Monday, March 26, 2001

Το νησί 1 - Η Πρόταση

Η νύχτα που σκέπαζε το νησί φαινόταν μαγευτική και κάτω από τούτη την ολοκληρωμένη πανσέληνο αυτός και εκείνη ταξίδευαν με μεγάλη λαχταρά για τη κρυφή παραλία πίσω από το κάστρο...

Για εκείνη ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπε ένα αληθινά τόσο ωραίο μέρος σαν ξεχασμένο από Θεούς και ανθρώπους λίγα μετρά από το Κάστρο Για εκείνον πάλι, ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που θα ξαναπήγαινε εκεί, αυτή τη φορά με κάποιον που πίστευε εκείνος ότι πραγματικά το άξιζε. Η τελευταία φορά είχε αποβεί άκρως τραυματική και η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να απασχολεί το μυαλό του με αυτή. Τώρα είχε αλλάξει... Χρόνια μετά από τότε και δυο χρόνια μαζί της είχε καταφέρει τόσο να αποδιώξει τον πόνο του όσο και να δώσει τη τελευταία πινελιά στη καριέρα του. Μαζί της είχε ξανά – ανακαλύψει τις χάρες και τις ομορφιές της ζωής. Την αγαπούσε, η μοναδική γυναίκα μετά από εκείνη την άλλη πριν τόσα χρόνια.

Εκείνη είχε φοβερό τρακ γιατί εκτός από το ότι θα την πήγαινε σε ένα μέρος αδιαμφισβήτητης ομορφιάς, ήξερε ακριβώς τι σήμαινε για αυτόν, αλλά διάβολε, την είχε αναγκάσει να κάνουν όλη την διαδρομή με κλειστά τα μάτια έτσι που δεν μπορούσε να δει τίποτα και δεν μπορούσε να καταλάβει που πήγαιναν. Πάραυτα, της είχε δώσει την άδεια να μιλάει και όποτε ήταν συνεχεία με μια ερώτηση στο στόμα πράγμα που ώρες – ώρες ήταν φοβερά εκνευριστικό.
Ακόμη και κάτω από αυτές τις συνθήκες όμως τον εμπιστευόταν απόλυτα. Δεν φοβόταν τίποτα με αυτόν διπλά της όχι πως ήταν δυνατός και ήξερε όλες τις πολεμικές τέχνες ούτε πως είχε τα εκατομμύρια των ονείρων και πρόσφερε οικονομική σταθερότητα άλλωστε, τα δυο προηγούμενα χρόνια που ζούσαν μαζί στο σπίτι, στην Αθηνά, παρότι εκείνος ήθελε και έλεγε ότι μπορούσε να καλύψει τα έξοδα μόνος του, εκείνη ποτέ δεν τον είχε αφήσει. Όμως ήταν κάτι άλλο, αυτή η απλή πολυπλοκότητα του, αυτή η ιδιαίτερη στάση του απέναντι στα πράγματα, η απόλυτη εμπιστοσύνη που της έδειχνε στις πιο τρελές και ανείπωτες στιγμές της έδινε την δύναμη να τον εμπιστεύεται απόλυτα, στο τέλος του κόσμου.

Για αυτό δεν την πείραζε που ήταν έτσι το ταξίδι άλλωστε ήξερε και εν μέρει κατανοούσε την μανία του να δίνει στα πάντα μια χροιά μυστικιστική και ξενική, αλλά μέσα της εμφώλευε το συναίσθημα ότι αυτή τη φορά θα ήταν τελείως διαφορετική από τις άλλες, κάτι της έλεγε ότι μετά το σημερινό η ζωή τους θα άλλαζε τελείως. Και εκείνος ενώ θα έπρεπε να κοιτάζει με μεγάλη προσοχή το δρόμο καθώς μέχρι την μικρή κωμόπολη που θα έμεναν ήταν κακοτράχαλος και γεμάτος στροφές, ψαχούλευε συνεχώς το δαχτυλίδι στην τσέπη του για να δει ότι ήταν εκεί. Είχε συνεχώς το φόβο ότι θα το έχανε κάπου ή θα το ξέχναγε όταν θα σταματούσαν για καφέ στο δρόμο. Όμως αυτό ήταν πάντα εκεί, μέσα στο άσπρο κουτί που το είχε αγοράσει παρέμενε στην τσέπη του λες και περίμενε καρτερικά την στιγμή ακριβώς που θα το έβγαζε... Το βραδύ, θα της έκανε την πρόταση το είχε αποφασίσει...

Σε λίγο έμπαιναν στην μικρή κωμόπολη του νησιού. Της το ανακοίνωσε και της είπε πως μόλις πάρκαρε θα μπορούσε να βγάλει το μαντήλι από τα ματιά της. Εκείνη το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και ανυπομονησία.

Πάρκαρε. Κατέβηκε από το αμάξι και πήγε στην άλλη πόρτα, της άνοιξε, την έβαλε απέναντι από το κάστρο και της αφαίρεσε το μαντήλι. Εκείνη άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της και έμεινε για λίγο σαν άγαλμα πλασμένο από το χέρι του θεού και όχι ανθρώπου. Το κάστρο ήταν επιβλητικό. Ένας μακρύς δρόμος απλωνόταν μπροστά τους μέχρι το κάστρο το οποίο φαινόταν να στέκεται στην άκρη της στεριάς πάνω σε έναν βράχο. Μα όχι, ήταν ως ολόκληρο να ήταν σμιλευμένο πάνω σε έναν θεόρατο βράχο... Ήταν σίγουρα μεγαλειώδες. Της είπε πως από εδώ και πέρα θα πήγαιναν με τα ποδιά και αν και πήγαινε ο δρόμος μέχρι την πύλη του κάστρου αυτοί θα ακολουθούσαν το καλντερίμι στο πλάι του δρόμου. Αυτό που έπαιρναν οι αρχαίοι μύστες για να φτάσουν στο ναό και από κει στην παραλία. Αυτό που έπαιρναν οι κλεφτές του ’21 για να ξεφύγουν από τους Τούρκους.

Περπάτησαν για αρκετή ώρα στην άσφαλτο μέχρι να βρουν το παλιό καλντερίμι το οποίο όντας παλιό και ξεχασμένο είχε γεμίσει αγριόχορτα και λίγο έλειψε να το χάσουν. Αλλά και αφού το πήραν, δεν έφτασαν στα ερείπια του ναού παρά κατά τις τρεις το βραδύ και πρέπει να είχαν ξεκινήσει κατά τις δέκα το βραδύ. Της είπε πως εδώ βρίσκονταν τα ερείπια του αρχαίου ναού που της είχε πει και πως η παραλία ήταν μόλις λίγα λεπτά παρακάτω αλλά εδώ θα έκανα μια στάση για να ξαποστάσουν και οι δυο. Αφού πέρασε κανά τέταρτο σηκώθηκε και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Έμεινε με το μαγιό του. Της είπε να κάνει το ίδιο. Εκείνη αν και παραξενεύτηκε δεν είπε κουβέντα, πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο εκστασιασμένο και αναψοκοκκινισμένο που δεν μπορούσε να του φέρει καμία αντίδραση. Έμεινε και αυτή με το μαγιό της. Της είπε πως για να φτάσουν θα έπρεπε να κολυμπήσουν λίγο γιατί η ακτή ήταν απρόσιτη από τη στεριά. Προχώρησαν λίγο μέχρι που ο ναός ενώνονταν με τη θάλασσα. Εκεί αυτός κοίταξε λίγο γύρω και αφού βρήκε μια τεραστία πέτρα που έμοιαζε να σκεπάζει κάποιο πηγάδι πλησίασε... Έβαλε όλη του δύναμη, εκείνη τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά, δεν τον είχε ξαναδεί να ξαναβάζει ποτέ τόση δύναμη σε κάτι. Η πέτρα μετακινήθηκε ελαφρά στην αρχή και μετά γρήγορα για να αποκαλύψει από κάτω μια σειρά σκαλιών που φαίνονταν να οδηγούν κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Γύρισε και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, εκείνη ρίγησε... «Έλα» τις είπε και τέντωσε το χέρι του. Εκείνη το έπιασε και τέντωσε το καλά γυμνασμένο πόδι της για να περάσει.

Πάνω από το μάρμαρο, μέσα στα μαρμάρινα σκαλιά. Άρχισαν να κατεβαίνουν μια μακριά, σκοτεινή και υγρή γαλαρία όλο σκαλιά. Ένοιωσε το βάθος της μέσα της κι’ όμως σφίγγοντας του το χέρι συνέχισαν να κατεβαίνουν. Τελικά έφτασαν σε μια μεγάλη αίθουσα η οποία σίγουρα ήταν κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Αυτό που είδε ήταν μαγευτικό. Στη σάλα που απλωνόταν μπροστά της υπήρχε μια πισινά στολισμένη με σκαλιστό μάρμαρο άσπρο και γυαλιστερό... Έμεινε λίγο να το κοιτάζει. Τότε τον είδε που είχε φτάσει στο χείλος της πισίνας και ετοιμαζόταν να πέσει μέσα. Πριν προλάβει να πει λέξη αυτός βούτηξε μέσα στα ήρεμα νερά. Αυτά αφού αναταραχτήκαν από το ξένο κορμί που έπεσε μέσα τους ηρέμησαν. Εκείνη περίμενε για λίγο και μετά άρχισε να πλησιάζει, φοβήθηκε, νόμισε πως... Αλλά ξαφνικά αυτός πετάχτηκε πάνω από τα ήρεμα νερά και αυτή τρόμαξε όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένη. «Έλα» της φώναξε «το νερό είναι πολύ ζεστό» και τέντωσε το χέρι του για άλλη μια φορά. Εκείνη σαν μαγεμένη το έπιασε και μπήκε στην πισινά. Ένιωσε λίγο βαριά αλλά το ζεστό νερό σαν απαλό χάδι της κύκλωσε το κορμί και εκείνη ένοιωσε τις αισθήσεις της να διαλύονται μέσα σε αυτή τη μικρή πισινά. Της εξήγησε πως το νερό είναι γλυκό αφού χρονιά τώρα χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί η πισινά γέμιζε με νερό από τις πηγές του βουνού. Της είπε επίσης πως για να φτάσουν την ακτή έπρεπε να κολυμπήσουν στον πάτο της πισίνας και από κει κάτω μέσα σε ένα υπόγειο τούνελ για λίγο και μετά από τη φυσική άνωση που θα είχαν όταν το γλυκό νερό ενωνόταν με το αλμυρό θα ανέβαιναν και πάλι στην επιφάνεια. Έτσι και έκαναν. Όταν ξανά – ανεβήκαν στην επιφάνεια εκείνη ένιωθε άλλος άνθρωπος. Κοίταξε γύρω της και της πηρέ λίγο για να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν μέσα σε μια ημιπροστατευμένη ακτή από μια μικρή σπηλίτσα. Το μέρος ήταν πράγματι όπως ακριβώς της το είχε περιγράψει. Απλά εκθαμβωτικό... Το λίγο φεγγαρόφως που έμπαινε από τις άκρες της σπηλιάς και ασήμιζε στα ήρεμα νερά της ακτής έκανε το σκηνικό ακόμη πιο μαγευτικό... Εκείνος είχε βγει ήδη από το νερό, εκείνη αφού σύνελθε από την μαγεία του τόπου τον ακολούθησε έξω από τα νερά. Της είχε γυρισμένη την πλάτη και πριν καν προλάβει να τον αγγίξει γύρισε αιφνιδίως την άρπαξε και τη φίλησε. Ήταν ίσως το πιο γλυκό φιλί που της είχε δώσει ποτέ μέχρι τότε... Εκεί κάτω από τη χρυσή και όχι ασημένια αυτή πανσέληνο τα κορμιά τους ενωθήκαν στην πιο τελεία ένωση... Σώμα και πνεύμα, σάρκα και ψυχή αγγελόμορφων πρωτοπόρων* που φλέγονταν από επιθυμία για την πανάρχαια και ολοκληρωτική ένωση στο πέρας του χρόνου και του χώρου... Τα κορμιά τους εκείνη την νύχτα έγιναν ένα δίχως άλλο...

Όταν σηκώθηκε το χάραμα ο ήλιος δεν είχε ακόμη ξεμυτίσει από το βουνό απέναντι. Είχαν ακόμη λίγο χρόνο πριν ο βασιλιάς ήλιος αφαιρούσε τη μαγεία του πρίγκιπα φεγγαριού. Την κοίταξε γλυκά όσο ποτέ και μεμιάς την χάιδεψε σε όλο της το σώμα. Εκείνη ρίγησε και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της για να τον δει να στρέφεται από πάνω της και να την κοιτάζει όπως ο πρωτόπλαστος Αδάμ την Έυα. «Τι είναι?» του ψέλλισε. «Σήκω» της απάντησε, θέλω να σου πω κάτι. Εκείνη μετά δυσκολίας κινώντας τις από την υγρασία πιασμένες της αρθρώσεις σηκώθηκε. Βρίσκονταν τώρα ο ένας απέναντι στον άλλο γυμνοί και ένιωθαν ελεύθεροι όπως και όσο κανένας άλλος. Της έπιασε το χέρι και κοιτώντας τη θάλασσα προχώρησαν μαζί μέσα. Το νερό κρύο καθώς ήταν, έφερε ένα ρίγος στο κορμί της. Του έσφιξε το χέρι και προχώρησαν. Όταν πια είχε φτάσει το λαιμό, δεν κρύωνε. Του άφησε το χέρι και για λίγο κολύμπησε ολόγυμνη μέσα στο κρύο νερό. Εκείνος κολύμπησε προς τα μέσα... «Έλα» της φώναξε και εκείνη με ένα μακροβούτι τον έφτασε. «Περίμενε» της είπε και βούτηξε στα βαθειά καταγάλανα νερά. Έπιασε το θαλάσσιο κολιέ και ανέβηκε επάνω. Ξεπρόβαλε από το βυθό με τα χεριά απάνω κρατώντας το θαλάσσιο κολιέ. Εκείνη το είδε μα δεν κατάλαβε μέχρι που εκείνος της το πέρασε στο λαιμό. «Αυτό», της είπε «λέγεται Osia marinaris de nymphun opal». «Σύμφωνα με τον μύθο», συνέχισε ήταν το λουλούδι που είχε χαρίσει σε μορφή κολιέ ένας απλός θνητός ψαράς σε μια από τις νύμφες της σπηλιάς για να τον αγαπήσει. Τελικά τον σκότωσαν οι αδερφές τις όταν έμαθαν ότι η αδερφή τους είχε ερωτευθεί το θνητό και σκόπευε να φύγει μαζί του. Εκείνη από την οργή της και το μισός της φύτεψε το λουλούδι με τα δάκρυα της στο βυθό της θάλασσας για να θυμάται τον αγαπημένο της και να το βλέπουν οι αδερφές της και να σκάνε από το κακό τους. Από τότε λέει μονό οι πραγματικά ερωτευμένοι μπορούσαν να κόψουν το φυτό και να το φορέσουν κολιέ στην αγαπημένη τους. Εκείνη τον άκουγε μαγεμένη και μόλις τελείωσε τον φίλησε μες’ το νερό και τα κορμιά τους ενωθήκαν πάλι μα αυτή τη φορά όχι για πολύ. Αυτός της ξεγλύστρισε σαν χέλι και ξαναχώθηκε στα βαθειά νερά. Αυτή τη φορά βρήκε κρατώντας ένα μεγάλο κογχύλι. Το έβαλε στο αυτί της και της είπε : «Άκου...» «Λένε, πως ακούς την θάλασσα από εδώ μέσα άκου...» Εκείνη ακούμπησε εύθραυστα και γλυκά το αυτί της και άκουσε μια γλυκεία μελωδία... Τότε εκείνος πλησίασε από το άλλο αυτί την αγκάλιασε και της ψέλλισε... «Άκου, θέλω να γίνεις γυναικά μου» και της πέρασε το δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη γύρισε και δεν είπε τίποτα μονό τον φίλησε γλυκά και έμειναν πολύ ώρα αγκαλιασμένοι στο νερό. Πλέον θα ήταν μαζί για πάντα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τους χωρίσει.


*Allen Ginsberg: The Howl