Wednesday, January 26, 2005


Είναι μερικές λέξεις σκέφτομαι,
Μικρές, μεγάλες στο μέγεθος, δεν έχει σημασία...
Απλές και πάλι συνθέτες, δεν έχει σημασία...

Είναι όμως πουλιά με φτερά ατσαλένια που από στόμα σε στόμα,
Ξορκίζουν το κακό που αδημονεί στης καρδιάς τα βάθη...

Από αυτό που μας ταράζει τις όμορφες νύχτες όταν βρέχει...

Κάτι βρώμικο ίσως; Βίαιο;
Κάτι που σπάει τους κανόνες της ηθικής και της κοινωνίας;
Κάτι όμως τόσο ερωτικό, τόσο μυσταγωγικό...
Κάτι που φτάνει ιδέα να αγγίξει τα χείλια σου για να σφαδάξει από πόθο όλο σου το κορμί...

Αυτές τις λέξεις ζητάει κι’ έρμη μου η καρδιά...
Αυτές τις λέξεις έχω και ‘γώ από καιρό ξεχάσει...
Ανταριασμένα τα νερά,
Μαύρα τα σύννεφα,
Μαύρη κι’ η καρδιά…

Πλησιάζουμε στο τέλος μιας εποχής,
Λάλησε ο Προφήτης…:
«Και θα γεννηθεί από τις στάχτες βρέφος νέο να τους οδηγήσει στις νέες πατρίδες πέρα από τα άστρα…»

Τα μαύρα ετούτα σύννεφα, μαύρη μου κάνουν την καρδιά…
Και από τα σπλάχνα μου μέσα μια κραυγή…
Κρώζει την Άνοιξη να βρει…

Βίαια και Μανιακή, Μαύρη δίχως άλλο, η κραυγή χιλίων νεκρών…
ΝΑΙ! Από τα σαπισμένα μου σπλάχνα κάτι σπρώχνει να βγει…
Βραχνιασμένο, σχεδόν που αναπνέει το συναίσθημα,
Θέλει να τρελάνει…
Θέλει να σκοτώσει…

Η δικιά μου ανθρωπότητα καίγεται απόψε…
Βλέπω τους γονείς μου εσταυρωμένους Ανάποδα και εγώ αμνός σε αλλόθρησκη τελετουργία…

Τα ξεσκισμένα μου σωθικά πέφτουν στη φωτιά και σκάει!
Σκάει η φωνή, γίνεται καπνός κι’ υστέρα αγέρας
Θάνατος να μυρίσει, το κόσμο, πλημμυρίσει…

Σαπισμένα κορμιά να φαγωθούν μεταξύ τους.
Η ανθρωπότητα να πεθάνει, η ψυχή μου ν’ αναστηθεί…

Όλα να σβήσουν και να ξαναρχίσουν από την αρχή!

Τα μάτια μου, αίμα κλαίνε…
Η πικρά της ψυχής μου βγαίνει τώρα από αυτά,
Εγώ να ηρεμήσω,
Το μυαλό μου να σταματήσω…

Οι εικόνες εδώ τελειώνουν, μετά την καταστροφή: – Η Γαληνή.
Μετά το Θάνατο, επιτελούς τα πράσινα λιβάδια οπού ο Λύκος ζει μαζί με το Πρόβατο...
Ιδού οι ψυχές μας αναπαυμένες...