skip to main |
skip to sidebar
Somewhere,
Rainy island
The shepherd teaches
Memory denounced in the colors
Beside, a Palm-tree – plastic
Underneath however
Shadow of electronic diodes
Baal gathers his flock
Under the shadow of the Shepherd
Hebetic, vernal bodies
Prostitute
Amidst dancing litanies
And colorful mantles
Sacrifice
How do you paint
A night, full of
Short dresses and
Hormones?
People’s desire
Buddha was right
You need to kill desire
The need of a touch
In these times
It’s like betrayal.
The physical body
Becomes
The master of the spirit
What is it to be born of it?
The body of ash
The spirit of gold
What lays
What flies
Untouchable beauty
Ineffable touch
The works
A path of sorrows…
So lost
So lost
So close
Yet so far apart…
On our cigarette buds,
Lights the hope
of tonight…
Looking
Me,
You!
Some connection
Something
To keep talking
Something…
These failed attempts
To communicate
Will eventually
Lead to
My bed
It’s strange
We don’t need
To talk
There is nothing
Between us
And yet your screams
And my cum
Seem so
Terminal
You drink
Inexorably
My lies
And cheap Tequila
Shots
How?
Have you chosen?
To what wayward
Power
Desire
Biology
Need
Social imperative
You find yourself
Chained tonight?
Tomorrow
As you wake up
Naked next to me
In a foreign land
Your perfume, I will
Have already showered off…
Nothing of this
Will be ever
Spoken again…
Beyond an awkward
“Good Morning”
Like nothing ever
Happened…
Makes sense
Out of Nothingness
Nothingness is born
Even if in the form
Of carnal consummation...
We leave exactly, as we
Met…
Strangers…
What beauty is that
That lays beside you?
No unicorn can
Fight the lioness
And suddenly the sky explodes!
Lost the eyes
Never return
To the point before...
We're all on drugs the ancient from Persepolis remarked.
Parthenon screamed
What do you mean higher standards the bride of Prassov asked?
What are u looking if not what everyone else?
Under your bosom hides the sun I said…
She laughed disapprovingly...
Since we’ll not fuck today
Let's at least dance,
Or something...
Ω Γυναίκα εσύ,
τόσα χρώματα
έχουν περάσει απ’ τα μαλλιά σου,
τα χείλη σου,
τα νύχια σου…
Δεν έχει σημασία
τι φοράς
αν πίνεις ή καπνίζεις.
Ούτε η δουλειά σου ρόλο παίζει…
Μόνο, οι επιλογές σου…
Κλεοπάτρα,
Βασίλισσα των Θηβών,
σαγηνεύτρα των πληθών
Γιατί χορεύεις μπροστά μου;
Ω Σαλώμη!
Αρέσκεσαι σε τρόπαια
και βεβαίως τροπαιούχους…
Ο Καίσαρας σου μοιάζει
όντως για Θεός.
Σου αρέσει,
υποτασόμμενη να υποτάζεις
το λιοντάρι
στα λαγόνια σου ανάμεσα
να φυλακίζεις, την πιο
δυνατή στιγμή…
Κι όμως είσαι καταραμένη
και ονειρικά αφελής.
Σαν την Κλεοπάτρα
θα πεθάνεις…
Από τσίμπημα φιδιού.
Κι όταν θα κείτεσαι νεκρή
ρόλο πια δεν θα παίζει
αν το φίδι
ήταν Κόμπρα βασιλική
ή μια απλή Οχιά…
Εσύ που αρέσκεσαι
να προτιμάς
χρυσοποίκιλτα σπαθιά
με ωραίες λαβες,
εσύ που ποτέ σου δεν
σπούδασες
πραγματικά…
Μισείς την πένα
σε αρρωσταίνει το μελάνι.
Γιατί βέβαια ο Χρυσός
φαίνεται
μα το μελάνι;
Ακόμη κι ο Βασιλιάς
σε λευκό χαρτί
με μαύρο μελάνι καταγράφει
όπως κι ο φτωχός.
Μα ο τελευταίος
Ούτε βρυχάται
ούτε ξεσκίζει σάρκες…
Ο έρωτας σου
αντάξιος,
άγριος,
αδάμαστος,
δίχως ταμπού,
τέλειος
μα και συνάμα
ψεύτικος.
Μια λεπτεπίλεπτη διαδικασία
υπόταξης και υποταγής.
Συλλογή ανδρικών μορίων
Κοσμεί τους τοίχους
των ονείρων σου…
Και μέσα σ’ όλα αυτά
κάθε πρωί που ξυπνάς
αρέσκεσαι
μπροστά στον καθρέφτη
να λες στον εαυτό σου
πως αδυνατείς
να καταλάβεις
γιατί κι απόψε ξύπνησες
μονή…
Το ψέμα σου
κατάματα σε κοιτά.
Πότε ένας Στρατηλάτης
κοίταξε πίσω του
για δεύτερη φορά
κατακτημένη πόλη;
Upon the night's bright young stars
We drank
A beer or two
Until we discovered
Deep down inside
We are all dust
Our complex entwinements
Our diverse paths
The creation of stars
But more
The humanity unveiled
The river is always renewed
And as the last ones
Standing, we abjure
Our externalities
To the bottom
Of our abode sanctums
The rain keeps falling
The temperature
But today is a warm day
Because once again
We, the earth has come
Circle full
Let the journey begin...