Showing posts with label Άτιτλα. Show all posts
Showing posts with label Άτιτλα. Show all posts

Sunday, August 03, 2008

ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Τι είναι ο έρωτας, αν η άνοιξη δεν δει την αυγή στα μάτια σου;
Τι είναι η αγάπη, αν όχι το απαλό σου δέρμα, η άμωμη καρδιά, η ευγενική φύση, οι ήσυχοι αγχοί σου, κι ολα της φύσης τ’ αγαθά που ‘ναι δικά σου;
Ποιες γιορτές και ποιες θυσίες θεϊκές μπορούν ποτέ με μια νύχτα μαζί σου να συγκριθούν;
Πως μπορώ τα φιλιά σου να μην ονειρεύομαι, κι ας είναι στο θάνατο να μ’ οδηγήσουν;

Η ΙΚΕΣΙΑ

Αχ Θεοί! Ακούστε μου τούτη την Προσευχή...
Πως για τούτη τη γυνή, για τούτο το κορμί καίγομαι και το θάνατο μου πενθώ...
Πως με σαγηνέψε ο Έρωτας με τα πυριφλεγή του βέλη...
Πώς να λυτρωθώ, δεν ξέρω!
Πού να σβήσω τούτες τις φλόγες, που σιμά θα κάψουν την ψυχή μου;
Αχ Θεοί! Βοηθήστε με!

ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Αχ! εσύ Γυναίκα που σαν ξαπλώνεις το κορμί σου στη γης να ξαποστάσει αναντρανίζονται βουνά και βαθαίνει η Θάλασσα...
Πώς, σε τούτα του κορμιού σου τα βουνά να αναρριχηθώ,
Πώς, να κατέβω τις πλαγιές σου,
Πώς, να μεθύσω στις πηγές σου;
Πώς, την φύση σου την άγρια να υποτάξω;

ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Γείρε εσύ Ω! Μάνα των όλων...
Γείρε και δάνεισε μου Άνθη ευωδιαστά, Θηρία φοβερά, Καρπούς και Μέλι στα πόδια της να τ' αφήσω μπας κι' ανοίξει για με τα σφαλιστά της χείλη...
Γύρε Άνεμε, Γύρτε Βουνά, Γύρε Θάλασσα...
Άνεμε δρόσισε την, Βουνά ανυψώστε την σε θρόνο αρμοστό, Θάλασσα πρόσφερε τ' αγαθά σου...
Ανέτειλε και 'Συ Ήλιε ψηλά εκεί στα ουράνια και χρύσωσε την...
Να την 'δούνε οι Θεοί και ευτύς να πουν πως τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει πιότερο...
Να την δει η πλάση με τα δικά μου μάτια και να αναφωνήσει, σαν πως τίποτα δεν την φτάνει, να την στέψει...

ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φτάνουν τούτα;
Πες μου, τι άλλο να κάνω;
Πες μου πώς θες ο Δούλος σου να σε υπηρετήσω;
Μίλα μου Πριγκίπισσα Εσύ...
Ρίξε μια ματιά, ένα ελάχιστο νόημα του κεφαλιού...
Πώς να το κερδίσω;
Πως θα σε πείσω ένα φιλί να μου χαρίσεις;
Ακόμη και αν μου κοστίσει ότι από την ψυχή μου έχει απομείνει, θέλω εγώ τούτα τα ροδαλά χείλη να φιλήσω...
Στα χέρια μου να σε πάρω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου κι ας είναι μέσ' την πλάση σου να χαθώ, να εξαφανιστώ...
Κάθε μου πτυχή, κάθε ουσία...

Τι Πλάσμα είσαι εσύ τελικά που στην καρδιά μου τέτοιο πύρινο ασάλευτο πόθο έχεις κανονίσει;
Είσαι κοινή; Είσαι μήπως σύντροφος, σειρήνα του πελάου ή Θεά;

Αχ έρμα μου μάτια που έχετε τυφλωθεί,
Αχ μυαλό δουλικό,
Ψυχή Φαρμακωμένη από τούτον τον αγγελικά πλασμένο δαίμονα...
Θεά τον διατάζει, Θεά σε υποτάζει...
Δεν γίνεται αλλιώς!
Τι φταις κι εσύ φτερωτό πλάσμα που τούτη η Θεά και σένα μάγεψε και σ' έστειλε να με κάψεις;

Saturday, July 26, 2008



Κάθομαι στην παραλία,
έχω ξαναϋπάρξει σε αυτό το μέρος,
με κάποιο πρόσωπο πολύ αγαπημένο .

Και τώρα είμαι πάλι.

Άλλα πρόσωπα να συμπληρώνουν την εικόνα,
και εγώ μονάχος στο φως να εξιστορώ.

Η ενθύμηση πικρό πιοτό στα χείλη,
ασυνόδευτο δίχως πάγο, δίχως αλάτι.

Οσφραίνομαι, γεύομαι, γεύσεις και αρώματα του χτες.
Ο κυματισμός σε θυμίζει,
Οι ήχοι της θάλασσας...

Ακόμη και σήμερα,
μετά από τόσα χρόνια σε ονειρεύομαι...

Σε τούτα τα μέρη
Σε κείνο το καλοκαίρι...

Monday, July 07, 2008



Θολώνουν οι μορφές το νου
Ιππεύω το μαύρο άτι τ' ουρανού
Ανοίγει το μάτι στ' άστρα
Να ταξιδέψει, να ξεφύγει το μυαλό

Μακρυά από τις μορφές που καταδυναστεύουν
Μακρυά από τις μορφές που δένουν την ψυχή

Συμπλέκονται οι μορφές σ' ένα χορό
Νεκρά τα κουφάρια των ηρώων
Νεκρά τα κουφάρια των θεών
Ποιο μάτι είναι τούτο που το χορό θ' αντέξει;

Σαγηνευτικές μορφές
Με σώμα γυναίκας με κεφάλι μέδουσας
Σε καλούν στο χορό τους
Όπως οι γοργόνες τον Οδυσσέα
Θα πετρώσεις και θα συντριβείς στα βράχια
Τίποτα από 'σενα δεν θα μείνει ζωντανό














Μόνη σου ελπίδα οι ιαχές των χιλιάδων ηρώων που,
Κρύβονται μέσα σου και φωνάζουν να βγουν
Ν' αρπάξεις το σπαθί του Περσέα,
Να κόψεις τα κεφάλια
Να κάψεις τα κορμιά
Τις μορφές ξορκίσεις
Τον ουρανό, το νου, να λευτερώσεις










Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Είσαι ' συ ο δυστυχής
Ακούς το όνομα σου που το φωνάζουν;
Οι μορφές σε καλούν στον Θάνατο
Τα φαντάσματα στη λήθη

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις δυνάμεις
Δεν έχεις νου
Το σπαθί να αντρειώσεις
Με τα φτερωτά παπούτσια μακριά να πετάξεις

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις μέλλον
Δεν έχεις μοίρα
Σαν δρόμο ξάστερο δεν διαλέξεις

Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου λύση
Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου επιλογή

Sunday, June 15, 2008


Κάθομαι, Στέκομαι, Περπατώ…Ψάχνω…Τα μάτια μου αποζητούν την μορφή σου…Κλείνω τα μάτια μου και τυφλός τώρα, ψηλαφίζω τον αέρα γύρω μου μήπως και σε βρω κρυμμένη στα μόρια του… Και τότε σαν οπτασία, μια παραίσθηση, μπροστά μου η μορφή σου στα χέρια μου δίνεται για να την ψηλαφίσω…

Tρέμω ολόκληρος καθώς αγγίζω τα μαλλιά σου, τα χαϊδεύω, και σκύβω να τα μυρίσω… Το πρόσωπο μου ακουμπάει στο δικό σου και τα χέρια μου ψηλαφίζουν πρώτα τα μάτια σου και σιγά, σιγά κατεβαίνουν… Αγγίζουν τα μάγουλα σου και σταματούν στα χείλη σου… Τόσο κόκκινα, τόσο απαλά… Το χνώτο σου μου ζεσταίνει την δάχτυλα και αυτά προχωρούν παρακάτω… Αγγίζουν τον λευκό σου λαιμό… Ακολουθούν τον ένα ώμο μέχρι τον άλλο… Περνούν ανάμεσα από τα στήθη σου, διαγράφουν τις καμπύλες τους, αγγίζουν τις κορφές τους και συνεχίζουν στη μέση σου… Σε φέρνω κοντά μου! Σ’ αγκαλιάζω σφιχτά!... Νοιώθω το κορμί σου να αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια επάνω μου… Η πνοή σου βαριά στο λαιμό μου, διαπερνά σαν ηλεκτρισμός την σάρκα μου… Τα χείλη μου σε φιλούν στο πρόσωπο, ψάχνουν απεγνωσμένα να συναρτήσουν τα χείλη σου… Και… Ξάφνου!... Τα χείλη σου διαλύονται…Σε φιλώ και ο αέρας στεγνώνει τα χείλια μου… Τα μάτια μου πλημμυρίζουν με φως έξω απ’ το δικό σου… Και αίφνης ανοίγω τα βλέφαρα μου… Και πάλι… Σε ψάχνω…

Friday, June 06, 2008

Καθώς η νύχτα το χαμόγελο της στου ουρανού τα βάθη,
Έρχεται το πρόσωπο σου τη θύμηση μου ν’ ανάψει…

Μοναχός Περιπατητής σ’ ένα δρόμο φωτισμένο απ’ τα ανεξίτηλα άστρα,
Συλλογιέμαι την αλήθεια της μορφής σου

Σαν άραγε πνεύμα ή αγερικό,
Σαν οπτασία ενός αλαφροΐσκιωτου
Στοιχειώνεις τα όνειρα μου …

Τις ασταμάτητες ονειρώξεις μου…

Νοιώθω κάθε φορά πως αφήνω ένα κομμάτι της ψυχής μου,
Κάθε φορά που κλείνω τα ματιά και σ’ ονειρεύομαι…

Σαν για κάθε όνειρο να πληρώνω ένα τίμημα βαρύ,
Υψηλότερο από αίμα,
Ευγενέστερο από την ψυχή…

Σαν να αποπνέω τον αιθέρα της ύπαρξης μου.

Μονό που εσύ πολύ μακριά για να τον αναπνεύσεις…
Και έτσι δίχως δεύτερη σκέψη εγώ φυσάω όλο και πιο πολύ,
Όλο και πιο δυνατά προς το μέρος σου…

Και σαν τελειώσει η αιθέρια αυτή πνοή ξαναγυρνάω στον ύπνο μου,
Νεκρό πλέον και βαρύ,
Μέχρι τα ματιά να ανοίξουν στο πρώτο φως της μέρας…

Σταματά Χρόνε κι’ άσε με…
Να βρω τούτη τη μορφή, τούτο το κορμί…
Μες’ απ’ το τίποτα που ‘ναι ο νους,
Μες’ απ’ το δήθεν που ‘ναι το κορμί…

Σάμπως κι’ αν σταθώ ακίνητος μέσα στη ροή σου,
Μπορώ έτσι ν’ αντικρύσω την αλήθεια που περνά…

Πάψε Χρόνε τη βοή σου κι’ άσε με ν’ ακούσω…
Τους άγχους ηδονικούς, της μορφής την πρόσκληση μέσα στους αιώνες…

Ψάχνω…
Κι’ άραγε σαν θα την βρω θα την αναγνωρίσω…;

Sunday, June 01, 2008

Ειν’ η θωριά σου ποίηση
και το κορμί σου δρόμος

Είναι τα χείλη σου ηδονικά
και το φιλί σου πόθος

Είναι το πρόσωπο σου του θεού,
μια πινελιά στο κόσμο
Και τ’ άγγιγμα σου ερωτικό,
μια χαρακιά στα στήθη

Μες’ απ’ τα ματιά σου, ο θεός,
τον κόσμο τούτονα φωτίζει
Μες’ απ’ τα χείλια σου πνοή
Του ζωηρή

Κυρά! – Μην είμαι θαυμαστής;
Κυρά! – Μην είμαι πνεύμα;
Κυρά! – Δεν είμαι τίποτα μον’ ένα σου σημάδι

Μα συ σαν θες Κυρά άνθρωπο να με κανείς,

Μον’ μια μιλιά σου λιγοστή
Μον’ ένα βλέμμα σου ακριβό
Μον’ ένα φιλί σου φτάνει.
Τι κι’ αν σήμερα ξημέρωσε ο ήλιος στο κορμί σου
Τι κι’ αν εψές απέλειψε του πόθου μου η νύχτα;
Αχ μάνα μου, Γλυκιά μου μάνα, απόθανεν ο γιόκας σου στου έρωτα την πλάνη

Μα μάνα εσύ δυστυχισμένη, μη τόνε κλάψεις
Δάκρυ να μην χύσεις
Μιας κι’ απόφαση δικιά του ήταν

Σ’ αυτόν τον μικρό θεό, μάνα διάλεξε ο γιος σου,
Το κορμί του να δώσει,
Την ψυχή του να θυσιάσει.

Μη τόνε κλάψεις μάνα, γιατί αυτός απόθανε,
ευτυχισμένος, αν και πλανεμένος
‘Συ μονό ζήσε και συγχωρά τον που διάλεξε
Να φύγει για μια κόρη και όχι για
Τη Μάνα του.
Έλα Κυρά και πάρε με
Στα Στήθια σου επάνω
και φιλά με κυρά
θες να μην ‘ποθάνω

Έλα κυρά και κρατά με
Στην Αγκαλιά σου μέσα
και σφίξε με στα ποδιά σου
θες να μην μου μείνει πάθος…

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή
κορμί σαν τίποτα υγρό
φιλί σαν τίποτα θανατηφόρο

Ήρθε το φως και έλαμψε
Τα ματιά σου στο σκότος
πνοή σαν τίποτα το ζωοφόρο
χάδι σαν τίποτα το απαλό

Ήρθε το φως και έσβησε
Η νύχτα απ’ το κορμί σου
Έρωτας σαν τίποτα ο μουσικός
Πράξη σαν τίποτα ο ποιητής

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή…
Θέλω το κορμί μου να ξαποστάσω στη κρυφή σου πάνω ηδονή.

Την ανάσα μου ν’ αφήσω στην πνοή σου επάνω.

Αχ! Να λιώσω, να χαθώ στη δικιά σου μέσα αγκαλιά.
Νύχτα να μην δω, πρωί να μην ξυπνήσω…
Στα ματιά σου χάθηκε η νύχτα…
Στο κορμί σου η ηδονή μου.

Τι κι’ αν με τον αδερφό μου σε είδα;
Εγώ σε θέλω ακόμη…

Κι’ αν ο πόθος μου καίει ακόμα,
Το κορμί θυσία εγώ θα το προσφέρω για τη δικιά σου ευτυχία.

Ζωή μου είναι του αδερφού μου, ένα και το αυτό…

Monday, May 26, 2008

Ω! Το καλός, το ανθρώπινο, Το σώμα…

Ω! Το καλός, γυναικείο σώμα, Εσύ …

Την ψυχή σου βλέπω, το κορμί σου ποθώ…
Την μιλιά σου ακούω, τα φιλιά σου θέλω να πιω…

Ω! Ο ασώματος της αγάπης πόθος
Ω! Πως θα γίνει ενσώματος;
Ω! Της ψυχής λαγνεία: πως θα σε φέρω δίπλα μου;

Πως θα αγκαλιάσω το ζεστό σου το κορμί, στης αγάπης μου την γύμνια να παγώσω;
Πως θα πιω φιλιά από τα χείλη σου τα σάρκινα, την διαβασμένη μου ψυχή να ξεδιψάσω;
Πως θα χαϊδέψω τ’ ανομολόγητα σου στήθη, το έρεβος ν’ ανέβω;

Ψυχή μου, αγαλλίαση πως θε να νοιώσω;
Αν ίσως μονό σε τούτο τον άγγελο σε χαρίσω…

Saturday, May 24, 2008

Για σένανε αρχόντισσα….

Θέλω να θυσιάσω την ψυχή μου,
Να την κόψω σε κομμάτια &
Να την προσφέρω σπονδή στους αιώνιους θεούς…

Θέλω να σε φιλήσω τόσο πολύ…
Μα, φοβάμαι…
Φοβάμαι πως αν σε το κάνω, θα χαθείς…
Σαν όνειρο θερινής νυκτός,
Σαν καλοκαιρινό μελτεμάκι που φύσηξε για να δροσίσει τα διψασμένα μου χείλη
Σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι πού ‘ρχεται για μια μονό νύχτα…

Ή Ακόμα φοβάμαι, πως θα μου θυμώσεις σαν την μάνα με το παιδί που κάνει κάτι που δεν πρέπει…

Ή πως Ακόμα και αν τίποτα δεν ισχύει απ’ όλα τούτα
Πως θα φοβηθείς την φωτιά που βαθειά καίει τα στήθια μου,
τα σωθικά μου…

Τόσοι φόβοι, τέτοια ανασφάλεια…
Αναρωτιέμαι και εγώ γιατί… (;)

Δεν είναι που μου λείπει η αντρεία,
Δεν είναι που μου λείπει το θάρρος…

Όχι…

Είναι που όταν σε βλέπω ριγούν τα σωθικά μου,
κι' είναι που η καρδιά μου αλυχτάει σαν από τη θέση της θέλει να φύγει
και να ‘ρθει να ξαποστάσει μέσα στα ευγενικά σου χεριά…

Τρέμω σύγκορμος σαν σε κοιτώ…
Σκέφτομαι πόσες φορές με ανοιχτά τα ματιά,
έχω φανταστεί το άγγιγμα σου να χαϊδεύει τα μαλλιά μου,
καθώς έχω εναποθέσει τον εαυτό μου στα χεριά σου,
σαν αμνός για σφαγή…

Ή πόσες άλλες φορές έχω φανταστεί την γυμνή σου αγκαλιά,
με το απαλό σου δέρμα να γραπώνεται γύρω μου &
να χάνομαι μέσα της σαν μωρό παιδί στη μήτρα της μητέρας του…

Σκέφτομαι την ευγενική όμορφη θωριά σου &
το απαλό ευγενικό άγγιγμα σου,
Πως σαν αγέρωχοι τοποτηρητές μπορούν να γαληνέψουν κάθε τρικυμιά μέσα σε αυτό το εύθραυστο κορμί,
σ’ αυτήν την αδύναμη καρδιά…

Και έτσι εγώ κυρά, ο άντρας ο αγέρωχος, ατρόμητος και θαρραλέος,
Γονατίζω μπροστά σου…
Σου παραδίδω τούτο το κορμί & την άυλη ψυχή μου
Να κεντήσεις επάνω τους τον ιστό της δικιάς σου παντοδύναμης αγάπης,
Του δικού σου ζωοφόρου έρωτα…

Μα κι’ αν είμαι λίγος για σένανε Κυρά κι’ Αρχόντισσα
Μην αργοπορείς σ’ εκλιπαρώ…
Σχίσε μου την σάρκα, να χυθεί το αίμα &
Κάψε τ’ απομεινάρια μου
Να τα μαζέψουν οι θεοί &
Σαν φοίνικας από τις στάχτες μου ν’ αναγεννηθώ…

Γιατί σαν δε με θυσιάσεις γρήγορα κυρά,
Θα μαραθώ και θα στεγνώσω…
Οστέινη Σάρκα…Δίχως Ψυχή…
Μεγάλο το μαρτύριο…

Για αυτό κάνε γρήγορα κυρά,
Φιλά με ή σκότωσε με…

Thursday, May 22, 2008

Γάρ πολλά του έρωτος τα πάθη*…
Σαν τα λιοντάρια μαχητές,
Σαν τα πουλιά εραστές…
Κι’ αν για λίγο μεταμορφωθήκαμε από πουλιά σε λεοντές,
Έλα και πάλι διπλά μου,
Στα χεριά τούτα τα γυμνά και το κορμί το άμοιρο,
Τα φιλιά σου να μου δώσεις, τον ερωτά να μου ρουφήσεις.



(Το γάρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη - Μάνος Χατζηδάκις)

Tuesday, April 15, 2008

Εύθραυστη ύπαρξη,
Αυλή ψυχή,
Υλικό σώμα,
Μοναχική Καρδιά,
Ένας δυισμός ο πόλεμος σου,
Μοναδική σου λύτρωση η Μοναξιά
Μερικές μονό στιγμές…

Θεού η σωτηρία,
Άγγελος κυρίου,
Τι χρώμα είναι τα μαλλιά του,
Ξέρεις;
Τι χρώμα είναι τα ματιά του,
Ξέρεις;
Τι είναι άραγε η μορφή της,
Δεν Ξέρεις

Καταραμένη ψυχή, εσύ που δεν ξέρεις!
Καταραμένο, αδύναμο σώμα, εσύ που δεν μπορείς να αγγίξεις!

Σε καίει διακαώς ο πόθος του έρωτα,
Μα είναι άραγε η ουσία του;
Η μήπως η ύπαρξη του;
Που θα την βρεις τη λύτρωση,
Μοναχική, εσύ, άυλη ψυχή;


Αλλού αγαπάς εσύ
αλλού η άγγελος

Τι θες να πληρώσεις,
Ποσό θα εξαγοράσεις την γαλήνη,
Μπορείς;

Πως άραγε ο πόθος θες να σε λυτρώσει;
Πως άραγε η άγγελος θες να σε λυτρώσει;
Διαδικασία του έρωτα,
Στιγμιαίος εκσπερματισμός…

Για ένα φιλί και μια αγκαλιά
Είσαι έτοιμος να διαλύσεις την ύπαρξη σου
Να αφήσεις την ψυχή σου,
Να αλλάξεις την καρδιά σου,
Να αποσχίσεις το κορμί σου.

Για ένα φιλί…

Sunday, July 15, 2007

Μοναδική μου θύμησις
τα καυτά σου τα χείλη να
σκουπίζουν τον ιδρώτα του
πόθου μου.

Καλοκαίρι μυρισμένο

Καλοκαίρι μύρισε
χωρισμένο σε ταξίδια και
θάλασσες
Δουλειά και ερωτάς
ένα μπλέξιμο, ενός φόβος
και ένα απαράμιλλο Σ’ Αγαπώ
να συντροφεύει τις ζεστές νύχτες
κάτω από την αντηλιά του
φεγγαριού.

Μάνα μου, καρδούλα μου, ψυχή μου
θέλω να σ’ αγγίξω, τον πόθο μου
ν’ αφήσω, άνοιξη να μυρίσω.

Friday, June 15, 2007

Θάλασσας κύμα νοερό, μαστίγιο τ’ αγέρα
Στόχο τον βλέπω μακριά, χάνω του Πελάου ομορφιά

Γυναικάς θέα (;) φύσις σφαλερή, στου βράχου την κρημνάδα
Γοργόνας είναι οι λυγμοί, θανάτου η καντάδα
θάλασσας άνοιγμα θαρρώ, θέας φοβερό
Κάθισμα είναι στου γιαλού, της φύσης το ποδάρι
Άνοιξε θέα να βρεθώ στς’ αγκάλης σου τη χάρη
Έχω να νοιώσω ποσό καιρό τς’ αγάπης σου την θερμή
Φιλά με, σκότωσε θεά
μέρα να μην χαρώ, νύχτα να μην λυγίσω.

Wednesday, January 26, 2005


Είναι μερικές λέξεις σκέφτομαι,
Μικρές, μεγάλες στο μέγεθος, δεν έχει σημασία...
Απλές και πάλι συνθέτες, δεν έχει σημασία...

Είναι όμως πουλιά με φτερά ατσαλένια που από στόμα σε στόμα,
Ξορκίζουν το κακό που αδημονεί στης καρδιάς τα βάθη...

Από αυτό που μας ταράζει τις όμορφες νύχτες όταν βρέχει...

Κάτι βρώμικο ίσως; Βίαιο;
Κάτι που σπάει τους κανόνες της ηθικής και της κοινωνίας;
Κάτι όμως τόσο ερωτικό, τόσο μυσταγωγικό...
Κάτι που φτάνει ιδέα να αγγίξει τα χείλια σου για να σφαδάξει από πόθο όλο σου το κορμί...

Αυτές τις λέξεις ζητάει κι’ έρμη μου η καρδιά...
Αυτές τις λέξεις έχω και ‘γώ από καιρό ξεχάσει...
Ανταριασμένα τα νερά,
Μαύρα τα σύννεφα,
Μαύρη κι’ η καρδιά…

Πλησιάζουμε στο τέλος μιας εποχής,
Λάλησε ο Προφήτης…:
«Και θα γεννηθεί από τις στάχτες βρέφος νέο να τους οδηγήσει στις νέες πατρίδες πέρα από τα άστρα…»

Τα μαύρα ετούτα σύννεφα, μαύρη μου κάνουν την καρδιά…
Και από τα σπλάχνα μου μέσα μια κραυγή…
Κρώζει την Άνοιξη να βρει…

Βίαια και Μανιακή, Μαύρη δίχως άλλο, η κραυγή χιλίων νεκρών…
ΝΑΙ! Από τα σαπισμένα μου σπλάχνα κάτι σπρώχνει να βγει…
Βραχνιασμένο, σχεδόν που αναπνέει το συναίσθημα,
Θέλει να τρελάνει…
Θέλει να σκοτώσει…

Η δικιά μου ανθρωπότητα καίγεται απόψε…
Βλέπω τους γονείς μου εσταυρωμένους Ανάποδα και εγώ αμνός σε αλλόθρησκη τελετουργία…

Τα ξεσκισμένα μου σωθικά πέφτουν στη φωτιά και σκάει!
Σκάει η φωνή, γίνεται καπνός κι’ υστέρα αγέρας
Θάνατος να μυρίσει, το κόσμο, πλημμυρίσει…

Σαπισμένα κορμιά να φαγωθούν μεταξύ τους.
Η ανθρωπότητα να πεθάνει, η ψυχή μου ν’ αναστηθεί…

Όλα να σβήσουν και να ξαναρχίσουν από την αρχή!

Τα μάτια μου, αίμα κλαίνε…
Η πικρά της ψυχής μου βγαίνει τώρα από αυτά,
Εγώ να ηρεμήσω,
Το μυαλό μου να σταματήσω…

Οι εικόνες εδώ τελειώνουν, μετά την καταστροφή: – Η Γαληνή.
Μετά το Θάνατο, επιτελούς τα πράσινα λιβάδια οπού ο Λύκος ζει μαζί με το Πρόβατο...
Ιδού οι ψυχές μας αναπαυμένες...