Κάπου εκεί στο Βορρά,
για δεύτερη φορά,
ανακάλυψα στο λευκό το χιόνι θαμμένα μυστικά.
Με συντροφιά κάτι πακέτα τσιγάρα, λίγη τσικουδιά και ένα κομμάτι φέτα,
Μια γεύση από πατρίδα και μια ρουφηξιά θανάτου για την παρέα,
Ξεκίνησα κι' απόψε μια δεύτερη φορά...
Μέσα από στιγμές μαγνητισμένες και αιχμάλωτες στα 12 mp ανακάλυψα και πάλι την ιστορία ενός φίλου...
Σε μια χωρά ξενική, για μιαν αγάπη ξενική και έναν πόθο αυστηρά ελληνικό
είδα την ιστορία να ξαναγράφεται μοντέρνα και αυστηρή...
Ποσά κορμιά λιγοψυχήσανε στο δικό σου κορμί, τον ρώτησα...
Και χαμογέλασε αμήχανα
Ταξιδιώτες του είπα είμαστε όλοι
Αέναοι μαθητές στο ταξίδι της ζωής
Και συμφώνησε αμήχανα
Γυρίσαμε εδώ γύρω, και ανάμεσα σε πλοία και πρωτεύουσες, δρόμους και ανθρώπους
Μέσα από βράδια μεθυσμένα, αποπνικτικά
Γυναίκες και άντρες, ξανθοί με χρυσαφένια μαλλιά και λευκοί σαν το γάλα
Λαμόγια και συμμορίες κρυμμένα στις γωνίες
Στιγμιαίες γνωριμίες, ποτέ αλλιώτικες, με την αποτυχία της ματαιοδοξίας
Το κάτι για εμάς, και το τίποτα για τους άλλους να γεμίζει τις τσέπες μας
Ξαναβρήκαμε τους εαυτούς μας...
Δεν φέρνουμε πίσω ενθύμια και κατακτήσεις, παρά μόνο εμάς και μια ματιά αλλαγμένη...
Είπαμε πως ίσως κάποτε,
Να αλλάξουμε...
Κάποτε,
Να γυρίσουμε κατακτητές...
Κάποτε,
Να φύγουμε κατακτητές...
Μα θα πεθαίνουμε με την Ελπίδα...
Ας ελπίσουμε πως θα έχουμε πρώτα ταξιδέψει όσο μας βαστάζει...
Είδαμε και περπατήσαμε,
Απαθανατίσαμε.
Αιωνία η ματαιοδοξία να μην χαλάσει το χαρτί
Μα οι καλύτερες μνήμες για πάντα θα μείνουν ατύπωτες μα χαραγμένες...
Και όπως ήρθα έτσι φεύγω,
Με δυο βαλίτσες πιο γεμάτες,
Μια γεύση από το αλλού,
Και την ελπίδα να την κρατήσω μέσα μου,
τόσο όσο θα χρειαστεί ν' αλλάξω...
για δεύτερη φορά,
ανακάλυψα στο λευκό το χιόνι θαμμένα μυστικά.
Με συντροφιά κάτι πακέτα τσιγάρα, λίγη τσικουδιά και ένα κομμάτι φέτα,
Μια γεύση από πατρίδα και μια ρουφηξιά θανάτου για την παρέα,
Ξεκίνησα κι' απόψε μια δεύτερη φορά...
Μέσα από στιγμές μαγνητισμένες και αιχμάλωτες στα 12 mp ανακάλυψα και πάλι την ιστορία ενός φίλου...
Σε μια χωρά ξενική, για μιαν αγάπη ξενική και έναν πόθο αυστηρά ελληνικό
είδα την ιστορία να ξαναγράφεται μοντέρνα και αυστηρή...
Ποσά κορμιά λιγοψυχήσανε στο δικό σου κορμί, τον ρώτησα...
Και χαμογέλασε αμήχανα
Ταξιδιώτες του είπα είμαστε όλοι
Αέναοι μαθητές στο ταξίδι της ζωής
Και συμφώνησε αμήχανα
Γυρίσαμε εδώ γύρω, και ανάμεσα σε πλοία και πρωτεύουσες, δρόμους και ανθρώπους
Μέσα από βράδια μεθυσμένα, αποπνικτικά
Γυναίκες και άντρες, ξανθοί με χρυσαφένια μαλλιά και λευκοί σαν το γάλα
Λαμόγια και συμμορίες κρυμμένα στις γωνίες
Στιγμιαίες γνωριμίες, ποτέ αλλιώτικες, με την αποτυχία της ματαιοδοξίας
Το κάτι για εμάς, και το τίποτα για τους άλλους να γεμίζει τις τσέπες μας
Ξαναβρήκαμε τους εαυτούς μας...
Δεν φέρνουμε πίσω ενθύμια και κατακτήσεις, παρά μόνο εμάς και μια ματιά αλλαγμένη...
Είπαμε πως ίσως κάποτε,
Να αλλάξουμε...
Κάποτε,
Να γυρίσουμε κατακτητές...
Κάποτε,
Να φύγουμε κατακτητές...
Μα θα πεθαίνουμε με την Ελπίδα...
Ας ελπίσουμε πως θα έχουμε πρώτα ταξιδέψει όσο μας βαστάζει...
Είδαμε και περπατήσαμε,
Απαθανατίσαμε.
Αιωνία η ματαιοδοξία να μην χαλάσει το χαρτί
Μα οι καλύτερες μνήμες για πάντα θα μείνουν ατύπωτες μα χαραγμένες...
Και όπως ήρθα έτσι φεύγω,
Με δυο βαλίτσες πιο γεμάτες,
Μια γεύση από το αλλού,
Και την ελπίδα να την κρατήσω μέσα μου,
τόσο όσο θα χρειαστεί ν' αλλάξω...
* Στο φίλο μου Σ. και στη ζωή που χτίζει σε κρύα, χιονισμένα τόπια...