Monday, December 28, 2009

Στα μάτια σου κεντώ έναν αιώνα από χρυσάφι,
Στα απαλά σου χείλη μια πνοή που θα κρατήσει για πάντα,
Όχι την στερνή μου.

Στο πρόσωπο σου λάμπει το χαμόγελο μαζί και ο ήλιος που θέλω να δω να ξημερώνει,
Στην θωριά σου κάτω από το φως των κεριών αγγίζω τον έναστρο ουρανό
Χάνομαι και ταξιδεύω
Αγαπημένες μουσικές ξυπνούν ονείρατα και δάση

Στο τυχαίο μας άγγιγμα έκρυψα χτες την ομορφιά του τώρα
Και στο χαμηλωμένο σου βλέμμα κρύβω τώρα την ομορφιά του αύριο

Σαν με κοιτάς και χαμογελάς νοιώθω τον κόσμο στη φούχτα μου να αδημονεί να βγει
Νοιώθω μια κάρδια στενάχωρη που δεν χωρεί στα θνητά σώματα, τη δικιά μου
Ο πυρήνας του κόσμου σχηματίζεται ανάμεσά μας

Κάθε σου λέξη εντυπωμένη στην αιωνιότητα,
Κάθε σου βλέμμα χαραγμένο σε ένα ανέγγιχτο κορμί

Σαν πάρω το φιλί σου,
Θα ΄μαι πλούσιος, μα και συνάμα φτωχός
Γιατί σαν έρθεις εσύ θα φύγει το όνειρό μου

Θέλω άραγε ή μήπως όχι;

Φίλα με…
Κι’ ας γίνουν όλα μου τα όνειρα στάχτη
Φίλα με…
Κι’ ας είναι να γίνω στάχτη, εγώ
Φίλα με…
Κι’ ας είναι και στο Όνειρο.

Saturday, December 26, 2009

Different Night Out

I am the radiant Sun!
Bitches around me in heat howl,
Mad dogs bark in precipitation,
It is the copulation of the days.
Who will?
Who won’t?

People born out of nothing,
People bringing nothing,
People living nothing.

Dance, dance, dance…
Feel, feel, feel…
Listen to the joker’s hypnotic music.
Dive in the trance of the so-called living.

The eternal shroud engulfing you…

Melt,
In the Lava of tomorrow.
Melt,
In the Lava of now.
Melt,
In the Lava of yesterday.

Become one with the starry night of the Milky Way…

Dionysus versus Apollo
The eternal fight
Has it ever ended?
No!

Fuck!
Hard!

Until the night is gone,
Until your brains lay onto the floor,
Until you are one with the floor,
Until You exist no more,
Living the undead life.

Sunday, December 20, 2009

Night out

Industrial Χώρος
Αγάπη και έρωτας βαθύς τα σπλάχνα μου τινάζουν*
Αλκοόλες και φαινόλες με ποτίζουν
Και διηθούν την αγάπη μου για σένα,
Μα αθώα δεν είναι και ‘γω δεν είμαι άγουρος και ‘συ δεν είσαι κόρη… **

Σαρκοβόρες ορμές κυριαρχούν τον κόσμο και ‘γω πλέω στους ουρανούς, στις καραμέλες, και στα γλειφιτζούρια…

Προηγούμενες υπάρξεις είναι πια παρελθόν,
Λευκές νύχτες χιονισμένες και κορμιά παραδομένα,
Δεν είναι πια εδώ.

Μες στις αχαρτογράφητες θάλασσες τις ύπαρξης σου μου κλήρωσε απόψε ο έρωτας το Λόττο… ***
Όχι στο Νότο αλλά εδώ, στο χωράφι τούτο ‘δω…

Δώς μου ένα χορό, καυτό χορό να σε νοιώσω, να σε κρατώ, να πίνω τα φιλιά σου, να με ρουφούν τα μάτια σου…

Και ας είναι…


* Από τους ελευθερους πολιορκημενους του Δ. Σολωμού
** Από τον ερωτοκριτο του Β. Κορνάρου
*** Από το τραγουδι ‘Νότος’ – Μαχαιρίτσας / Στόκας

Sunday, December 13, 2009

Κορμιά ζωγραφισμένα από ένταση ονείρων
Κορμιά παραδομένα σε έκταση απείρων
Κορμιά, κορμιά αλυχτισμένα από σαρκοβόρο πάθος
Κορμιά πολύχρωμα σε χορούς οργίων
Κορμιά διψασμένα όπου ο πόθος ρέει,
Η σάρκα ανατριχιάζει και
Το αίμα βράζει.

Διαπλεκόμενα μέλη
Ιδρωμένα μέρη

Νύχτες, νύχτες άγριες
Νύχτες ατελείωτες
Νύχτες μεθυσμένες
Νύχτες φιλόξενες:

Σε κείνα τα κορμιά
Σε τούτα τα κορμιά
Σε τούτα τα στήθη
Σε τούτους τους μηρούς
Σε τούτα τα λαγόνια

Έρωτας δίχως χρόνο:
Το σήμερα, το Αύριο ή το χτες.

Έρωτας δίχως τόπο:
Εδώ, εκεί, σε σένα ή σε μένα
Σε σένα ή σε μένα
Σε σένα ή σε μένα…

Saturday, December 12, 2009

Μάτια ερωμένης
Φλόγα
Πυρωμένο Ατσάλι.

Πάθος άρρητο
Εξομολογημένος Έρωτας
Διάβολος Μεταμορφωμένος.

Βίαιη σάρκα
Φιλί που κόβει κομμάτια
Χείλια που στάζουν αίμα.

Ω Ρόδο των χιλίων νυχτών…
Τι κόκκινα πέταλα κοσμούν τα άστρα που φωλιάζουν μέσα σου…

Τα αγκάθια σου η μόνη παρηγοριά στο χάδι μου.
Και εγώ ερωτευμένος με την μορφή σου, όμορφο ρόδο – ακανθωτό.

Θα μείνω εδώ να σε κοιτώ, να σε μυρίζω.
Δίχως χάδι…
Δίχως φιλί…

Μόνο τη ζέστη απ’ τη θωριά σου…
Μόνο τα κόκκινα άστρα σου…

Successor

Everybody in life seeks for his successor

Societies are built on succession
Generations one after the other succeed each other hoping that the old will survive as part of the new but also that the new will go forth to create its own new

The path though does not always work as we hoped for or as we imagined

Sometimes the new is too new for the old
Sometimes the new is simply too arrogant
Sometimes the old is simply too afraid

The world keeps spinning though
The universe is immune, or most probably it does not give a damn

We are the only species on this planet that has the ability to pave its own path
As much as this brings with it pain and disruption
If we want to be true to ourselves we need to built a path full of spirit, heart and logic

The technique will show us the how
The heart will tell us the why
But only the spirit will light the way up front

Blessed are the meek in spirit
Because sometimes is better not to know
Sometimes it is better to find your way through the fog simply by groping around in the dark

But those who know
Those are the ones who have to be true to themselves
Those are the ones who carry with them the burden of humanity
Those are the ones who shall pave the paths we all walk on

To them we must all want to be alike
To the old we must all be turned into when our time comes to greet the new

The path to enlightenment is not the same for anyone

It is actually different for everyone

But we all start at the same point, as much as we finish at different parallel
Do not hope that the old will understand
Do not hope that they will be compassionate
Learn what you can and keep moving forth
As the old search for their successor so do the new search for their pundit

When the student is ready the teacher shall appear
When the teacher is ready the student will appear

If blood does not show its true face then something else will come along
And that is fine

We all seek our path through deep forests and heavy, icy fog
Through deep blue oceans and heavy storms
In the end of the day the only thing we have to pull us together is our common beginnings
Molecules of creation before we have even started
Let us walk our path

Free of the obligation

The master shall find the student
The student shall find the master

We keep walking
We keep walking
We keep ...

It is there where our steps will take us that we should have been all along
It is there where we are that our steps have taken us

And through the uncertainty
Through the clouds and the rain
Through the mist and the icy fog

If we look close enough we shall see the light that stands as a beacon

We shall feel the smell of the exquisite fruit
We shall hear the heavenly music
Drink the divine wine

What has given life eternal to the gods,
Now resides in our hands.

Work hard
Think freely
Imagine the unimaginable
And the world will follow

And if it doesn’t

Stay assured that in the end there is always someone who picks up the trail
Even if not the one initially planned

Travel

Away…

Friday, December 11, 2009

They say if you watch earth from a satellite you get to see the extend of damage we have done to our ozone layer, the pollution and a giant pile of space debris, our failed attempts to conquer the universe have left behind…
I am standing almost naked before I go to bed in my hotel room somewhere in the old Albion…
I put on my coat and open the window overlooking the street for one last night smoke…
I am not allowed to smoke, but I do it anyway…
Blatant disregard of the rules…
Human nature…
Savage…

I notice the fog. Thick and dump, it’s shivering cold…
I smoke…
The smoke seems to dissolve becoming part of the fog…

I watch the lights in the distance. How their light dissolves in the fog creating an almost frightening landscape.
Then I notice the trees. No leaves, just branches inter – connecting in the fog.
The cars buzz by with their lights creating passing apparitions in the fog.

If you look life from high above, as though you are not part of it, you get to see all the twists and turns and how they inter-connect through the fog.
Invisible in the sunny days, all our actions – decisions, how suddenly they seem in tune with one another.
As if our every step and mis-step was meant to bring us here…
Where we stand today...

Closer to our subliminal paths, our untold wishes, our unspoken dreams.
Intertwined paths of destiny, intercrossing with each other.
Does it all make sense?
Will we ever know?

In the end of the day, all we have is this blurry feeling that we live a life worth living…
Go on!
Live!

I come back inside, I shiver…
I zip the last of my long cold tea.
I am going to bed.

Good night to all! Sweet dreams…

Sunday, December 06, 2009

Τα μάτια σου έπλασαν για μένα μια Θάλασσα μπλε, βαθύ…
Μια Θάλασσα γαλάζια…

Πλέω σε βαθύ ωκεανό…
Στραβό είναι το καράβι μου…
Στραβά αρμενίζω…
Στραβά πάει ο γυαλός…

Πλέω και γύρω μου πλέουν μαύροι ίπποι!
Άγρια άλογα του νερού…
Το καράβι μου ισιώνει…
Το ίδιο και η πορεία…
Το ίδιο και ο γυαλός…
Άγρια άλογα…
Μαύρα του Γυαλού…

Ένα κόκκινο πυρωμένο τσουβάλι κάρβουνα…
Στρώνεται μπροστά μου σε μια κόκκινη πύρινη γλώσσα για δρόμο…
Διχαλωτή, με άπειρες σπειροειδείς διχάλες…
Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι…
Μέχρι εκεί που φτάνει το άτομο…

Πύρινες συνθήκες…

Αίμα χυμένο από δαίμονα αφηνιασμένο.
Ποτίζει, νοτισμένο χώμα μ’ αγιασμό αναβαπτισμένο…

Αναβρύζει Φως, μέσα σ’ ένα κόκκινο ζοφερό κολασμένο τοπίο…
Καπνοί αχνιζόντων χωριών, σε μουσκεμένα τοπία σκεπασμένα με κίτρινα φύλλα…
Καθαρίζει ο καπνός και τα φωτά είναι πολλά και κινούμενα…

Τα τύμπανα κρώζουν εμβατηριακά…

Έρχονται!
Ερχόμαστε!
Έρχομαι!

Μοναχός άνθρωπος, σώμα χιλίων αγγέλων.

Τα μάτια σου έπλασαν για μένα θάλασσες:
βαθιές και γαλάζιες
αφρισμένες και γλυκές
σαρκοβόρες Λάμιες με το γλυκύτερο τραγούδι των Σειρήνων…

Σε πέρασα…
Σε έφτασα…
Έρχομαι!

Ο δρόμος είναι στρωμένος με άσπρες και μπλε ρίγες
Και ένας πίθηκος χορεύει Ραπ ρυθμικά, πάνω κάτω…
Πάνω Κάτω…
Πάνω Κάτω…
Πάνω Κάτω…

Ξανθός, ψήλος άγγελος διαβαίνει μπροστά μου και χορεύει πλάι μου…
Τρελός, ανθισμένος χορός καθαγιασμένος από διονυσιακό ποτό…

Μωβ arabesque κρίνοι απλώνονται στους τοίχους ταπετσαρία…
Πολύχρωμα φωτά φωτίζουν την χορευτική μου, κινούμενη νύχτα…
Φιλιά, κορμιά,
Κινούμενη, χορευτική νύχτα…

Monday, November 30, 2009

Κίτρινα Φύλλα

Έξω από το σπίτι μου υπάρχει μια τεράστια Καρυδιά…
Κιτρίνισαν τα φύλλα της…
Γέμισε ο δρόμος και η είσοδος από κίτρινα φύλλα…
Και η αυλή και η ταράτσα.
Και ο Άνεμος τα έσπειρε παντού…

Γέμισε ο τόπος κίτρινα φύλλα…
Παντού…

Γέμισε και η κάρδια μου με κίτρινα φύλλα.
Γέμισε και η ματιά μου με κίτρινα φύλλα.

Γιατί πέφτουν τα κίτρινα φύλλα, μαμά;
Και πού πάνε όταν φυσήξει ο Άνεμος, μαμά;
Μέχρι πότε θα πέφτουν τα κίτρινα φύλλα;
Πότε θα ξαναβγούν τα πράσινα φύλλα και τα πολύχρωμα λουλούδια;
Πότε θα ξαναγεμίσει η κάρδια μου με όμορφα λουλουδια;

Να μην υπάρχουν πια κίτρινα φύλλα παρά μόνο όμορφα λουλούδια…

Μόνο όμορφα λουλούδια...

Sunday, November 15, 2009

Thoughts of Darkness...

I wonder when or rather if people ever come in terms with their past.

Maybe if before we died, God, the Universe, Budha, Allah, or whatever supposedly exists out there which no-one has seen though, gave us a week to reconcile with the past.

What would happen then?


Life is a joke and together with it anything that human “collective society” brings with it.

Life is an insurmountable suffer, a never-ending toil and whoever thinks other way is either a fool or a sage.


Life is indeed an unbearable torture for each person, the problem is if we had some brains, because we don’t that’s the only thing for sure, then maybe we wouldn’t have to experience life as such.


Most people need to reach death to understand how screwed up their life really was and most of us need to reach that point to first forgive ourselves for our mistakes and then the people (?) around us. Most of us need to reach death to realize that at some point we were alive, but then we do live in a perishable world where everything dies and lives and lives and dies and so forth indefinitely. And there is no stopping at it; there is no beating around the bush when it comes to the end we are all going to die. Yet it would have been nice to realize how alive we were before that.


Why is it so hard to look back and understand our former being with honesty and sincerity, but as well as others’.

When did we forget how to live and started searching for meaning in our surroundings?


The only place meaning resides is inside of us, in the deepest depths of our existence and in the archaic, archetypal, most basic experiences we get from each other. A touch, a smell, a smile, a sound, a taste these first few innermost basic experiences these are what guides us in life. This is where we should look for meaning not in the whole clutter we keep building in this so called “society”. There is no society, just a foul joke played by some entities on some other entities…

All we have to do is first look in and then look out and we will see a much clearer picture, a much clearer blue sky than we could ever imagine.

Monday, November 09, 2009

Καζαντζακικό

Το χρέος που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας είναι να σηκωνόμαστε κάθε μέρα και με νύχια και με δόντια να πολεμάμε αυτά που μας μποδίζουν. Αυτά που μας μποδίζουν να ολοκληρωθούμε να φτάσουμε εκεί που ο δρόμος του φωτός μας καλεί να φτάσουμε. Ας σημαίνει αυτό ότι θα χάσουμε τη σάρκα μας, ας σημαίνει ότι κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ για πολύ να σταθεί δίπλα μας, ας είναι! Μόνο η μάχη μπορεί να μας σώσει! Συνεχής, αδιάκοπη και σκληρή, αδυσώπητη με λύσσα!

Στο τέλος της μέρας οι ανατολές που θα εγγραφούν στα μάτια μας θα είναι λαμπρότερες όλων…

Friday, September 25, 2009

What's in a Kiss?

Never thought I'd feel again
Feel the darkness fade and see the morning sun arise
Never thought I'd feel alive again
Senses dull and blunt from all the lies

Now, when I hold your face so close to mine
I see a place where the sun will shine, with you it is divine
Looking down into those eyes
I know, I'll be lost and never found again

Kiss me once and I will surely melt and die
Kiss me twice and I will never leave your side
(If)
Dreams come true

Do I dare to trust this time?
Ooo, the bells of fortune, will I ever hear them chime?
Only those who have been burned before
Truly know the meaning of hell's flaming core

I was the brooding night and you were dawn
Saving me for I was forlorn, in your light I am reborn
Looking down into those eyes I know,
I'll be lost and never found again, oh

Kiss me once and I will surely melt and die
Kiss me twice and I will never leave your side
(If)
Dreams come true

And when the walls are breaking down on us
When all we see is misery, will you still believe in me?
Looking down into those eyes
I know, I'll be lost and never found again, oh

Kiss me once and I will surely melt and die
Kiss me twice and I will never leave your side
Until the sign of winter
(Dreams come true)
Always by your side
(Dream)


(Picture Source: http://www.klimt.com/klimtmuseum/images/big/klimt029big.jpg, accessed online 22/09/2009)

(Lyrics Source: http://www.mp3lyrics.org/h/hammerfall/dreams/)

Thursday, September 17, 2009

What do we really know about loss or creation?
If we have never bore a child, if we have never lost a lover (for real…).
Where does our power for the unfathomable come from?
Is it somewhere near the abyss we all nurture within or from the stars that besides us shed light to our path?
What do we really know about anything?
If we have not seen a child grow and fulfill its dreams, if we have not seen people live their lives fully and die.


How are we supposed to pave our way, through our fears and our avoidances, through the abyss us all bear deep in our souls?
Change is inevitable and with it the pain, of letting parts of you wither and die.
But such is the way of nature, such is evolution and we have no right to stand against it.
After all walking forward means always leaving something behind.


Don’t stare too long to the abyss because it might actually look at you back*.
If you have the power, keep on going without ever shedding a tear, without ever turning.
Otherwise hope that you will have the power to fall into the abyss and emerge reborn.
A New Dionysus, full of Apollo**…


* “Battle not with monsters, lest ye become a monster, and if you gaze into the abyss, the abyss gazes also into you.” Friedrich Nietzsche — Beyond Good and Evil
** Something my friend X... taught me once...

Wednesday, September 16, 2009

Τα χείλια μου ποθούν να αγγίξουν την ηδονική σου σάρκα,
Καθώς θα τα εναποθέτω επάνω στο υγρό από τον έρωτα κορμί σου,
Θα ρουφάω μαζί και το νέκταρ της ζωής.

Κάθε σταγόνα από τον ιδρώτα του κορμιού σου,
Θα ποτίζει τα λεπτά μου στην αιωνιότητα.
Και όσο οι σάρκες μας θα παράγουν τον δικό τους επουράνιο ηλεκτρισμό,
Εγώ θα ρουφαω τις πνοές σου για να πιω την ψυχή του κόσμου.

Μεθυσμένα χείλη, εκστατικά άκρα.
Παλλόμενα κορμιά για την παραγωγή μιας ενεργείας δίχως άλλο.
Στιγμιαίες εκρήξεις και ολοκληρωτικοί οργασμοί στην υπηρεσία της γέννεσης και της δημιουργίας.

Αντιμαχόμενοι άγγελοι σε μια πορεία προς την θεια Ένωση,
Φλεγόμενοι άκατοι του χτες, δημιουργούνται στο σήμερα, προβάλλονται στο αύριο.

Και ως ξεδιάντροπος παρατηρητής από εκεί μακριά, μας κοιτώ,
Κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι.

Μια φαντασία ανύπαρκτη, πιο αληθινή και από την ζωή.

Friday, August 07, 2009

Θα σ' έλεγα Αστέρι μου,
Αλλά τ' αστέρια λάμπουν μια νύχτα σαν κι' αυτή γιατί αντανακλούν των ματιών σου το φώς.
Θα σ' έλεγα Αγέρι μου,
Αλλά είναι των χειλίων σου η πνοή που κάνει τα φύλλα να θροΐζουν.

Wednesday, August 05, 2009

Στην λάμψη σου,
Αντιφεγγίζει η άνοιξη* της φύσης.

Στο χαμόγελο σου,

Ζωγραφίστηκε η γέννησίς της.
Μ’ ενα σώμα όλο χαρές της Κύπρης,
Κι’ έναν ήλιο να χορέυει γύρω σου,
Πράσινα ανθίζουν τ’ άνθη και
Πελώριος περιστρέφεται ο κόσμος.

(Botticeli)

Saturday, August 01, 2009

Στη θωριά σου,
Της Κύπρης οι αρετές αντιφεγγίζουν.
Και ο έρωτας,
Σαν παιδί μικρό στης μάνας του την αγκαλιά ποθεί να γείρει.

Friday, July 10, 2009

Δεσμοί....

Τι είναι τούτοι οι δεσμοί;
Αυτοί που μοιραζόμαστε.
Μην είναι έρωτας;
Μην είναι αγάπη;
Μήπως φιλία λέγονται;
Ή μήπως αυταπάτη;

Πεταλούδες που πεταρίζουν ελεύθερες,
Αφού το νέκταρ, το γλυκό, έχουν καταναλώσει.
Τι είναι τούτοι οι δεσμοί;
Που είν’ η πηγή τους;

Κοιτώ…
Στα μάτια σου.
Δύο γαλαξίες.
Στο γέλιο σου τον ήλιο.
Πώς κάποιος μ’ έπεισε κάποτε μέσα μου, τίποτε δεν αξίζω.

Μα μέσα μου ο τόπος,
Νέκταρ και πεταλούδες.

Τι είναι τούτοι οι δεσμοί, πώς τους αποτινάζω;
Θέλω, δεν θέλω;
Και μπορώ;

Τι άραγε να κάνω;

Bonds...

I open my eyes
And the sea of seas lies there.

It is the stuff of legends
And I am crossing it with a penurious boat and music in my ears.

The bonds we share,
Are they anything more than a feeling?

Would you die to protect them?
Would I die to protect them?

The bonds we share,
Are they anything more than a feeling?

Monday, July 06, 2009

Όρθρυς



Την σκάλα τ’ ουρανού ανέβηκα,
Περπάτησα.
Μα δεν τα κατάφερα.
Ούτε μισή ώρα δρόμος,
Και πάλι πίσω.

Τις πύλες τις φυλάγανε,
Μεταλλικά θηρία.
Χωμένα στο χώμα,
Περιτριγυρισμένα από δάσος άγριο.

Ανέβηκα
Μες’ απ’ το άγριο δάσος.
Βάδισα
Στο τραχύ το χώμα.

Τραχύς ο Δρόμος,
Μα γλυκιά η πορεία.
Και από πάνω ο Ουρανός θλιμμένος,
Μοιράζει απλόχερα,
«Αίμα και ύδωρ». Είπε κάποιος,
«Έχει πεθάνει».

Μα συνεχίζω να περπατώ,
Και όσο το πόδι πατάει πάνω στο χώμα,
Το Νοτισμένο από τη βροχή,
Τόσο μουσκεύει η ψυχή μου.
«Αίμα και Ύδωρ»
Και παρακαλώ να μην σταματήσει να βρέχει.

Καθώς κατέβηκα ένας άγγελος με χαιρέτησε.
Γέρος δίχως δόντια, μα τα φτερά του ολόλευκα.
Περιτριγυρισμένος ποιμένας από το ποίμνιό του.

Στη βάση με περίμενε γιορτή.
Αργάτες – άγγελοι, φύλακες των μεταλλικών θηρίων,
Χορό είχανε στήσει – ένα μεγάλο φαγοπότι.

Friday, June 26, 2009

A glimpse of the future past or retrospective visions

Black stand the sands of time.
Shallow stand the waters of the sea.

Forsaken lands and the hope of dreams brought them together.
The end of dreams and the harsh reality will bring them apart, just around the corner.

Cometh and goeth the waters.
Archaic form of the never ending change, these waters hold the key.

Forgetfulness is not the issue but living is.
Through the vagaries of time and the fights within and without,
thus shall life find new paths to tread upon.

The waters move and so does the earth beneath them, with them.
Turbulent as they might be and deep beyond reckoning,
they shall always be there to provide us the layaway.

Emotions of the past uncovered in this present or that future,
shall be the companions of a lifetime as long as they remain carefully sealed behind the mind's doors.
And be that they escape, be grateful,
for they show who you really are and what carry you with you.

Step on the water with the fear of God and the love of man,
and walk on them as an angel sent to carry a message.
For the watery ways shall always provide you with a safe passage to the strange lands of glory,
even if it is fire, wind and earth that you carry.

Bonds forged in a tense time full of passion and relative innocence,
even though it seemed forging them took time, moths or even years,
they shall be destroyed in a mere moment, random or conscient.

And as the waters bring you forth every time,
so will the tide take you back.
And as you came into life so shall you un - come.

Black stand the sands of time, but walk them and they shall turn to gold.
Shallow stand the waters of the sea, but decide to cross them and you shall see they're deeper than they look.

Reincarnation or the memories of a life past.

The dog put his head out of the window of the moving car. Aaaaa. The weather was hot, more than it should. The air of the moving car made him feel nice. He felt the air going through his hair and his nose got to cool off. He liked it... The way the hot air was caressing his hair because of the car's speed that... He liked it. Next step the tongue out. Aaaa... This was the epitome of happiness. Cool tongue. He flapped his tongue in and out and felt a giant amount of joy that he expressed by barking thank you to the gentle wind that embraced the car. His mind wandered off. He thought of the party last night. He liked his Master's parties, there was always someone that would care enough for him and play with him for some time. He kind of missed playing. He was already 5 years old and in human years that meant he had already reached 35. Aaa, he thought life runs faster than me and put his head back in the car and sat down in the back seat resting his head on the lap of little Mistress. He came to think about his life. People tend to think that anything besides the human life is simple and uncomplicated. How wrong they were.



But that was not what was troubling him. Lately he had these flashes, something like intense memory flashes. He remembered a human life. He wondered how it could be possible to remember a life before the one that you are living now and especially one of a different species. He remembered once he'd heard his Master talking about the meaning of reincarnation and how people who have done bad things in their life come back in the form of an animal or a tree. So he wondered whether he had done actually something so bad so God decided to send him back as a dog to teach him a few things or if this was just a great joke played by God. Maybe some clerical error in God's administrative services sent him back in such a dog body.



He didn't think about it a lot and suddenly he felt a scratch on his back. So he rolled over with his feet in the air trying to scratch his back on the seat, but the little Mistress thought he wanted to play and scold him. Thank God he'd already scratched his back. So there he was thinking of his older life again. He remembered himself as what the humans call a man. He did not remember much details of this life certainly he could not remember names and places. All he had where these flashes that came and went.



Pictures of a life he couldn't but ask himself whether it was true or invented. Memories some times seem to be subjective. A subjective, self-referenced narration of acts that, you and others did. And besides that, the fact that everyone used different words to describe the same things could even more worsen the ability of anyone to recall a memory in "objective" terms. He wondered whether the other dogs smelled different things the same way he did.

He was tormented by the same flashes though, for quite some time now and he could not but think about them especially when he sat leisurely in someone's lap, like now. The flashes were intense, they came and went in their own will and he could not really make sense of their order or something. He saw the man walking to the beach, working, making love, partying. He saw him in various instances through the course of the man's life. Normally he wouldn't feel worried but his dog senses felt alarmed every day he had one of those flashes and in the past few times his senses went pretty much crazy. However he was a dog after all and during such trips he used to dose off in the lap of Little Mistress. So he opened his mouth and yawned; turned a bit and tried to dose off upon the tender lap.



The flashes however were not on strike today. He saw himself as a human again only this time the flash was the worst ever. He could actually feel every bit of life flowing through such a human body and the sensation startled him. He tried to bark aloud in his dream in a futile effort to escape it but curiously enough the only thing that came out of his mouth were human screams. He then turned his head. He saw himself in a dark, damp and dirty alley; down towards the end of the alley he saw his dog self looking at him. He stayed petrified. His dog self was looking at his human self...How could that be, that both selves were present in the same dream? Oh lord that was weird. His dog self was barking at his human self. Why? He tried to bark back in an effort to talk with his dog self in the dream but no luck... His dream dog self did not seem to notice. So he tried looking around as a human. Then it was when he saw it... He looked down and he saw the body of a young woman lying over there covered in something that looked like... Blood... Where did this blood all come from...?



A half naked body of a young woman laid in front of him shot dead with blood all over. He looked at his shirt; his hands; his trousers...Blood everywhere... He put his hands down to touch the street and his right hand grabbed something that felt like a gun. He picked it up and there he saw the murder weapon a small revolver 6 shots loading. He looked at the woman, 4 shots; stomach, heart, shoulder, head. Two should be left still in the gun. He thought very fast to unload them both on himself. But something stopped him. It was a dog barking at the end of the alley. He could draw unwanted attention to him. The dog had to die. He walked towards the dog; the dog didn't move but was barking continuously... He reached closely and shot. The dog fell dead. For a moment he stayed there looking the dead dog. It was strange, he felt more sad for the dog than the body that laid back there. A beautiful young woman dead. Covered with blood. He'd already forgotten what she was to him, why he had killed her. But the dog, the dog had something extremely familiar. He turned the gun to himself and pulled the trigger. As his human body fell to the ground his soul realised he had just killed himself in another life.

Saturday, May 02, 2009

Η κηδεία

Μακρινό το βλέμμα στο σκοτάδι,
Κοντινό το φως στο πνεύμα.

Θλιβεροί χοροί απαστραπτόντων μουσικών

Επιτάσσει ο χώρος το χορό

Όλα τα ζώα ακολουθούν

Μα το γεγονός ανήκει σ'εκείνον τον θλιμμένο προβολέα
Σε εκείνη τη μορφή που αργοστέκει κάτω από το ωχρό φως
Παράμερα, μακριά και πέρα.

Αλαλαγμοί ακούγονται,
Ανθρώπινα κοράκια που τσιμπολογούν,
τις Σάρκες των ζωών.

Θυσία – Θυμιατό
για την Ενθύμηση της Σάρκας;
για μήπως για το Αιώνιο Φαγοπότι του Τίποτα;

Κρώζουν τα αλλόφρονα κοράκια
Μα τίποτε δεν ακούγεται πέρα από τα λίγα εκατοστά του τετραγώνου.
Ήχοι και ραμφίσματα κενά, το νόημα νεκρό,
Θαμμένο και αυτό.

Το πένθος του τίποτα κρώζουν,
Μα κάτι απ’ αυτό – το Πένθος – μου Ανήκει!
Και ζητούν να μου το πάρουν και να μ’ αφήσουν με το τίποτα.

Monday, March 30, 2009

Με αφορμή ένα ταξίδι...*


Κάπου εκεί στο Βορρά,
για δεύτερη φορά,
ανακάλυψα στο λευκό το χιόνι θαμμένα μυστικά.


Με συντροφιά κάτι πακέτα τσιγάρα, λίγη τσικουδιά και ένα κομμάτι φέτα,
Μια γεύση από πατρίδα και μια ρουφηξιά θανάτου για την παρέα,
Ξεκίνησα κι' απόψε μια δεύτερη φορά...


Μέσα από στιγμές μαγνητισμένες και αιχμάλωτες στα 12 mp ανακάλυψα και πάλι την ιστορία ενός φίλου...


Σε μια χωρά ξενική, για μιαν αγάπη ξενική και έναν πόθο αυστηρά ελληνικό
είδα την ιστορία να ξαναγράφεται μοντέρνα και αυστηρή...


Ποσά κορμιά λιγοψυχήσανε στο δικό σου κορμί, τον ρώτησα...
Και χαμογέλασε αμήχανα


Ταξιδιώτες του είπα είμαστε όλοι
Αέναοι μαθητές στο ταξίδι της ζωής
Και συμφώνησε αμήχανα


Γυρίσαμε εδώ γύρω, και ανάμεσα σε πλοία και πρωτεύουσες, δρόμους και ανθρώπους
Μέσα από βράδια μεθυσμένα, αποπνικτικά
Γυναίκες και άντρες, ξανθοί με χρυσαφένια μαλλιά και λευκοί σαν το γάλα
Λαμόγια και συμμορίες κρυμμένα στις γωνίες
Στιγμιαίες γνωριμίες, ποτέ αλλιώτικες, με την αποτυχία της ματαιοδοξίας
Το κάτι για εμάς, και το τίποτα για τους άλλους να γεμίζει τις τσέπες μας
Ξαναβρήκαμε τους εαυτούς μας...
Δεν φέρνουμε πίσω ενθύμια και κατακτήσεις, παρά μόνο εμάς και μια ματιά αλλαγμένη...


Είπαμε πως ίσως κάποτε,
Να αλλάξουμε...
Κάποτε,
Να γυρίσουμε κατακτητές...
Κάποτε,
Να φύγουμε κατακτητές...
Μα θα πεθαίνουμε με την Ελπίδα...
Ας ελπίσουμε πως θα έχουμε πρώτα ταξιδέψει όσο μας βαστάζει...


Είδαμε και περπατήσαμε,
Απαθανατίσαμε.
Αιωνία η ματαιοδοξία να μην χαλάσει το χαρτί
Μα οι καλύτερες μνήμες για πάντα θα μείνουν ατύπωτες μα χαραγμένες...


Και όπως ήρθα έτσι φεύγω,
Με δυο βαλίτσες πιο γεμάτες,
Μια γεύση από το αλλού,
Και την ελπίδα να την κρατήσω μέσα μου,
τόσο όσο θα χρειαστεί ν' αλλάξω...




* Στο φίλο μου Σ. και στη ζωή που χτίζει σε κρύα, χιονισμένα τόπια...

Saturday, March 28, 2009

Μικρά Μαθήματα απο το Πλοίο Ελσίνκι - Στοκχόλμη... Μεθυσμένες Φιλοσοφίες

Πρώτα, κάν'τον / την να νοίωσει καλά... (με τον εαυτό του /της και κόσμο γύρω)....

Δεύτερον, καν' τον/ την να νοιώσει ασφάλεια...

Τρίτον, δώσ'του/ της ΕΛΠΙΔΑ...

Τέταρτον, δημιούργησε γνωστικούς - κοινωνικο - ψυχολογικούς συναισθηματικούς δεσμούς...

Πες' του/ της οτι για να τα κρατήσει όλα αυτά και να τα διατηρήσει πρέπει να κάτσει να τον/ την γαμήσεις...
Ή να πηδήξει απο το παράθυρο του διπλανού διαμερίσματος...

Απόλαυσε το SHOW (σου μαϊμου*)




*Με σαφείς αναφορές... Στις μοναδικές Τρύπες...

Friday, January 30, 2009

Πυροβολώ μία μία τις Ελπίδες να σε δω να στέκεις δίπλα μου…

Οι Ελπίδες, Η Ελπίδα…
Τι είναι αυτή η λέξη που έχει πληθυντικό;
Πως σκοτώνουμε μία μία τις Ελπίδες & Ποιά είναι αυτή που παραμένει πάντα ζωντανή στον πάτο;

Να σε δω – Να με δεις…

Σε βλέπω – Με βλέπεις…

Με βλέπεις; – Σε βλέπω;

Πώς με κοιτάς με εκείνα τα αποστασιοποιημένα βλέμματα;
Τι βλέπεις από μακριά;

Γιατί να είναι τα μάτια απέναντι μα τα βλέμματα τόσο μακριά;

Θα δεις άραγε τι βλέπουν τα μάτια μου;
Θα δω άραγε τι κοιτάζει το βλέμμα σου;

Κρυμμένα καλά κάτω από τη σάρκα παραμένουν τα ανομολόγητα πάθη…
Μαζί τους φλέγεται & ο πόθος για ζωή.
Στις στάχτες τους κρύβεται ο φόβος.

Κι’ ο Έρωτας γεννιέται και αργοπεθαίνει μονάχος,

Από φωτιά σε φωτιά,

Από στάχτες σε στάχτες,

Μα πάντα κάτω από την θαλπωρή μιας σάρκας…

Monday, January 05, 2009

Απολλώνεια Ένωση - Διονυσιακή Πράξη - Το νησί 2

Η πρωινή του ανάσα σχεδόν υγροποιήθηκε καθώς εξήλθε από τα πνευμόνια του. Το κλίμα ήταν ασυνήθιστα υγρό και κρύο για ένα κατά τα άλλα ζεστό καλοκαίρι. Άνοιξε νωχελικά τα μάτια του και γύρισε να δει αν ήταν ακόμη δίπλα του. Ήταν.


Τελικά, η χτεσινή νύχτα ήταν πραγματικότητα. Δεν ήταν όνειρο αυτή η γυναίκα που την προηγούμενη νύχτα του είχε δοθεί με έναν τρόπο τόσο αλλόκοτο και μυστηριακό. Από την πρώτη στιγμή που την είδε να ξεπροβάλλει από τη πόρτα του μπαρ ένοιωσε μέσα του ηχηρά σκιρτήματα, κάτι περίεργο, κάτι άλλο, ξένο, εκτός του χώρου που τους περιέβαλε. Ήταν σαν όλες του οι αισθήσεις να έκρωζαν ένα αρχέγονο χαίρε και ταυτόχρονα σαν να τον κυρίευε ένας αρχαίος τρόμος, ένα αρχαίο πνεύμα φόβου κάτι σαν νουβέλα του Η. Ρ. Lovecraft. Δεν το σκέφτηκε και πολύ εκείνη την ώρα, έμεινε μόνο να την κοιτάει, σαν αποσβολωμένος από χρόνια, στήλη άλατος μπροστά σε μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί στην ζωή του. Εκείνη τον είδε αλλά δεν του ανταπέδωσε ούτε βλέμμα. Όμως, η φευγαλέα αυτή ματιά που του έριξε έφτανε για να κηρύξει το σύμπαν από την αρχή. Εκείνος την παρακολουθούσε. Όταν εκείνη προχώρησε προς το μέρος της παρέας τους, ένοιωσε κάτι μέσα του να του λέει να φύγει, να απομακρυνθεί όσο πιο μακριά γίνεται, πως κάτι κακό ελλόχευε σε τούτο το βλέμμα, σε τούτο το μακάριο, κατά τα άλλα, κορμί. Τα πόδια του όμως είχαν στυλωθεί στην θέση τους και τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο στόχο τους. Αν έκανε να κινηθεί τώρα, θα έμοιαζε με κάποιο χυτό άγαλμα που από ατύχημα ή απροσεξία του καλλιτέχνη είχε στραβώσει σε όλα τα λάθος μέρη. Εκείνη πλησίασε την παρέα και σταμάτησε. Δεν τον κοίταξε, στράφηκε αμέσως στους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες της παρέας, έψαχνε να βρει ένα γνώριμο πρόσωπο, έναν παλιό φίλο, το λόγο για τον οποίο ήταν απόψε σε αυτό το μπαρ. Είδε τον φίλο της να της γνέφει: «Γλυκιά μου, καλωσόρισες. Έλα να σε γνωρίσω στα παιδιά.» Εκείνος την κοίταξε καλά καλά και σε μια στιγμιαία αντίδραση, σχεδόν αντανακλαστική, πρόλαβε να αρθρώσει το όνομα του πριν ο φίλος του τον συστήσει: «......» Ο φίλος του γύρισε και τον κοίταξε σχεδόν σαστισμένος από την ταχύτητα στην αντίδραση του και την αλλοπρόσαλλη, σχεδόν βιασμένη, χροιά της φωνής του, σαν το μυαλό να είχε δώσει τόσο γρήγορα μια εντολή που οι φωνητικές του χορδές και το κορμί του δεν πρόλαβαν να αποκωδικοποιήσουν. Εκείνη, που όλους τους είχε χαιρετήσει απλά με ένα μόνο νεύμα, είπε: «Χαίρω πολύ, με λένε ........ Άργησες λίγο αλλά τελικά κατάφερες να βρεις το δρόμο σου.» Η φωνή της ήταν τόσο σταθερή και τόσο βαθειά προκλητική που κόντεψε να χάσει το πάτωμα κάτω από τα πόδια του. Την κοίταξε λίγο χωρίς να ξέρει τι να της πει και μετά ψέλλισε: «Ναι, το ταξίδι μου ήταν περιπετειώδες, αλλά δεν σε ξέχασα ποτέ...» Εκείνη χαμογέλασε. Ο φίλος τους που είδε τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα, πρόταξε την καρεκλά του βάζοντας την να κάτσει δίπλα στον άνθρωπο που μόλις χαιρέτισε και πήγε να βρει μια καινούρια για τον εαυτό του. Κατάρα σκέφτηκε: «Και πόσο θα ήθελα να της την πέσω απόψε», και μετά ρουθούνισε: «Κοιτά να δεις αυτοί οι δυο...Χμ αυτό δεν θα το πίστευα ποτέ...Αυτοί οι δυο...»



Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο. Του είπε να την πάει σπίτι και εκείνος υπάκουσε σαν σε προσταγή Θεού. Του πρότεινε να ανέβει στο δωμάτιο που έμενε μιας και είχε πιει αρκετά και ο δρόμος για το χωριό ήταν πλέον δύσκολος, ιδιαίτερα μέσα στη νύχτα. Εκείνος ήταν διστακτικός να δεχτεί την πρόταση της αλλά από τη στιγμή που έφυγαν από το κλαμπ δεν είχε πάψει να την φαντασιώνεται γυμνή επάνω στα σκεπάσματα. Ανέβηκε, σχεδόν τυφλός από έναν πόθο άγνωστου προελεύσεως και από κάποια λίτρα αλκοόλης που έραιναν την ανείπωτη ύπαρξη του. Εκείνη προχωρούσε μπροστά σαν πρωθιέρεια σε αρχαία θυσία, σα να τον οδηγούσε κάπου από όπου μάλλον, δεν θα έβγαινε ζωντανός και σίγουρα όχι αλώβητος.



Το κλαμπ ήταν αφόρητα γεμάτο. Μέσα καλοκαιριού και το νησί ως συνήθως ήταν πήχτρα στο κόσμο. Μια διάθεση καλοκαιρινού φλερτ πηγαινοερχόταν νωχελικά σε όλους τους θαμώνες, αλλά αυτοί οι δυο δεν είχαν διάθεση για φλερτ. Τα βλέμματα τους ήταν δολοφονικά. Εκείνη τον κοίταζε σαν succubus*, τα μάτια της είχαν μια αλλόκοτη ηρεμία που από μέσα τους ξεπρόβαλλε μια ακαταίσθητη σεξουαλική αίσθηση, μια θεϊκή ή μάλλον δαιμονική όρεξη. Αυτός πάλι, την κοίταζε περισσότερο με απορία σαν να μην είχε ιδέα γιατί ο Θεός, η Μοίρα, το Κισμέτ, το Πετρωμένο, το Σύμπαν, κάποιος τελοσπάντων από εκεί ψηλά, αποφάσισε απόψε να του παίξει ένα τόσο βρώμικο παιχνίδι. Δεν έλεγαν πολλά, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που μιλούσαν ακατάπαυστα. Απλά κοίταγαν ο ένας τον άλλο στα μάτια, μερικές φορές, λεπτά ολόκληρα χωρίς να πουν λέξη. Η παρέα τους, που χωρίς να το θέλει είχε διαισθανθεί τον μεταξύ τους ηλεκτρισμό δεν έκανε τίποτα για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, απλά τους στρίμωξε στην γωνία του τραπεζίου και τους άφησε τον ένα δίπλα στον άλλο να προσπαθούν να βγάλουν άκρη. Σκέφτηκε, να της μιλήσει, και να της πει, οτιδήποτε για να σπάσει αυτή τη διεστραμμένη σιωπή που γεννήθηκε από το τίποτα. Σκεφτόταν πως ποτέ δεν ήταν καλός σε αυτά, η δυνατότητα του να συζητάει περί ανεμών και υδάτων ήταν σχεδόν μηδενική αν όχι ανύπαρκτη, και έπειτα το μόνο που ήθελε όταν την κοιτούσε μέσα σε αυτές τις κρυστάλλινες λίμνες που είχε στα μάτια της, ήταν να την κατασπαράξει. Έκρωζε μέσα του μια πολεμική ιαχή, μια κραυγή πόλεμου και έρωτα. Στα μάτια της τούτα τα υγρά, έβλεπε έναν καθρέπτη του εαυτού του που δεν είχε ξαναδεί, σαν να μεταμορφωνόταν στον κύριο Χάιντ που είχε μέσα του, σαν τα ζωώδη ένστικτα που ελλόχευαν στον πάτο της ανθρώπινης ύπαρξης να ξεπηδούσαν από μέσα του και στα μάτια της να καθρεπτίζονταν η μορφοποίηση τους στο πρόσωπο του. Ένας Καζαντζακικός βάρβαρος ξύπναγε και μούγκριζε: «Τούτη τη γυναίκα την θέλω! Θέλω να την κάνω δικιά μου, χωρίς χρόνο, χωρίς τόπο, δίχως ανάγκη, χωρίς ελπίδα, δίχως αύριο...Να κυλιστώ μαζί της στην λάσπη της ανθρώπινης ύπαρξης και μέσα από τον έρωτά της να ξαναγεννηθώ, όχι καλύτερος μα άνθρωπος.» Δεν άντεχε να την κοιτάει στα μάτια, αυτό που ξύπναγε μέσα του ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί και για αυτό κάθε τόσο απέστρεφε τη ματιά του. Ήθελε να της μιλήσει, μα τί να της πει; «Σε παρακαλώ, άλλαξε τα μάτια σου γιατί μέσα τους καθρεπτίζεται μια πλευρά μου που με τρομάζει;» Δεν θα έβαζε τα γέλια εκείνη;



Δεν πρόλαβαν να μπουν στο δωμάτιο και ευγενικά, αλλά με μια αίσθηση μιας αόρατης δύναμης, του έπιασε το χέρι, έσπρωξε το σώμα της κοντά στο δικό του και τον φίλησε στο στόμα. Τα χείλη της είχαν μια γεύση από βατόμουρο... Κάτι γνώριμο, παλιό τού θύμιζε ετούτη η γεύση. Χρόνια πριν, όταν ο ήλιος έλαμπε ακόμη, είχε μάθει να φτιάχνει μαρμελάδα από βατόμουρο. Θυμάται την γιαγιά του πάνω από την κατσαρόλα να του μιλάει για τη ζάχαρη που έλιωνε στο πάτο και τις μυρωδιές της ζωής. «Πόσες κουταλιές χρειάζονται για γλυκάνει η ζωή, γιαγιά;» την είχε ρωτήσει τότε. Και εκείνη η σοφή γυναίκα είχε απλά χαμογελάσει και του είχε πει: «Κάποτε θα μάθεις...» Ακόμα δεν είχε μάθει, ακόμα έψαχνε... Και τώρα αυτή η γεύση, αυτά τα χείλη... Έκλεισε τα μάτια του, και ρούφηξε τη γεύση των φιλιών της. Για λίγο ο ήλιος έλαμψε πάλι και το καλοκαίρι του νησιού μύρισε ένα γνώριμο χώμα.


Η σιγή είχε κυριαρχήσει μεταξύ τους, κάτι σαν ανείπωτη συνωμοσία. Σάμπως κανένας τους δεν θα μιλούσε αν δεν είχε κάτι σημαντικό να πει. Μέχρι εκείνη την στιγμή, όμως μιλούσαν τα κορμιά τους, τα μάτια τους, οι αισθήσεις τους αντάλλασσαν μεταξύ τους τα ισχυρότερα μηνύματα και ας μην άρθρωναν λέξη αυτοί.



Ήταν και οι δυο υγροί από την υγρασία του νησιού και ιδρωμένοι από την ζεστή. Εκείνος ένοιωσε σαν να ενσωματώνεται σε έναν ποταμό συναισθημάτων, πόθου και πάθους. Τα κορμιά πλέον ήταν μάλλον μαγνητικά υγρά σε ένα παιχνίδι προσέγγισης παρά ανθρώπινες υπάρξεις. Τα στήθη της ήταν μεγαλύτερα από το μέσο όρο για μια γυναίκα της διάπλασης της. Δεν ήταν εκπληκτικά αδύνατη, μα ούτε και παχουλή, είχε μια γήινη ομορφιά, μια γυναίκα που όταν την κοίταζες ήξερες ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια καλή μητέρα, ένα κορμί που θα μπορούσε να υποστηρίξει μια γέννα δίχως προβλήματα, ένα κορμί που θα έφερνε στη γη έναν αθηναίο φιλόσοφο ή έναν σπαρτιάτη στρατιώτη δίχως προβλήματα.



Μόλις κάθισε δίπλα του, τον πλημμύρισε η μυρωδιά της. Το καλοκαίρι είχε φέρει εις πέρας το έργο του. Ένοιωσε την αύρα της αρμύρας και της άμμου πάνω στο κορμί της και ενώ οι θαμώνες πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα με ετερόκλητες, ξενόφερτες μυρωδιές, το δικό της άρωμα είχε κάτι γνώριμο, μια ανθρώπινη φυσικότητα. Ήταν γλυκό, καλοκαιρινό και ανάλαφρο. Κάθισε δίπλα του σαν σε αργή κίνηση. Τίναξε τα μακριά μαλλιά της προς τα πίσω, αλλά επειδή την ενοχλούσαν ακόμα τα γύρισε όλα στο πλάι και αυτά κούρνιασαν στον ωμό της κάνοντας μια μικρή κούρμπα. Η ορμή τους εξοστράκισε το λεπτό τιραντάκι του φορέματος της και εκείνο αποσύρθηκε στο πλάι του ωμού της. Το παρακολούθησε με τα μάτια του και στην ένωση με το φόρεμα μέσα από το μικρό κενό του ρούχου είδε φευγαλέα το στήθος της. Εκείνη με χάρη επανέφερε το τιραντάκι στη θέση του και γύρισε να τον κοιτάξει. Τότε είδε για τα καλά τα μάτια της... Μεγάλα, εκφραστικά, δυνατά, λαμπερά, σαν να έβλεπε φωτιές να καίνε πίσω από τις κόρες της και καθρέπτες να αντανακλούν το φως σε όλο το βάθος των ματιών της. Τον κοίταζε και εκείνη... Είδε το τραχύ του γένι και της φάνηκε αστείο, σαν να είχε κηρύξει πόλεμο στο ξυράφι. Είδε τα χείλια του να τρέμουν και να ρουφούν σιγά σιγά την ανάσα μέσα του. Σαν με κάθε αναπνοή να έπαιρνε και πληροφορίες για τη ζωή. Τα μάτια του ήταν μαυρισμένα και τον φαντάστηκε να δουλεύει νύχτες πάνω από μια οθόνη, μα κοίταξε βαθειά μέσα στις κόρες του και είδε μια σιγανή φωτιά να καίει σταθερά, που μόλις την αντίκρισε, αυτή φούντωσε και εξαπλώθηκε. Εκείνος ένοιωσε το διαπεραστικό της βλέμμα και κοκκίνισε, απέστρεψε για λίγο το δικό του να ηρεμήσει. Έκανε με το χέρι του να χτενίσει τα μαλλιά του, τον είχε πιάσει ταχυπαλμία. Εκείνη το κατάλαβε, χαμογέλασε, χαμήλωσε το βλέμμα της και έπιασε στο πλάι τα μαλλιά της και έπαιξε λίγο στριφογυρίζοντας τα. Τον είδε να παίζει νευρικά με το ποτό στα χέρια του. Σε αντίθεση με το γένι του ετούτα τα χέρια ήταν ευγενικά, απαίδευτα, απαλά. Αναγνώρισε σε αυτα το άγγιγμα ενός συγγραφέα ή ενός καλλιτέχνη, χέρια που δεν είχαν ποτέ πιάσει τη λάσπη, χέρια που στο άγγιγμα τους έφερναν μια αθώα δύναμη σχεδόν παιδική. Εκείνος ανασήκωσε, σαν φοβισμένο πούλι, το βλέμμα του και είδε τα δάχτυλα της να παίζουν με τα μαλλιά της. Τα δάχτυλα της έσπαγαν το φράγμα της γήινης ομορφιάς της, της έδιναν μια ομορφιά αιθέρια, κάτι το βαθειά αισθαντικό. Ήταν μακριά και σχετικά λεπτοκαμωμένα σε σχέση με τις αναλογίες του κορμιού της. Έμοιαζαν δάχτυλα που για χρόνια είχαν εξασκηθεί στο πιάνο, ρυθμική μα δυνατή πίεση στα σωστά σημεία... Φαντάστηκε τα δάχτυλα της να σφίγγουν το κορμί του, να πιέζουν τα μπράτσα του.



Καθώς το κορμί της πιεζόταν επάνω στο δικό του, εκείνος ένοιωθε ανάμεσα στα στήθη της μια μητρική ηρεμία, μια ειρήνη σαν τις πρώτες στιγμές της γένεσής του. Τα ρούχα τους εμπόδιζαν. Τα πέταξαν βιαστικά στο πάτωμα. Σχεδόν του έσκισε το πουκάμισο. Σχεδόν της έσκισε ότι φόραγε. Γραπώθηκε επάνω του όπως ο μελλοθάνατος γραπώνεται επάνω στην τελευταία του πνοή λίγο πριν ξεψυχήσει. Αυτός βρήκε το δρόμο για την κρεβατοκάμαρα, τυφλός από τα φίλια της, με τον ιδρώτα τους να στάζει στο πρόσωπό του, σαν να είχε υπάρξει σε αυτό το σπίτι για χρόνια ολόκληρα. Έπεσαν μαζί στο κρεβάτι, πλέον τα κορμιά τους είχαν ιδρώσει τόσο πολύ που έμοιαζαν με μια υγρή μάζα που προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί. Το κρεβάτι τους υποδέχτηκε φιλόξενα, σαν την μανά γη που υποδέχεται τον σπόρο πριν τον καρποφορήσει. Φιλιόντουσαν με πάθος, δεν χάιδευαν ο ένας τον άλλον, γραντζουνιόσαντε, σα ζώα. Θα μπορούσαν να τελειώσουν και οι δυο χωρίς καν να την διεισδύσει. Οι ρόλοι τους εναλλάσσονταν. Δεν υπήρχε εξουσία σε αυτή την ένωση μόνο μια αιώνια εναλλαγή ρόλων. Πότε αυτός την φίλαγε και την έγλυφε από πάνω μέχρι κάτω, πότε αυτή έκανε το ίδιο. Είχαν ξεχάσει και οι δυο τους τις ντροπές τους στην πόρτα, το κοινωνικό κατεστημένο δεν υπήρχε μεταξύ τους, τα μικροαστικά ταμπού δεν άνηκαν σε αυτήν την ένωση. Ήταν ζωώδης, μια δαρβινική επιβίωση του είδους, μια αμαρτία, μια προσβολή για τους ιεραπόστολους. Το πάθος ήταν ο μόνος οδηγός. Και αν και εκείνος ένοιωθε εκστασιασμένος πέρα από κάθε άλλη στιγμή στην ζωή – μολονότι ένοιωθε σαν άνθρωπος για πρώτη φορά, σαν κάποιος να πήρε ένα καμινέτο και να έκαψε ότι υπήρχε από τον παλιό του σεξουαλικό εαυτό και να τον εισήγαγε σε μια άλλη ύπαρξη – εκείνη φαινόταν σαν να είχε γνώση για αυτά. Μια μέγα αρχιέρεια της Αφροδίτης, μια περήφανη εταίρα της αναγέννησης. Για ένα λεπτό του πέρασε από το μυαλό ότι ίσως όντως να έκανε ερωτά με μια Θεά, ίσως η Θεά Αφροδίτη η ίδια είχε αποφασίσει απόψε να του ξεπληρώσει τα κρίματα του γιου της, ίσως κάποια νύμφη, ίσως κάποιο πνεύμα της φύσης. Αμέσως όμως απεδίωξε την σκέψη από το μυαλό του. Είχε ανάγκη να αφήσει τις αισθήσεις του ανοιχτές στη ζωώδη ηδονή. Θεά η Θνητή απόψε θα την έκανε δικιά του μέχρι τέλους.



Τελικά, ο φίλος τους, τους έσωσε και τους δυο από την περίεργη σιγή ξεκινώντας να μιλάει για τη δουλειά του. Εκείνος αφοσιωμένος στη δικιά του, εκείνη στη δικιά της, άρχισαν αμέσως ως σωστοί μαθητές να προωθούν αυτό που έκαναν. Οι υπόλοιποι της παρέας όλοι λίγο πολύ βολεμένοι, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι ιδιωτικοί, ότι και να έκαναν ήταν άνθρωποι που το βλέμμα τους είχε στεγνώσει χρόνια πριν. Ενώ τα δικά τους ακόμη έψαχναν, αχόρταγα βλέμματα αποζητούσαν την πρόκληση, το διαφορετικό, ήταν ταυτόχρονα υγρά, σαν πήγες έτοιμες να σου προσφέρουν την δροσιά τους και θελκτικά σαν τα νερά της λήθης. Εκείνη εντυπωσιάστηκε από εκείνον, που λίγο μετά τα τριάντα ακόμη πίστευε πως η επιστήμη του μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, εκείνος εντυπωσιάστηκε από μια γυναίκα που είχε γνώση του κόσμου και σε αντίθεση με τις λοιπές της παρέας, τεκμηριωμένη άποψη για την ζωή. Εκείνη είχε διαβάσει πολύ, εκείνος κάτι λιγότερο όμως η διψά του ακόρεστη. Εκείνη πλέον ρούφαγε τη ζωή ως βίωμα. Εκείνος ακόμη είχε ανάγκη την ερμηνεία. Και οι δυο όμως μπορούσαν να μιλάνε με την ίδια άνεση για τα ίδια θέματα αναπτύσσοντας επιχειρήματα και βρίσκοντας κοινούς τόπους. Κανά δυο φορές ο καθένας τυχαία συμπλήρωσε την φράση του αλλού, και οι δυο εντυπωσιάστηκαν ο ένας με τον άλλο, αυτός νόμισε πως αυτό ήταν κάποιο σημάδι. Δεν μίλησαν πολύ, η συζήτηση για την δουλειά έληξε άδοξα γιατί οι δυο τους πήραν τα ηνία και οι υπόλοιποι έχασαν το ενδιαφέρον τους. Ο φίλος του, πάντα επόπτης, φρόντισε να υπάρχει συνεχή ροή αλκοόλης στο τραπέζι. Ήταν αρκετά φίλος για να ξέρει ότι όφειλε στην μητέρα φύση να οδηγήσει τον έναν στην αγκαλιά του άλλου.


Ήταν και οι δυο γυμνοί πάνω στα υγρά πλέον σκεπάσματα. Το πώς άντεχε το κρεβάτι την συνεχή τους κίνηση ήταν άξιο απορίας, αργότερα ανακάλυψαν ότι στην ουσία δεν ήταν κοινό κρεβάτι αλλά χτισμένο, μαρμάρινο, σαν βωμός. Αγκάλιασε με την παλάμη του το στήθος της. Τύλιξε τα δάχτυλα του γύρω από τα εύπλαστα βουνά όπως ο αρτοποιός μαλάζει τη ζύμη. Έκυψε να τα φιλήσει. Τα πίεσε ελαφρά, τέντωσε τη γλώσσα του και τα έγλειψε από τη βάση προς τα πάνω. Στην ρώγα της η γλώσσα του πετάρισε και έκανε ένα μικρό άλμα. Μετά ρούφηξε τις ροδαλές τις ρώγες και αυτές σκλήρυναν, μεταμορφώθηκαν σε διακόπτες ηδονής. Συνέχισε... Εκείνη βόγκηξε για πρώτη φορά από ηδονή, καθώς ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Γραπώθηκε από τα μαλλιά του και τον πίεσε, σαν να τον προέτρεπε να δαγκώσει τα πλούσια μήλα της. Την δάγκωσε, στην αρχή απαλά και μετά πιο δυνατά. Εκείνη τινάχτηκε πίσω, το κεφάλι της ακούμπησε στο στρώμα, το κορμί της πήρε κλίση, ανασηκώθηκε το στερνό της και οι γοφοί της. Εκείνος συνέχισε παρακάτω. Το αιδοίο της ήταν απαλλαγμένο από το πυκνό δασός που κοσμεί την κορυφή της ηδονής και αυτό του έδινε την δυνατότητα να έχει πλήρη επίγνωση των κινήσεων του στην περιοχή. Η μαγική κορφή ξεπρόβαλλε σχεδόν επιδεικτικά ανάμεσα στα χείλια, και εκείνος για ένα λεπτό χάρηκε, αυτό σήμαινε ότι τα στήθη της είχαν ήδη ξεκινήσει την ηδονή της. Έσκυψε και την φίλησε αργά, βασανιστικά, όπως σκύβουν οι ευσεβείς στην εκκλησία να προσκυνήσουν της εικόνες της Παναγίας, έτσι αυτός ασπαζόνταν βωμό μιας Φροϋδικής ηδονής, μιας ανθρώπινης παροιμίας. Την φίλησε και εκείνη γράπωσε τα μαλλιά του και τον τράβηξε δυνατά ανάμεσα στα ποδιά της. Κόντεψε να πάθει ασφυξία, τι γλυκός θάνατος σκέφτηκε για μια στιγμή, τι γλυκό ανάμεσα στα ποδιά της. Εκείνος άρχισε να ζωγραφίζει με τη γλώσσα του τα γράμματα της αλφάβητου, σαν τον γλυπτή που δουλεύει τον πηλό με τα χέρια του συνεχόμενα μέχρι να του δώσει το ποθητό σχήμα, έτσι αυτός δούλευε το όρος της Αφροδίτης με τη γλώσσα του. Εκείνη σε μια στιγμή οργασμού, ξάπλωσε όλο της το κορμί στο κρεβάτι, έσφιξε με τα χέρια της τα σκεπάσματα και ανασήκωσε τους γοφούς της. Εκείνος συνέχισε και εκείνη για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια άφησε την πνοή της να βγει ηχηρή μέσα από τα πνευμονία της. «Μην σταματήσεις» του ψέλλισε. Εκείνος σαν το γεωργό που γνωρίζει πότε να απλώσει το χέρι να δρέψει το ώριμο φρούτο, χωρίς να σηκώσει ούτε στιγμή την μορφοπλάστρια γλώσσα του την άγγιξε με τα ιδρωμένα του χέρια. Εκείνη ένιωσε το όρος να γίνεται ηφαίστειο και το κορμί της κοκκίνισε ολόκληρο. Το χρώμα του δέρματός της ακολούθουσε την γήινη ομορφιά του κορμιού της. Δεν ήταν από εκείνα τα δήθεν latin, ξεροψημένα από τον ήλιο κορμιά που μυρίζουν το ψεύτικο άρωμα του αντηλιακού και έχουν γεύση πλαστικού. Όχι! Το δικό της κορμί είχε μια ολόδικιά του μυρωδιά, μύριζε σαν βρεγμένο χώμα ενός κήπου γεμάτου ρόδα και γιασεμιά μετά από μια απογευματινή μπόρα, λίγο βράδυ πριν ανοίξουν τα γιασεμιά εντελώς. Το κορμί της μύριζε σαν γιασεμί και η σάρκα της είχε γεύση ρόδου. Το χρώμα της ήταν φυσικό, η σάρκα είχε σημεία που η προστασία τους από τον καλοκαιρινό ήλιο τα έκανε να ξεχωρίζουν σαν μικρές οάσεις στο κατά τα άλλα χρυσαφένιο της κορμί. Είχε όμως και μικρά ροζ εξανθήματα διάσπαρτα αν και αργότερα κατάλαβε ότι αυτά μάλλον ήταν τα σημάδια του έρωτα εκείνης της νύχτας. Τα χεριά του, συντρόφευαν πλέον την γλώσσα του και εκείνη είχε επιδοθεί σε μια συναυλία αλαλαγμών. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί αλλά δάγκωσε τόσο δυνατά τα χείλια της που μάτωσε λίγο, εκείνος σκέφτηκε να σταματήσει αλλά εκείνη σαν να το κατάλαβε τον τράβηξε με τα χεριά της να συνεχίσει. Ο έρωτας μεταξύ τους πλέον είχε ξεπεράσει τα κοινά όρια, δεν μετρούσαν τους διαδοχικούς οργασμούς της ή το γεγονός ότι αυτός όσο την περιποιούταν ήταν ακόμη σκληρός και έτοιμος να μπει μέσα της ανά πάσα στιγμή, δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την ηδονή, γιατί αυτή είχε έλθει και είχε παρέλθει, γιατί είχε γεμίσει το δωμάτιο με την μυρωδιά τους, το μονό που τους ενδιέφερε τώρα ήταν η ένωση.



Εκείνος ήταν πλέον έτοιμος να την διεισδύσει. Τόση ώρα συγκρατούσε την δικιά του ηδονή, βασανιστικά για αυτόν αλλά και εγωιστικά. Ήταν κανόνας του να μην διεισδύει τις συντρόφους του αν δεν ήταν σίγουρος οτι ήταν έτοιμες να δεχτούν την ηδονή του έρωτα στο κορμί τους. Η στιγμή της ένωσης πλησίαζε και η ηδονή και των δυο είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήταν και οι δυο κόκκινοι, με τόσους σφυγμούς που υπό νορμάλ συνθήκες η καρδιά δεν θα άντεχε. Μπήκε μέσα της σαν ένας ευγενικός πολεμιστής στον πόλεμο. Εκείνη έσφιξε τα χεριά της στα μπράτσα του και τα ποδιά της στη λεκάνη του. Τα νύχια της διαπεράσαν την σάρκα του και το αίμα που έτρεξε από τα μπράτσα του άγγιξε το κρεβάτι. Είχαν βαλθεί να του αφήσουν πληγές πόθου και τις μαρτυρίες αυτού του αχαλίνωτου νυχτερινού πάθους. Αν ήταν άλλη στιγμή αυτός ο πόνος θα τον είχε αναγκάσει να σηκωθεί και να τρέξει αλλά δεν είπε τίποτα μόνο συνέχισε όσο πιο βαθειά, με την ιδία σταθερή ταχύτητα δίνοντας έμφαση στο ηβικό οστό του να πιέζει όσο περισσότερο γίνεται το δικό της. Το κλείδωμα των κορμιών τους, τον ανάγκασε να πιέσει να μπει πιο βαθειά. Ο ευγενικός πολεμιστής με το δόρυ του ήταν πλέον ο κατακτητής της εύφορης κοιλάδας**. Εκείνη είχε εγκολπώσει το δόρυ του και έσφιγγε τα ποδιά της όλο πιο δυνατά, δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Εκείνος, είχε αφήσει το δόρυ του να εγκολπωθεί στην εύφορη, υγρή τούτη κοιλάδα και τώρα ένοιωθε πως ήθελε να την διαπεράσει. Ήθελε να σκίσει τα σωθικά της και να περάσει μέσα της, στην ιδία την ουσία της ύπαρξης της, ήθελε να γίνει ένα με τούτο το κορμί, να τον αφομοιώσει και να την αφομοιώσει, ένα κορμί με δυο κεφαλιά, τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια, τέσσερα μάτια, ένα ανδρογύνυ.



Το σπέρμα του συνάντησε τις κολπικές εκκρίσεις που εκτιναχτήκαν με βία από μέσα της σχεδόν αγωνιζόμενες να βγουν έξω όσο το σπέρμα του αγωνιζόταν να μπει μέσα. Εκείνη δεν είχε ξανατελειώσει έτσι., εκείνος κόντεψε να εκραγεί η βάλανος του όταν τελείωνε, εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είχαν δώσει και οι δυο άδεια ο ένας στον άλλο να κοινωνήσουν με τα υγρά τους. Δεν είπαν τίποτα, δεν άναψαν τσιγάρο, δεν σηκωθήκαν να καθαρίσουν τα κορμιά τους από τα σημάδια του έρωτα, μόνο αγκαλιαστήκαν, δυνατά πολύ δυνατά, σαν να ήξεραν ότι το πρωινό που θα ερχόταν θα έφερνε μαζί του και έναν κόσμο που καλυτέρα να μην υπήρχε, για κανέναν. Αγκαλιαστήκαν και δίχως φωνή έμειναν έτσι ολόκληρη τη νύχτα, ο ένας πλάι στον άλλο, να ανταλλάσουν τις πνοές τους, με τα γυμνά τους σώματα να εφάπτονται, καθώς τα υγρά του ερωτά τους στέγνωναν με την βοήθεια του χρόνου, επάνω τους και στο βωμό της πράξης τούτης. Ήταν σαν το υγρό που στέγνωνε να ήταν οξύ που μαρκάριζε της ψυχές τους, οι εκκρίσεις του έρωτα γίνονταν τώρα ένα οξύ που έκαιγε τη σάρκα για να αποτυπώσει στους μύες, τις αναμνήσεις μιας νύχτας που ποτέ δεν θα επαναλαμβανόταν...


Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε… Έβγαλε το χέρι της από πάνω του και το ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι. Ντύθηκε αθόρυβα. Σαν κλέφτης, που έρχοταν και έφευγε… Δεν ήθελε να την ξυπνήσει, τι θα της έλεγε; «Ξέρεις έχω και μια ζωή έξω από το νησί…Μια ζωή στην οποία δεν χωράω καλά - καλά εγώ, πόσο μάλλον εσύ. Γιατί αν σε αφήσω να μπεις στη ζωή μου θα καταστραφούμε και οι δυο… Δεν αξίζει…» Όχι δεν μπορούσε. Ο Θεός, το συμπάν, η μοίρα, το κισμέτ, αυτός, εκείνο που θέτει τα πράγματα σε κίνηση είχε χιούμορ και μάλιστα μωβ… Ήταν τούτη την ώρα που έβγαινε στον πρωινό ήλιο, που ένιωσε τα σημάδια της χτεσινής νύχτας να εντυπώνονται πάνω του, στο φως της μέρας, οι πράξεις της νύχτας εντυπώνονταν επάνω στο κορμί του σαν σε βίαιη αντίδραση, όπως οι βρικόλακες καίγονται από το φως, όπως το κάλλιο «τσιρίζει» όταν καίει την ανθρώπινη σάρκα, έτσι καίγονταν επάνω του τα φιλιά της, οι δαγκωματιές της... Σκούπισε με μια υγρή πετσέτα το αίμα από τα μπράτσα του και προσεκτικά φόρεσε το πουκάμισο του. Καθώς πάτησε έξω από την πόρτα σταμάτησε για ένα λεπτό. Γύρισε και την κοίταξε. Δεν είχε δεύτερες σκέψεις, έτσι ήταν καλυτέρα, ήθελε όμως να εντυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του. Δεν θα την ξέχναγε ποτέ, την μυρωδιά της, τα μαλλιά της, το δέρμα της, τις ιαχές τις, όσφρηση, γεύση, αφή, ακοή οι τέσσερεις τούτες αισθήσεις δεν θα την ξέχναγαν ποτέ... Όμως η όραση του... Σε αυτή την αίσθηση, δεν είχε εμπιστοσύνη... Αυτή ήταν απατηλή αίσθηση, προδότρα... Ήθελε λοιπόν για μια τελευταία φορά να την εντυπώσει στην όραση του. Γύρισε. Έκλεισε την πόρτα. Έστριψε ένα τσιγάρο με γλυκόριζα το άναψε και άρχιζε να κατηφορίζει προς την πόλη, να πάρει το αμάξι να γυρίσει στο χωριό... Αύριο θα έφευγε από το νησί... Τώρα έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, αρνιόταν το νησί και τα δώρα του... Καλωσόριζε την μιζέρια της πόλης...

Εκείνη είχε ξυπνήσει πιο πριν από αυτόν. Τον είδε να κοιμάται όμως, και ξάπλωσε πλάι του, κούρνιασε στην αγκαλιά του... Δεν ήθελε να ξημερώσει... Ο αυγερινός που ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα, ακολουθούμενος από το άρμα του Απόλλωνα την τρόμαξε... Κάτι ψιθύρισε, σαν μια προσευχή στους θεούς, στο Συμπάν, να σταματήσει για λίγο την κίνηση του, να την αφήσει για λίγο ακόμα μέσα στην αγκαλιά του... Αλλά το συμπάν σε αιώνια κίνηση όπως πάντα αγνόησε την επιθυμία μιας θνητής και προχώρησε μπροστά, δίχως άλλη ευκαιρία, δίχως σταματημό, ο χρόνος... Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε μέσα από τα δήθεν κλειστά της βλέφαρα, να σηκώνεται και να ντύνεται αμέσως αλλά δεν είπε τίποτα, γύρισε απλά από την άλλη μεριά του κρεβατιού, όπως θα γύριζε κάθε κοιμώμενος, να κρύψει ο δάκρυ που κύλησε από το πρόσωπο της. Όταν εκείνος βγήκε από την πόρτα και προχώρησε προς τα κάτω εκείνη σηκώθηκε δακρυσμένη. Πλησίασε στο παράθυρο. Άναψε τσιγάρο και τον κοιτούσε που κατηφόριζε... Δεν ήξερε γιατί, μα τα δάκρυα στέρεψαν γρήγορα... Ένα πρωινό αεράκι στέγνωσε το πρόσωπο της και έκανε εκείνον να σφίξει λίγο το τζάκετ του... Τον κοίταζε επίμονα, ελπίζοντας πως θα γυρίσει να την δει στο παράθυρο, να της ρίξει μια ματιά να της πει ένα αντίο, αλλά εκείνος προχώρησε μπροστά, είχε ήδη πάρει την απόφαση του. Ένοιωσε μέσα της μια ανακούφιση... Φόρεσε αργά τα ρούχα της... Τακτοποίησε το δωμάτιο... Αύριο θα έφευγε, ο δικός της γάμος την περίμενε στην άλλη μεριά της θάλασσας και τώρα ήξερε πως πρέπει να γυρίσει στην ασφάλεια...

*Succubus = Δαίμονας, που λαμβάνει γυναικεία μορφή, ο οποίος ρουφάει την ενεργεία που παράγεται από την ερωτική πράξη. Εισβάλει στα όνειρα των θυμάτων του (ανδρών) με γυναικεία μορφή και τους αναγκάζει σε συνουσία κατά την διάρκεια της οποίας απομυζά την ερωτική τους ενεργεία μέχρι να τους εξοντώσει πλήρως. [http://en.wikipedia.org/wiki/Succubus, 05/12/08]

**Παράφραση απο το Κινεζικό Ερωτικό ΤΑΟ