμα και τώρα νοιώθω και ακούω...
Η παγιδευμένη σου ηχώ βάζει πάλι το κεφάλι μου σε τάξη.
Ακόμα σε ακούω να μιλάς:

Ανευθυνότητα
ΠΡΑΞΗ
Ωριμότητα
ΠΡΑΞΗ
Παιδί
Ωριμότητα
ΠΡΑΞΗ
Κατανόηση
ΠΡΑΞΗ
Αγάπη (;)
ΠΡΑΞΗ
Έρωτας (;)
ΠΡΑΞΗ

Γλυκόπικρη μου εσύ ηχητική και μορφική ενθύμηση,
Δικάζεις και τώρα τα ιδία λάθη με τότε...
Πόσο δίκιο και πόσο άδικο έχεις...
Αχ Αγάπη μου και να ξερές.
Κι’ αν είχα μια ελπίδα, τώρα η αυτοχειρία μου, τις παίρνει όλες μακριά.
Σ’ έχω για πάντα χάσει περσινέ μου έρωτα.

Και σαν τα λόγια αυτά διαβάσεις, αν ποτέ καταλάβεις,
Και δεν αναλύσεις θεωρίες λόγιων πάνω στο κορμί τους όπως πάντα,
Ίσως δεις και εμένα, ίσως ...

Monday, September 01, 2003

Ο σταθμός 4

Οι σκηνές των σταθμών πάντα μου έλκυαν μια ιδιαίτερη έξη... Ανθρωπινή μα και συνάμα επιστημονική, περίεργη.
Αυτά τα φιλιά, άλλοτε με δάκρυα, άλλοτε χωρίς στα μάτια, ήταν πάντοτε το clue του αποχωρισμού. Οι παρατεταμένοι εναγκαλισμοί εις απόδειξη της αγάπης και της μη θέλησης, δήθεν τις περισσότερες φόρες να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον είναι πάντα κάτι που μου κέντριζε την περιέργεια...


Όχι, δεν έκλαιγα στους αποχωρισμούς, εσύ πάλι πάντα.


Το βρίσκω χαζό να κλαίει κάνεις στους αποχωρισμούς. Τα πράγματα στους σταθμούς έχουν την ιδία τελεσιδικότητα που έχουν και τα πράγματα στις κηδείες... Αυτός που φεύγει όταν πλησιάσει την αποβάθρα του πλοίου, τα σκαλιά του λεωφορείου ή του αεροπλάνου, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει με την τελεσιδικότητα που οι άνθρωποι δεν ξυπνούν από τον τάφο τους... Η Hollywoodιανες σκηνές όπου αυτός που φεύγει παρατάει το αεροπλάνο, τα τριακόσια ευρώ που έχει δώσει και την καριέρα του για να γυρίσει στα χεριά αυτού που μένει πίσω δεν υφίστανται στην ζωή. Η φύση έχει σαφή αίσθηση του τέλους και του χρονικού προσδιορισμού του. Οι άνθρωποι πάλι όχι... Δεν υπάρχει λόγος για την κατανάλωση υπέρογκων ποσών ενέργειας για κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις πως ο Λάζαρος θα σηκωθεί από τον τάφο του αν ξέρεις, πώς θα αντιμετωπίσεις μια περίπτωση νεκροφάνειας ή αν δεν είσαι ο Χριστός... Και πιστέψτε με οι περισσότεροι δεν είναι.


Το νόημα είναι να μην φτάσεις ποτέ στον σταθμό ή στον τάφο, από εκεί που θα μπεις στην διαδικασία του, να αρχίσεις το ταξίδι σου προς τα εκεί, δεν υπάρχει ούτε γυρισμός, ούτε αλλαγή σχεδίων. Όταν φεύγεις, έφυγες... Η φύση άλλωστε έχει προγραμματίσει τόσα ταξίδια για τα όντα γύρω της...


Τα Χελιδόνια φεύγουν το χειμώνα και ξανάρχονται την άνοιξη, το ίδιο και αλλά αποδημητικά πουλιά...
Ο Σολωμός ταξιδεύει κάθε χρόνο αμέτρητα χιλιόμετρα για να γεννήσει τα αυγά του σε θερμά νερά το ίδιο κάνουν και χιλιάδες αλλά ψάρια των βορείων θαλασσών...


Όταν το ταξίδι ξεκινήσει καμία δύναμη δεν μπορεί να το εκτρέψει προς τα αλλού παρά η δύναμη ενός άλλου ταξιδιού...
Αν είσαι ταξιδιάρα ψυχή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθησυχάσεις το πνεύμα σου, πέραν του ταξιδιού, είναι κάτι σαν ναρκωτικό της ψυχής... Εγώ είμαι έτσι... Δεν έχω την κάρδια ενός μεγάλου ποντοπόρου, μάλλον όχι, αν και θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά την πρόσκληση σε μια εξερεύνηση του διαστήματος... Πάραυτα θεωρώ ότι αποζητώ το ταξίδι για δικούς μου προσωπικούς λόγους...


Βλέποντας τους ανθρώπους να αποχαιρετίζονται στους σταθμούς πάντα τους λυπάμαι και ταυτόχρονα τον εαυτό μου. Αυτοί ζουν κάθε μέρα με την ελπίδα ότι αυτός που περιμένει, θα περιμένει και αυτός που έφυγε θα γυρίσει αλώβητος, εγώ πάλι είχα αποφασίσει εκ των πρότερων ότι αυτός που θα φύγει έχει μικρές πιθανότητες να ξαναγυρίσει και αυτός που μένει ξέχνα πολύ εύκολα... Ίσως αυτό να ήταν και το μεγαλύτερο μου λάθος... Δεν δάκρυσα ποτέ σε σκηνή αποχωρισμού η κάρδια μου όμως και η ψυχή μου πάντα οδύρονταν χωρίς την συμβολή του λογικού κομματιού... Θέλω να πιστέψω πως τα ταξίδια είναι πηγές γνώσεις για την ψυχή και το νου, χρώματα που δίνουν μια διαφορετική γεύση στο φαγητό του νου των ανθρώπων... Όχι, δεν μετανιώνω για τα ταξίδια μου! Ναι!, αν με ρώταγε ένας ψυχαναλυτής, η απάντηση θα ήταν "Ναι" διακατέχομαι από τάσεις φυγής αλλά όχι με την στενή ψυχαναλυτική έννοια... Δεν με πιάνει πανικός σε κοινωνικές συγκεντρώσεις ή άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και το βάζω στα πόδια, Όχι, Όχι έτσι... Όμως, η αλήθεια είναι ότι νοιώθω μετά από ένα διάστημα παραμονής σε κάποιο χώρο και γνωριμίας με τις διαδικασίες και τους ανθρώπους απίστευτη βαρεμάρα... Αυτό με ωθεί να αλλάξω περιβάλλον και καταστάσεις... Δεν μπορώ στην σκέψη ότι τα πράγματα γίνονται συνήθειες που παγιώνονται στο χρόνο και στο χώρο του ατομικού μου εαυτού... Η συνήθεια για μένα είναι η απόδειξη της χαμένης ψυχής του αγωνιστή και αυτό είναι κάτι που δεν με ελκύει... Δεν διαφωνώ με την ύπαρξη κάποιων διαχρονικών συνηθειών ή ρουτινών σε υλικό ή χρονικό επίπεδο, για παράδειγμα το τσιγάρο ή το γεγονός ότι πάντα κάνω μια ώρα στο μπάνιο, γιατί κάτι τέτοια πράγματα αποδεικνύουν κατά ένα μέρος και αποτελούν την προσωπική σου πολιτισμική ταυτότητα αλλά όταν τα μέρη και οι άνθρωποι γίνονται μέρος ενός συνηθεισιακού καθεστώτος το όποιο παγιώνει ένα αδιαμφισβήτητο μοντέλο και μοτίβο σκέψης και δράσης σε βαθμό που οι κινήσεις μέσα στο χώρο και στο χρόνο να γίνονται προβλέψιμες αυτό σημειώνει την αρχή το τέλους της πραγματικής ζωής... Αυτό είναι κάτι που δεν το θέλω... Τα ταξίδια αποτελούν τον τρόπο να ανθίσταμαι σε μια τέτοια κατάσταση...


Όπως λέει και ο λαϊκός τροβαδούρος, σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι!

Saturday, August 16, 2003

Παλιά ρυάκια που τώρα με την ωριμότητα γίνανε ποτάμια κυλάνε σε νέες θάλασσες.
Παλιές θάλασσες που γίνανε ωκεανοί και πέλαγα βαθιά εμπλουτίζονται από νέα ρυάκια.
Οι αναμνήσεις είναι περίεργα πράγματα, πολλές αναμνήσεις χαράσσονται στο μυαλό και στη ψυχή σου, άλλες σου σημαδεύουν και τη σάρκα.
Θυμάμαι μια φόρα με ένα φίλο έσπασα το τζάμι ενός αυτοκίνητου...Τα κομμάτια πετάχτηκαν και μου χάραξαν την καρδιά...Το τραύμα ακόμα πονάει.
Θυμάμαι μια φόρα μια κοπέλα με ρώτησε γιατί κουβαλούσα πάντα πάνω μου ένα μαχαίρι της είπα πως είναι για την πρώτη γυναίκα που θα με αρνηθεί, να κόψω τις φλέβες μου. Την επόμενη μέρα μου είπε Όχι. Ακόμη στάζει αίμα το μαχαίρι.
Θεματοφύλακας της πίστης για καιρούς αλλοτινούς. Τα πρόσωπα γύρω μου αλλάζουν, όμως οι αναμνήσεις που κουβαλάει η ενθύμηση τους είναι τώρα η ίδια όπως και στη γέννεση της, και είναι τώρα πιο δυσβάσταχτη από ποτε.

Friday, August 15, 2003

Νυχτερινές σκέψεις καιρού αλλοτινού
Βράδια μεσάνυχτα στη θάλασσα της καρδιάς μου
Η Θάλασσα είναι όμορφη...
Τα βουνά την κυκλώνουν,
και η Θάλασσα μοιάζει με λίμνη.
Σαν εκείνες που βλέπαμε στα βόρεια...

Ήρεμη και λαμπερή σαν τα μαλλιά της βασιλοπούλας
Στο χρώμα, γαλαζοπράσινο στις ακτές, βαθυγάλαζο στα βαθειά.
Αχ η Θάλασσα της καρδιάς μου, πόσο με ηρεμεί!

Thursday, August 14, 2003

Θλιμμένα πουλιά στις επάλξεις του αύριο
Χαμένα μου νιάτα, ταινία στα ματιά μου
Καλημέρα ζωή μου, Αντίο εαυτέ μου!

Στις επάλξεις του αύριο κουρασμένα τα μάτια μου
Ατενίζω, γράφοντας σε μια θάλασσα ανοιχτή δίχως πνοή
Αέρας δροσερός, το καράβι γρήγορο, το ταξίδι μας σύντομο
Σαν κι’ εμάς ...Κι’ εμείς πιο σύντομοι από ποτέ, πλέουμε...
Ατενίζω, γράφοντας την πλωτή μας θάλασσα, στιλπνή επιφάνεια δίχως πνοή...

Νύχτα γιομάτη θαύματα, Νύχτα γιομάτη μαγιά! (βλ. Διονύσιος Σολομός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)
Μα η θάλασσα σκοτεινή, γαλαζόμαυρη.
Μια γέφυρα να μας ενώσει να περάσει τις θάλασσες να μας φέρει πιο κοντά αυτό θες, αν το θέλουμε;

Πατρίδα μου γλυκεία, αγάπη μου και οικογένεια μου,
Ποιες θάλασσες χωρίζουν, ποιες γέφυρες ενώνουν;

Ελαφρό μελτέμι στη θάλασσα ξεπλένει τις αμαρτίες
Κλείνω τα ματιά και χάνομαι στη θεία γαληνή

Θάλασσα γαλαζόμαυρη, εικόνα σταθερή, δροσερό αεράκι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά...

Sunday, August 03, 2003

Γυναικεία κορμιά σε συννεφιασμένη παραλία,
Προκαλούν τα παιχνιδίσματα τους ,
Τον ήλιο για να βγει …

Μα εκείνος κρυμμένος πίσω από το γκρίζο πέπλο του θαυμάζει τα λυγερά κορμιά…

Friday, August 01, 2003

Νεκρά τα πρόσωπα, νεκρά φιλιά χαϊδεύουν την άμμο
Θείες μελωδίες σε μια πομπή θανάτου ακούγονται
Ο φόβος μεγαλώνει μαζί και η απόσταση
Ένας πίνακας σε θυμίζει, κρεμασμένος στο πατρικό
Δείχνει την φυγή σου ή μήπως ήταν πάντα δική μου και ποτέ δεν το κατάλαβα;

Τώρα όμως νοιώθω, τα πρόσκαιρα, τα πάντα βαρετά
Αν ήταν πριν ξεγελούσα εμένα, Το Τίποτα, με τα ευγενή σου συναισθήματα, τώρα;
Τώρα βουλιάζω στο τίποτα, βαμμένο σε πέπλο cinema
Και το κορμί που χαιρότανε τα δικά σου πάθη,
Και τον άσβεστο πόθο σου, τώρα το χαίρεται η σήψη και η αποκάρδιωση.

Πεθαίνουν ένα ένα τα κύτταρα μου,
Και ο εγκέφαλος κοιμίζεται σε λάγνα λήθη ακόμη πιο βαθειά.
Αν ζήσω λίγο ακόμη, θα πεθάνω!

Μονή Πηγή ανανέωσης η αέναη φλόγα του Φοίνικα Δημιουργού.
Τώρα πρέπει να τον βρω ...αλλιώς δεν έχω περιθώρια...

Monday, June 30, 2003

Στο πλοίο για Πάρο Ιούνιος – Ιούλιος 2003 – Κείμενο 2

Ομίχλη πυκνή σκεπάζει τη διαδρομή.
Το πλοίο σκίζει την ομίχλη εύκολα.
Και εμείς ταξιδεύουμε ανέμελα.
Όλοι; Όχι...

Εμένα το μυαλό μου ταξιδεύει στη δικιά σου ομίχλη.
Όσο απλώνεται ένα πλοίο στη θάλασσα, τόσο η ομίχλη σου απλώθηκε στο πνεύμα μου.
Ομίχλη αγάπης; Ομίχλη μίσους;
Ομίχλη καταδυνάστευσης.

Ομίχλη που θολώνει τα μυαλά και την κρίση...
Είναι αγάπη, είναι πόθος, είναι μισός, Τι;

Στο πλοίο για Πάρο Ιούνιος – Ιούλιος 2003 – Κείμενο 1

Τα πρωινά σου χείλη,
Σκουπίζουν τον βραδινό μου ιδρώτα.
Ξημέρωσε και ξύπνησες πάλι διπλά μου.
Σ’ Αγαπώ!
Καλημέρα!

Χτες είδα πάλι εφιάλτη.
Γι’ αυτό ο ιδρώτας, γι’ αυτό τα φιλιά ανάγκη.
Ξύπνησα λέει ένα πρωινό και έλειπες.

Τότε πέτρωσα, έγινα στήλη άλατος, ίδια η γυναίκα του Λώτ.
Όμως τα δικά μου μάτια δεν εγνώρισαν καμία θεϊκή καταστροφή, μόνο την απουσία σου από το πρωινό μου ξύπνημα.
Είναι μήπως τούτο θεϊκή καταστροφή ή είναι που Σ’ Αγαπώ τόσο;

Και μετά όμως το όνειρο δεν τελείωσε...
Αέρας φύσηξε και σιγά, σιγά το κορμί μου διαλύθηκε σε σκόνη.
Από στήλη άλατος σκόνη στον Χρόνο με τον αέρα.
Και από τα κομμάτια μου, άλλα κατέληξαν στο χώμα, άλλα στη θάλασσα και άλλα συνέχισαν το ταξίδι τους με τον αέρα.

Τελευταίο κομμάτι, η ψυχή μου κατέληξε στη φωτιά.
Μια φωτιά όμως γνωστή, πολύ γνωστή...

Κι’ όταν καιγόταν η ψυχή μου, τότε κατάλαβα.
Είχε πάλι καταλήξει σε ‘σένα, να πεθάνει.
Φωτιά, του θηλυκού κορμιού σου καίει την ψυχή μου, με γεννά από το χρόνο στο Χρόνο, από τις τρεις διαστάσεις στις τέσσερις.

Εκείνο το πρωινό μετά τον εφιάλτη, μου είπες: Σ’ ΑΓΑΠΩ!
Μετά έφυγες.
Δεν Ξανάρθες ποτέ πια.

Αν πέτρωσε κάτι, σίγουρα δεν ήμουν εγώ, γιατί σήμερα ζω για να σου γράψω.

Τα λόγια σου όμως, αφήσαν στον τοίχο του σπιτιού, μιαν αύρα αέναη, που ακόμα και σήμερα μερικά πρωινά με ξυπνάει γλυκά και μου λέει: Σ’ ΑΓΑΠΩ!

Sunday, June 15, 2003

Στα φοιτητικά τα χρόνια που πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν.
Στην ζωή μας που τελείωσε και μόλις τώρα αρχίζει.

Σε αυτά που κάναμε, που δεν κάναμε και αυτά που δεν κάναμε ενώ έπρεπε να κάνουμε.
Σε αυτά που ζήσαμε, που δεν ζήσαμε και αυτά που δεν ζήσαμε ενώ μπορούσαμε να τα ζήσουμε.

Σμιλλευμένη από πέτρα, Γαλάτεια.
Όνειρα, έρωτες και σχέδια χρόνου μέλλοντος σε έναν αγώνα για ζωή που μόλις τώρα ξεκινάει.

Στον αγώνα μας για τη ζωή και στα παιδικά μας όνειρα που ίσως κάποτε να βγουν αληθινά.

Εμπειρίες ζωής, στον κόρφο ζωσμένες, φίλων φυλαχτά και φυλαχτά φίλων.
Καλής τύχης, ευχή δοσμένη στο χτες το τώρα και το μετά.

Φύλακας άγγελος, προσπάθεια ζωής.
Χρόνια και άλλα να περάσουν,
όνειρα και σκοποί να αλλάξουν,
ζωή και θάνατος να ενωθούν,
φίλοι και εχθροί να γίνουν ένα,
αυτά παλιά και τούτα τώρα να δώσουν,
θάρρος στον φόβο του αγνώστου.

Νερό της λήθης να μην πιεις, τίποτα να μην ξεχάσεις,
γλυκόπικρες στιγμές στο ταμπλό της ζωής.

Πορεία ανθρώπου μοναχική.
Φίλοι, εμπειρίες και χρόνος ζουν πάντα εκεί στα ψηλά.
Ιστορίες παλιές φανάρια στο αύριο.

Πορεία ανθρώπου μοναχική.
Μα η ενθύμηση γιατρεύει.
Παλιές συνήθειες σε χρόνο παρελθόντα.
Δεσμοί καρδιάς σε χρόνο μέλλοντος.

Πορεία ανθρώπου μοναχική.
Μα όσο θυμάσαι πορεύεσαι.

Tuesday, April 15, 2003

Δύο κείμενα Βιέννη Μόναχο με την ποίηση του Ελύτη και του Μπιθικώτση τη φωνή - Κείμενο 1

Εμείς δεν έχουμε ξεπλύνει τα χέρια μας με λερωμένες επαναστάσεις.
Εμάς μας νέρωσαν το αίμα μας με χρώματα και αγαθά, έγινε το πετσί μας λάστιχο και το τρυπάμε για να το νιώσουμε.

Τι να καταλάβεις;
Ψυχές που δεν πολέμησαν και τα βρήκαν μασημένα.
Αν δεν έχεις γευτεί το αίμα της επαναστάσεως, αν τα χέρια σου δεν έχουν βουτηχτεί στην ακαθαρσία σου για να τραβήξουν την ζωή των πολλών ...

Τι να καταλάβεις;
Τίποτα δεν έφτιαξα, όλα τα βρήκα γκρεμισμένα
Ο απόηχος των των προδομένων εραστών κάτι δεκαοχτάρηδων και μιας γριάς ετών 76.
Ο απόηχος μιας κόκκινης ιδεολογίας με μπλε τσέπες, κι’ ενός πάτερα – φοιτητή που τώρα μαθαίνει στο γιο του πως να προδίδει εκείνα που εκείνος πρόδωσε πρώτος.
Δεν έφτιαξα τίποτα, δεν έχω να πω τίποτα.
Βούτηξα στη θάλασσα της άνεσης που μου δώσανε και χάθηκα.
Δεν έφτιαξα τίποτα, ότι βρήκα φτιαγμένο το διέλυσα και το έφαγα, ότι βρήκα διαλυμένο το αποτελείωσα.

Τι να καταλάβεις;
Από ανθρώπους που τους μαθαίνουν να γκρεμίζουν αυτά που ποτέ δεν έχτισαν.

Τι να καταλάβεις;
Δεν έφτιαξα τίποτα και δεν θέλω να ξέρω...

Δύο κείμενα Βιέννη Μόναχο με την ποίηση του Ελύτη και του Μπιθικώτση τη φωνή - Κείμενο 2

Δικαιοσύνη εγώ που θα βρω;
Πως να φτιάξω κάτι πάνω στο τίποτα;
Εγώ Δεν έφτιαξα τίποτα.
Δεν ξέρω να φτιάχνω τίποτα, μόνο να τρώω.
Λευκό Χαρτί άγραφο, «Tabula Rasa»
Δεν ξέρω, θέλω να μάθω.
Οι παλιοί χαμογελάνε καθώς τρίβουν τα χέρια τους με ευχαρίστηση:
«Θα βρεις τον τρόπο είσαι καλός εσυ»
Έτσι Λέτε; τους ρωτάω.
Μα απάντηση τόσα χρόνια δεν πήρα.
Πως να ξέρω εγώ αν κανείς δεν μου δείξει τίποτα;
Τον τρόπο του Ήλιου τον βρήκα μόνος μου. Ο Δρόμος του Δημιουργού.
Έχω ανάγκη το φως. Θέλω να δοθώ σε αυτό.
Όπως το λευκό Περιστέρι, όπως οι λευκές κορφές των νησιώτικων σπιτιών, όπως ο Ψηλορείτης.
Δικαιοσύνη εγώ που θα βρω;
Θυμίαμα και θυσίες σε έναν άγνωστο θεό, χρώμα πράσινο.
Όχι, όχι μη με λησμονείς ψυχή μου, μη με λησμονείς.
Μοντέρνοι θεοί και δαίμονες θα παρελάσουν μπροστά μου και για ένα ξερολούκουμο ντυμένο σε ασήμι και χρυσό, θα μου ζητήσουν την ψυχή μου.
Βοήθεια φωνάζω μα οι παλιοί απλά κοιτάνε.
Πάνε αυτοί τελειώσανε.
Έχουνε τελειώσει εδώ και καιρό μα κανείς δεν το βλέπει.
Χαμένοι, χάθηκαν οι παλιές επαναστάσεις, βούλιαξαν στο βόθρο.
Χάθηκαν και οι παλιοί φίλοι.
Πλέον ούτε οι φοβέρες ούτε τα αίματα δεν θα τους φέρουν πίσω.
Δικαιοσύνης Ήλιε, εγώ που θα σε βρω;
Μόνο σε ποιήματα και μαυρισμένες ψυχές.
Με έχεις λησμονήσει, μα εγώ σε θυμάμαι κάθε μέρα και περιμένω ποτε θα αναστηθείς να φωτίσεις πάλι το δρόμο μας. Εγώ πορεύομαι στο δρόμο σου, το φωτεινό, το δημιουργικό.
Περιμένω ποτε εσύ θα πορευθείς μαζί μου, με τους άλλους, στο ίδιο στρυφνό και κατάκρημνο μονοπάτι.