Την σκάλα τ’ ουρανού ανέβηκα,
Περπάτησα.
Μα δεν τα κατάφερα.
Ούτε μισή ώρα δρόμος,
Και πάλι πίσω.
Τις πύλες τις φυλάγανε,
Μεταλλικά θηρία.
Χωμένα στο χώμα,
Περιτριγυρισμένα από δάσος άγριο.
Ανέβηκα
Μες’ απ’ το άγριο δάσος.
Βάδισα
Στο τραχύ το χώμα.
Τραχύς ο Δρόμος,
Μα γλυκιά η πορεία.
Και από πάνω ο Ουρανός θλιμμένος,
Μοιράζει απλόχερα,
«Αίμα και ύδωρ». Είπε κάποιος,
«Έχει πεθάνει».
Μα συνεχίζω να περπατώ,
Και όσο το πόδι πατάει πάνω στο χώμα,
Το Νοτισμένο από τη βροχή,
Τόσο μουσκεύει η ψυχή μου.
«Αίμα και Ύδωρ»
Και παρακαλώ να μην σταματήσει να βρέχει.
Καθώς κατέβηκα ένας άγγελος με χαιρέτησε.
Γέρος δίχως δόντια, μα τα φτερά του ολόλευκα.
Περιτριγυρισμένος ποιμένας από το ποίμνιό του.
Στη βάση με περίμενε γιορτή.
Αργάτες – άγγελοι, φύλακες των μεταλλικών θηρίων,
Χορό είχανε στήσει – ένα μεγάλο φαγοπότι.