Saturday, July 26, 2008



Κάθομαι στην παραλία,
έχω ξαναϋπάρξει σε αυτό το μέρος,
με κάποιο πρόσωπο πολύ αγαπημένο .

Και τώρα είμαι πάλι.

Άλλα πρόσωπα να συμπληρώνουν την εικόνα,
και εγώ μονάχος στο φως να εξιστορώ.

Η ενθύμηση πικρό πιοτό στα χείλη,
ασυνόδευτο δίχως πάγο, δίχως αλάτι.

Οσφραίνομαι, γεύομαι, γεύσεις και αρώματα του χτες.
Ο κυματισμός σε θυμίζει,
Οι ήχοι της θάλασσας...

Ακόμη και σήμερα,
μετά από τόσα χρόνια σε ονειρεύομαι...

Σε τούτα τα μέρη
Σε κείνο το καλοκαίρι...

Friday, July 18, 2008

Πότε ήρθε η Άνοιξη*

Πέντε η ώρα το πρωί καλοκαιριού στην πόλη
Στις γρίλιες του παραθυριού, κρεμιέται το ξημέρωμα
Άσπρο και μαύρο χρώμα μόνο
Κι' ειν' το πρωί κομματιαστό
Σαν δάση από αντένες τηλεόρασης
Σεντόνια,
Εσώρουχα,
Σπίνοι που ανεμίζουνε στα σύρματα,
Φουγάρα...

Το ξυπνητήρι μας χτυπάει μεροκάματο
Φουγάρα
Ένα θόλο γαλάζιο και ο βήχας της Ελένης
Φουγάρα
Το ξυπνητήρι μας χτυπάει μεροκάματο
Φουγάρα
Ένα θολό γαλάζιο και ο βήχας της Ελένης
Φουγάρα

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

(* Η καταγωγή του Παππού μου είναι από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας και της Γιαγιάς μου από το Αϊ - Βαλί ...Και όταν με ρωτάνε ποια είναι η καταγωγή σου είμαι περήφανος να λέω "Μικρασιάτης" και ας παραπονιέται ο φίλος μου Γ. ότι δήθεν μόνο αυτός κρατάει ζωντανή την ελληνική φύση μέσα του αφού κατάγεται από κάπου κεντρικά όπου ο Όμηρος γράφει για τους Έλληνες του Αχιλλέα (Β683, Ι395, Π595, λ496) ...Αλλά όπως λέει και ο φίλος μας Α. τους περισσότερους Έλληνες τους έκαψε ο Μέγας Θεοδόσιος και όσους δεν πρόλαβε τους αποτελείωσε ο Ιουστινιανός , οπότε όλη αυτή η συζήτηση περί ελληνισμού είναι αν μη τι άλλο άχρονη αν όχι παράταιρη...

Τους στίχους τους κατέγραψα ακούγοντας το τραγούδι, όποτε δεν είμαι απαραίτητα σίγουρος για την μορφή τους...

Το ποίημα είναι του Γιάννη Πλαχούρη (στην εικόνα) , και έχει μελοποιηθεί από τον Στέφανο Ψαραδάκο, στο Δίσκο "Αγαπημένη Πολιτεία", που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 1998,από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας. Τραγουδάει η Γιώτα Νέγκα και παίζει πιάνο ο Διαμαντής Καλαφατιάδης.

Κι' όπως γράφει και ο ίδιος ο Στέφανος Ψαραδάκος στο CD:
"Αγαπημένη μου Πολιτεία είναι η ιστορία που ο λαός μου έγραψε. Ιστορία γιομάτη πόθους και πεθυμιές. Αγάπες και όνειρα. Μόχθο κι αγώνα για μια καλύτερη ζωή, έναν καλύτερο κόσμο."

Κι' όλα τα υπόλοιπα είναι απλά λεπτομέρειες... )

Μέρες του 1903*

Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα ....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου ....

Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα·
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.


(* Μέρες του 1903, Ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ανήκει στα "Αναγνωρισμένα", απο την ιστοσελίδα http://www.kavafis.gr/, σε μελοποίηση του Μάνου Χατζιδάκη στον δίσκο: "Ο Μεγάλος Ερωτικός", με τη φωνή του Δημήτρη Ψαριανού)







Powered by Podbean.com

Monday, July 07, 2008



Θολώνουν οι μορφές το νου
Ιππεύω το μαύρο άτι τ' ουρανού
Ανοίγει το μάτι στ' άστρα
Να ταξιδέψει, να ξεφύγει το μυαλό

Μακρυά από τις μορφές που καταδυναστεύουν
Μακρυά από τις μορφές που δένουν την ψυχή

Συμπλέκονται οι μορφές σ' ένα χορό
Νεκρά τα κουφάρια των ηρώων
Νεκρά τα κουφάρια των θεών
Ποιο μάτι είναι τούτο που το χορό θ' αντέξει;

Σαγηνευτικές μορφές
Με σώμα γυναίκας με κεφάλι μέδουσας
Σε καλούν στο χορό τους
Όπως οι γοργόνες τον Οδυσσέα
Θα πετρώσεις και θα συντριβείς στα βράχια
Τίποτα από 'σενα δεν θα μείνει ζωντανό














Μόνη σου ελπίδα οι ιαχές των χιλιάδων ηρώων που,
Κρύβονται μέσα σου και φωνάζουν να βγουν
Ν' αρπάξεις το σπαθί του Περσέα,
Να κόψεις τα κεφάλια
Να κάψεις τα κορμιά
Τις μορφές ξορκίσεις
Τον ουρανό, το νου, να λευτερώσεις










Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Είσαι ' συ ο δυστυχής
Ακούς το όνομα σου που το φωνάζουν;
Οι μορφές σε καλούν στον Θάνατο
Τα φαντάσματα στη λήθη

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις δυνάμεις
Δεν έχεις νου
Το σπαθί να αντρειώσεις
Με τα φτερωτά παπούτσια μακριά να πετάξεις

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις μέλλον
Δεν έχεις μοίρα
Σαν δρόμο ξάστερο δεν διαλέξεις

Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου λύση
Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου επιλογή

Sunday, June 29, 2008

Golden Chain for a golden girl
Chain that binds, chain that blinds
Here and now, now and there
Love, Care and friendship all made one
One be thy chain, always the binding one.

The tear marks the end
The beginning of a new era
The Heart’s, the Soul’s, actions in the end of days.
OH! You my Heart of Pain…
OH! Hear me! Heart of Pain…
OH! My Heart, hear me, cause I am the one to blame.

OH! You eyes of sorrow…
OH! You eyes coloured by the sea; coloured by colour…
OH! You hair of silk… Coloured by gold; coloured by air…
OH! You lips of lust… Coloured by red; coloured by past…
OH! Naked body shall you call for me after you OR shall you come to me?
OH! My Queen of Heavens, is thy naked body the truth? OR Just the beginning of my beautiful lie?

Saturday, June 28, 2008

Ιωάννινα 2008

Τα μεγάλα πλατάνια, συστοιχία στη λίμνη, και αυγουστιάτικο φεγγάρι απάνω να ξυπνάει τη μνήμη και να κάνει την καρδιά να αναθαρίζει …

Γνώμη μου είναι, πως το μονό που χρειαζόμαστε είναι μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί…

Μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί…

Wednesday, June 25, 2008

Ίσως τελικά ποτέ να μην καταλήγουμε να συμπορευτούμε με εκείνον / ήν που θα μας κανει πραγματικά ευτυχισμένους αλλά σίγουρα πάντα καταλήγουμε με αυτόν / ήν που μας αξίζει......

Ο Ποιητής και Η Μούσα


Ο Ποιητής
Προς τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη,
κ’ εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι
αυτοί οι μουσικώτεροι δεν είναι αληθείς.

Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,
όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κ’ η αρετή.
Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,
κ’ επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.

Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.
Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.
Έρωτα ψάλλω και χαράν. Aθλία παρωδία,
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!

Η Μούσα
Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί
μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον
οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.

Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή
ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων
είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.

Εαν η γη καλύπτεται με σκότον, μη φοβείσαι.
Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.
Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·
θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!

Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.
Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε
ρόδων, και ίων, κ’ ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει
στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Our Deepest Fear

Our deepest fear is not that we are inadequate. Our deepest fear is that we are powerful beyond measure. It is our light, not our darkness that most frightens us. We ask ourselves, Who am I to be brilliant, gorgeous, talented, fabulous? Actually, who are you not to be?

You are a child of God. Your playing small does not serve the world. There is nothing enlightened about shrinking so that other people won't feel insecure around you. We are all meant to shine, as children do. We were born to make manifest the glory of God that is within us. It's not just in some of us; it's in everyone. And as we let our own light shine, we unconsciously give other people permission to do the same. As we are liberated from our own fear, our presence automatically liberates others.

(
Marianne Williamson, Nelson Mandela used this passage in his 1994 Inaugural Speech)
Ατενίζω το άπειρο …
Τα άστρα φωτίζουν την πορεία…
Η ζωή είναι μια γεωμετρία…
Χάρακας… Διαβήτης…
Χάρακας… Διαβήτης…

Monday, June 23, 2008


Κάθε μέρα που σε βλέπω,
Κοντά σου θέλω να βρεθώ.

Κάθε νύχτα που κοιμάμαι,
Πιο πολύ σε λαχταρώ.

Κάθε μέρα…
Κάθε νύχτα…

(Virgin Territory, 2007)

Μάτια, αστέρια και εξ’ αίφνης να σου ο ουρανός …

Έρμαιο, στα χείλη σου,
για ένα φιλί
Έρμαιο στα χεριά σου,
Για ένα άγγιγμα
Έρμαιο στα στήθη σου,
για ένα γα-lactisma*
Γδύσου Γυναικά δείξε μου,
Τα καλή σου
Γδύσου Γυναικά δείξε μου
Τη γύμνια σου

Γδύσου

(* lactation: 1668, "process of suckling an infant," from Fr. lactation, from L. lactationem (nom. lactatio) "a suckling," from L. lactatus, pp. of lactare "suckle," from lac (gen. lactis) "milk," from PIE base *glact- (cf. Gk. gala, gen. galaktos "milk"). Meaning "process of secreting milk from the breasts" first recorded 1857; lactate (v.) in this sense is a back-formation from 1889. Lactic acid is from 1790; so called because it was obtained from sour milk. M.Ir. lacht, Welsh llaeth "milk" are loan words from Latin, Online Etymology Dictionary, © 2001 Douglas Harper)

Sunday, June 15, 2008


Κάθομαι, Στέκομαι, Περπατώ…Ψάχνω…Τα μάτια μου αποζητούν την μορφή σου…Κλείνω τα μάτια μου και τυφλός τώρα, ψηλαφίζω τον αέρα γύρω μου μήπως και σε βρω κρυμμένη στα μόρια του… Και τότε σαν οπτασία, μια παραίσθηση, μπροστά μου η μορφή σου στα χέρια μου δίνεται για να την ψηλαφίσω…

Tρέμω ολόκληρος καθώς αγγίζω τα μαλλιά σου, τα χαϊδεύω, και σκύβω να τα μυρίσω… Το πρόσωπο μου ακουμπάει στο δικό σου και τα χέρια μου ψηλαφίζουν πρώτα τα μάτια σου και σιγά, σιγά κατεβαίνουν… Αγγίζουν τα μάγουλα σου και σταματούν στα χείλη σου… Τόσο κόκκινα, τόσο απαλά… Το χνώτο σου μου ζεσταίνει την δάχτυλα και αυτά προχωρούν παρακάτω… Αγγίζουν τον λευκό σου λαιμό… Ακολουθούν τον ένα ώμο μέχρι τον άλλο… Περνούν ανάμεσα από τα στήθη σου, διαγράφουν τις καμπύλες τους, αγγίζουν τις κορφές τους και συνεχίζουν στη μέση σου… Σε φέρνω κοντά μου! Σ’ αγκαλιάζω σφιχτά!... Νοιώθω το κορμί σου να αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια επάνω μου… Η πνοή σου βαριά στο λαιμό μου, διαπερνά σαν ηλεκτρισμός την σάρκα μου… Τα χείλη μου σε φιλούν στο πρόσωπο, ψάχνουν απεγνωσμένα να συναρτήσουν τα χείλη σου… Και… Ξάφνου!... Τα χείλη σου διαλύονται…Σε φιλώ και ο αέρας στεγνώνει τα χείλια μου… Τα μάτια μου πλημμυρίζουν με φως έξω απ’ το δικό σου… Και αίφνης ανοίγω τα βλέφαρα μου… Και πάλι… Σε ψάχνω…

Friday, June 06, 2008

Καθώς η νύχτα το χαμόγελο της στου ουρανού τα βάθη,
Έρχεται το πρόσωπο σου τη θύμηση μου ν’ ανάψει…

Μοναχός Περιπατητής σ’ ένα δρόμο φωτισμένο απ’ τα ανεξίτηλα άστρα,
Συλλογιέμαι την αλήθεια της μορφής σου

Σαν άραγε πνεύμα ή αγερικό,
Σαν οπτασία ενός αλαφροΐσκιωτου
Στοιχειώνεις τα όνειρα μου …

Τις ασταμάτητες ονειρώξεις μου…

Νοιώθω κάθε φορά πως αφήνω ένα κομμάτι της ψυχής μου,
Κάθε φορά που κλείνω τα ματιά και σ’ ονειρεύομαι…

Σαν για κάθε όνειρο να πληρώνω ένα τίμημα βαρύ,
Υψηλότερο από αίμα,
Ευγενέστερο από την ψυχή…

Σαν να αποπνέω τον αιθέρα της ύπαρξης μου.

Μονό που εσύ πολύ μακριά για να τον αναπνεύσεις…
Και έτσι δίχως δεύτερη σκέψη εγώ φυσάω όλο και πιο πολύ,
Όλο και πιο δυνατά προς το μέρος σου…

Και σαν τελειώσει η αιθέρια αυτή πνοή ξαναγυρνάω στον ύπνο μου,
Νεκρό πλέον και βαρύ,
Μέχρι τα ματιά να ανοίξουν στο πρώτο φως της μέρας…

Σταματά Χρόνε κι’ άσε με…
Να βρω τούτη τη μορφή, τούτο το κορμί…
Μες’ απ’ το τίποτα που ‘ναι ο νους,
Μες’ απ’ το δήθεν που ‘ναι το κορμί…

Σάμπως κι’ αν σταθώ ακίνητος μέσα στη ροή σου,
Μπορώ έτσι ν’ αντικρύσω την αλήθεια που περνά…

Πάψε Χρόνε τη βοή σου κι’ άσε με ν’ ακούσω…
Τους άγχους ηδονικούς, της μορφής την πρόσκληση μέσα στους αιώνες…

Ψάχνω…
Κι’ άραγε σαν θα την βρω θα την αναγνωρίσω…;

Sunday, June 01, 2008

Ειν’ η θωριά σου ποίηση
και το κορμί σου δρόμος

Είναι τα χείλη σου ηδονικά
και το φιλί σου πόθος

Είναι το πρόσωπο σου του θεού,
μια πινελιά στο κόσμο
Και τ’ άγγιγμα σου ερωτικό,
μια χαρακιά στα στήθη

Μες’ απ’ τα ματιά σου, ο θεός,
τον κόσμο τούτονα φωτίζει
Μες’ απ’ τα χείλια σου πνοή
Του ζωηρή

Κυρά! – Μην είμαι θαυμαστής;
Κυρά! – Μην είμαι πνεύμα;
Κυρά! – Δεν είμαι τίποτα μον’ ένα σου σημάδι

Μα συ σαν θες Κυρά άνθρωπο να με κανείς,

Μον’ μια μιλιά σου λιγοστή
Μον’ ένα βλέμμα σου ακριβό
Μον’ ένα φιλί σου φτάνει.
Τι κι’ αν σήμερα ξημέρωσε ο ήλιος στο κορμί σου
Τι κι’ αν εψές απέλειψε του πόθου μου η νύχτα;
Αχ μάνα μου, Γλυκιά μου μάνα, απόθανεν ο γιόκας σου στου έρωτα την πλάνη

Μα μάνα εσύ δυστυχισμένη, μη τόνε κλάψεις
Δάκρυ να μην χύσεις
Μιας κι’ απόφαση δικιά του ήταν

Σ’ αυτόν τον μικρό θεό, μάνα διάλεξε ο γιος σου,
Το κορμί του να δώσει,
Την ψυχή του να θυσιάσει.

Μη τόνε κλάψεις μάνα, γιατί αυτός απόθανε,
ευτυχισμένος, αν και πλανεμένος
‘Συ μονό ζήσε και συγχωρά τον που διάλεξε
Να φύγει για μια κόρη και όχι για
Τη Μάνα του.
Έλα Κυρά και πάρε με
Στα Στήθια σου επάνω
και φιλά με κυρά
θες να μην ‘ποθάνω

Έλα κυρά και κρατά με
Στην Αγκαλιά σου μέσα
και σφίξε με στα ποδιά σου
θες να μην μου μείνει πάθος…

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή
κορμί σαν τίποτα υγρό
φιλί σαν τίποτα θανατηφόρο

Ήρθε το φως και έλαμψε
Τα ματιά σου στο σκότος
πνοή σαν τίποτα το ζωοφόρο
χάδι σαν τίποτα το απαλό

Ήρθε το φως και έσβησε
Η νύχτα απ’ το κορμί σου
Έρωτας σαν τίποτα ο μουσικός
Πράξη σαν τίποτα ο ποιητής

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή…
Θέλω το κορμί μου να ξαποστάσω στη κρυφή σου πάνω ηδονή.

Την ανάσα μου ν’ αφήσω στην πνοή σου επάνω.

Αχ! Να λιώσω, να χαθώ στη δικιά σου μέσα αγκαλιά.
Νύχτα να μην δω, πρωί να μην ξυπνήσω…
Στα ματιά σου χάθηκε η νύχτα…
Στο κορμί σου η ηδονή μου.

Τι κι’ αν με τον αδερφό μου σε είδα;
Εγώ σε θέλω ακόμη…

Κι’ αν ο πόθος μου καίει ακόμα,
Το κορμί θυσία εγώ θα το προσφέρω για τη δικιά σου ευτυχία.

Ζωή μου είναι του αδερφού μου, ένα και το αυτό…

Monday, May 26, 2008

Ω! Το καλός, το ανθρώπινο, Το σώμα…

Ω! Το καλός, γυναικείο σώμα, Εσύ …

Την ψυχή σου βλέπω, το κορμί σου ποθώ…
Την μιλιά σου ακούω, τα φιλιά σου θέλω να πιω…

Ω! Ο ασώματος της αγάπης πόθος
Ω! Πως θα γίνει ενσώματος;
Ω! Της ψυχής λαγνεία: πως θα σε φέρω δίπλα μου;

Πως θα αγκαλιάσω το ζεστό σου το κορμί, στης αγάπης μου την γύμνια να παγώσω;
Πως θα πιω φιλιά από τα χείλη σου τα σάρκινα, την διαβασμένη μου ψυχή να ξεδιψάσω;
Πως θα χαϊδέψω τ’ ανομολόγητα σου στήθη, το έρεβος ν’ ανέβω;

Ψυχή μου, αγαλλίαση πως θε να νοιώσω;
Αν ίσως μονό σε τούτο τον άγγελο σε χαρίσω…

Saturday, May 24, 2008

Για σένανε αρχόντισσα….

Θέλω να θυσιάσω την ψυχή μου,
Να την κόψω σε κομμάτια &
Να την προσφέρω σπονδή στους αιώνιους θεούς…

Θέλω να σε φιλήσω τόσο πολύ…
Μα, φοβάμαι…
Φοβάμαι πως αν σε το κάνω, θα χαθείς…
Σαν όνειρο θερινής νυκτός,
Σαν καλοκαιρινό μελτεμάκι που φύσηξε για να δροσίσει τα διψασμένα μου χείλη
Σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι πού ‘ρχεται για μια μονό νύχτα…

Ή Ακόμα φοβάμαι, πως θα μου θυμώσεις σαν την μάνα με το παιδί που κάνει κάτι που δεν πρέπει…

Ή πως Ακόμα και αν τίποτα δεν ισχύει απ’ όλα τούτα
Πως θα φοβηθείς την φωτιά που βαθειά καίει τα στήθια μου,
τα σωθικά μου…

Τόσοι φόβοι, τέτοια ανασφάλεια…
Αναρωτιέμαι και εγώ γιατί… (;)

Δεν είναι που μου λείπει η αντρεία,
Δεν είναι που μου λείπει το θάρρος…

Όχι…

Είναι που όταν σε βλέπω ριγούν τα σωθικά μου,
κι' είναι που η καρδιά μου αλυχτάει σαν από τη θέση της θέλει να φύγει
και να ‘ρθει να ξαποστάσει μέσα στα ευγενικά σου χεριά…

Τρέμω σύγκορμος σαν σε κοιτώ…
Σκέφτομαι πόσες φορές με ανοιχτά τα ματιά,
έχω φανταστεί το άγγιγμα σου να χαϊδεύει τα μαλλιά μου,
καθώς έχω εναποθέσει τον εαυτό μου στα χεριά σου,
σαν αμνός για σφαγή…

Ή πόσες άλλες φορές έχω φανταστεί την γυμνή σου αγκαλιά,
με το απαλό σου δέρμα να γραπώνεται γύρω μου &
να χάνομαι μέσα της σαν μωρό παιδί στη μήτρα της μητέρας του…

Σκέφτομαι την ευγενική όμορφη θωριά σου &
το απαλό ευγενικό άγγιγμα σου,
Πως σαν αγέρωχοι τοποτηρητές μπορούν να γαληνέψουν κάθε τρικυμιά μέσα σε αυτό το εύθραυστο κορμί,
σ’ αυτήν την αδύναμη καρδιά…

Και έτσι εγώ κυρά, ο άντρας ο αγέρωχος, ατρόμητος και θαρραλέος,
Γονατίζω μπροστά σου…
Σου παραδίδω τούτο το κορμί & την άυλη ψυχή μου
Να κεντήσεις επάνω τους τον ιστό της δικιάς σου παντοδύναμης αγάπης,
Του δικού σου ζωοφόρου έρωτα…

Μα κι’ αν είμαι λίγος για σένανε Κυρά κι’ Αρχόντισσα
Μην αργοπορείς σ’ εκλιπαρώ…
Σχίσε μου την σάρκα, να χυθεί το αίμα &
Κάψε τ’ απομεινάρια μου
Να τα μαζέψουν οι θεοί &
Σαν φοίνικας από τις στάχτες μου ν’ αναγεννηθώ…

Γιατί σαν δε με θυσιάσεις γρήγορα κυρά,
Θα μαραθώ και θα στεγνώσω…
Οστέινη Σάρκα…Δίχως Ψυχή…
Μεγάλο το μαρτύριο…

Για αυτό κάνε γρήγορα κυρά,
Φιλά με ή σκότωσε με…

Thursday, May 22, 2008

Γάρ πολλά του έρωτος τα πάθη*…
Σαν τα λιοντάρια μαχητές,
Σαν τα πουλιά εραστές…
Κι’ αν για λίγο μεταμορφωθήκαμε από πουλιά σε λεοντές,
Έλα και πάλι διπλά μου,
Στα χεριά τούτα τα γυμνά και το κορμί το άμοιρο,
Τα φιλιά σου να μου δώσεις, τον ερωτά να μου ρουφήσεις.



(Το γάρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη - Μάνος Χατζηδάκις)

Tuesday, April 15, 2008

Εύθραυστη ύπαρξη,
Αυλή ψυχή,
Υλικό σώμα,
Μοναχική Καρδιά,
Ένας δυισμός ο πόλεμος σου,
Μοναδική σου λύτρωση η Μοναξιά
Μερικές μονό στιγμές…

Θεού η σωτηρία,
Άγγελος κυρίου,
Τι χρώμα είναι τα μαλλιά του,
Ξέρεις;
Τι χρώμα είναι τα ματιά του,
Ξέρεις;
Τι είναι άραγε η μορφή της,
Δεν Ξέρεις

Καταραμένη ψυχή, εσύ που δεν ξέρεις!
Καταραμένο, αδύναμο σώμα, εσύ που δεν μπορείς να αγγίξεις!

Σε καίει διακαώς ο πόθος του έρωτα,
Μα είναι άραγε η ουσία του;
Η μήπως η ύπαρξη του;
Που θα την βρεις τη λύτρωση,
Μοναχική, εσύ, άυλη ψυχή;


Αλλού αγαπάς εσύ
αλλού η άγγελος

Τι θες να πληρώσεις,
Ποσό θα εξαγοράσεις την γαλήνη,
Μπορείς;

Πως άραγε ο πόθος θες να σε λυτρώσει;
Πως άραγε η άγγελος θες να σε λυτρώσει;
Διαδικασία του έρωτα,
Στιγμιαίος εκσπερματισμός…

Για ένα φιλί και μια αγκαλιά
Είσαι έτοιμος να διαλύσεις την ύπαρξη σου
Να αφήσεις την ψυχή σου,
Να αλλάξεις την καρδιά σου,
Να αποσχίσεις το κορμί σου.

Για ένα φιλί…

Sunday, July 15, 2007

Μοναδική μου θύμησις
τα καυτά σου τα χείλη να
σκουπίζουν τον ιδρώτα του
πόθου μου.

Καλοκαίρι μυρισμένο

Καλοκαίρι μύρισε
χωρισμένο σε ταξίδια και
θάλασσες
Δουλειά και ερωτάς
ένα μπλέξιμο, ενός φόβος
και ένα απαράμιλλο Σ’ Αγαπώ
να συντροφεύει τις ζεστές νύχτες
κάτω από την αντηλιά του
φεγγαριού.

Μάνα μου, καρδούλα μου, ψυχή μου
θέλω να σ’ αγγίξω, τον πόθο μου
ν’ αφήσω, άνοιξη να μυρίσω.

Friday, June 15, 2007

Θάλασσας κύμα νοερό, μαστίγιο τ’ αγέρα
Στόχο τον βλέπω μακριά, χάνω του Πελάου ομορφιά

Γυναικάς θέα (;) φύσις σφαλερή, στου βράχου την κρημνάδα
Γοργόνας είναι οι λυγμοί, θανάτου η καντάδα
θάλασσας άνοιγμα θαρρώ, θέας φοβερό
Κάθισμα είναι στου γιαλού, της φύσης το ποδάρι
Άνοιξε θέα να βρεθώ στς’ αγκάλης σου τη χάρη
Έχω να νοιώσω ποσό καιρό τς’ αγάπης σου την θερμή
Φιλά με, σκότωσε θεά
μέρα να μην χαρώ, νύχτα να μην λυγίσω.

Saturday, June 24, 2006

ABSTRACT

The Hands unite in a holy Union
The passion burns the bodies
The friendship is melted into a lava of love
Marriage: the Holly Union!

“Will You marry me” the man asked…
“Yes” the woman answered. With all my body, with all my soul I shall commit to You my love!!!

In the holly union, the man and the woman dance the Dance of the Gods!
The spirits, raised by the pouring spirit, fire; life
Life is fire; Fire is life, the ultimate steam!

“Kiss me”, the man said, “Kiss me under the Gee” “For a kiss under the Gee lasts for ever” “Kiss me!”
The woman slowly reached his lips…
The eternal couples show our desire….
Our time is enhanced…Desire that centuries have grown… Desire that has flown away…

Oh! Joy! Oh! Happiness!
Oh! Exhilaration of the virgin mother
Oh! Virgin Mary of my love!
Is the bible full of love or am I a fool?

Cherish the birth of these emotions
Cherish the death of them
Hades is near

Oh! Eternal Father. Oh! Birth of Souls!
Oh! Sacred Mystery. Oh! Sacred Touch!
I beseech You…

Oh! Loneliness of love. Oh! End of the beginning.
Oh! Dawn of the Sun. Oh! Dawn of the Moon.
The Sun is setting in the sweet Suites of our companions.
With it sets the Sun of our Love.

The abstract painting shows the art of our companions.
The art of our companions is shown in the abstract.

Farewell.

Tuesday, June 20, 2006

Ode to A Lady

Oh! What is that I see?
Oh! What is a man coward if not one who dares not his love to admit?
And what love shall this be?
What story?
Of seduction, of passion, of vile and treachery, of deception
Or of hidden secrets and secret desires ones that never saw the light of day, which never felt the breeze of air, which failed to be spoken of, which have always resided in the depths of hearts?


Oh! Hear me my beauty; hear me my Queen for it is I that speak
It is my heart’s desire to admit.
It is a story I want to tell to you, so that in the end of days your heart and mine might always, as well travel together.
For it is not a lie, but nor is it truth
It is my mind’s words, driven by my heart’s desires in a mad man’s world…
Oh! Hear me; Hear me my spring, my eternal youth


Hear me not for pity or curiosity
Hear me not for nothing better
But hear me for that’s what thou wilt
Otherwise tear these words out of my heart, tear these emotions out of my frail body
Dump them my lady into the sea beyond the seas
Abandon them in a cold river on a rainy winter day
And think not for a moment that I am drunk
Because drunk I am not, not from the spirits that haunt a youth’s nights that is
But I am drunk, drunk from my emotions, from my body’s lust, from my mind’s blur


But if you do want to hear my lady, Oh! My fair Lady then listen to what I have to say and judge me later


For I have nurtured your image in my mind, in my innermost thoughts, from the first moment I laid my eyes on you
Oh! My lady, my memory still remembers and cherishes your first smile, your first look, your first appreciation
And where should I start my description, what should I remember first?
Your hair black as a night’s spell or your eyes’ same color as the black depths of the sea?
Your figure’s air and gracious movement or your body’s lustful breeze?
Shall I remember your smile that lit your eyes and made your body tremble?
Shall I remember your hands, soft and caring as a mother’s gesture to her infant child?


Oh! My fair lady, though fair thou art not
What beauty has the almighty sun graced you with?
What colors that your skin embraces, how soft can your touch be?
For among everyone, I remember You!
The first time I saw You!
I remember your whit, your brilliance, your courage
How one can be filled with God’s grace?
Is it You my darling, is it You?


What music plays when you walk by, what music your voice creates?
Violins and pianos, guitars and trumpets, shall sing your coming?
You shall be greeted by a thousand birds and a thousand rose petals will show the way you walk upon
What great lights accompany you and create an apparition like nothing else
Oh! My blinded, from thou beauty, eyes, can only sense your coming
But no sense is enough to satisfy my hunger for you
No emotion can fill my heart, no presence


And what feelings are these?
What crazy thoughts?
From a heart that will not obey, from a mind that will not loose hope?
Alas I know your heart is promised elsewhere!
Alas I know my princess I am not the prince you were waiting…
Oh! Horrible fate, Oh! God’s will
If not for my frail body, if not for my even frailer heart and lost mind
I might have stood a chance
I might have wore a shinning armor just for you my Queen
Just for you!


And what can a man do to offer you happiness?
I know not!
But Oh! My Queen I would bring the stars to your feet,
I would wreck the earth to bring you anything that you desire,
I would travel to four corners of the world to bring you the most beautiful jewels my Queen
And though no jewel be compared to your beauty,
You my Queen would be a star among stars,
Your own light, your presence would reflect upon the jewels forged in the depths of the earth and your shine transmitted to ends of the world!
Oh! My princess I bow before thy
I offer you my heart; A holly sacrifice
For I can not offer lions or great beasts, nor can I battle armies to prove my bravery
But this, my Queen I can offer; my heart, my soul altogether to make you happy!
For a glimpse of your shine my love would make me the happiest man alive


Oh! Tragic moment of the end
Oh! Tragic loss of existence
Oh! Fight For I want to know you better than anything
For I want to communicate with you so hard
Oh! God grant me Thy will
Let me know her like Adam knew Eve


But alas! A lot the miseries of man
A lot the lost labors of love
For failure is better than the fear of it
For fear rules my life
For my eyes have long lost the sight of Your hope
For all I can do is look at You from a distance
Hiding in the shadows
Disfigured?
In the soul


Oh! Moment of happiness in front of my eyes
You shall pass
Oh! Delirium of joy when I see you
Oh! What a man’s drunken tales when I touch You
Oh! What hunger does your sight satisfy?


Alas! Alas! Alas!
I have to fly, my beauty of a thousand worlds!
But know that I will always be hiding in the shadows!
Know that I will always be watching over You!
And no matter what, no matter happens, even if eons walk our path, even if all the world looses faith in you
I! I shall always be there, a loyal friend, a humble servant
I will always believe in you like Argus of Ulysses


Farewell my Queen, farewell my love, I leave you now to hide once more
I leave you now alone to seek your happiness away from me
I shall always remember You
I shall always cherish you in my weak heart, in my frail body, in my clouded mind…
Farewell!

Friday, April 07, 2006

A DREAM

Falling Asleep

Dream that crawls upon me in the night,
I call upon thy to tell your story
To recite your deeds
To state your needs

First Scene: The Darkness

Oh! Darkness of the endeavour
Life's opposite Death not!
Pain!
Love's opposite hate not!
Treason!

Heart of mind
Mind of heart
Body and soul
My psyche aches because her pain leaves me not.


Oh! You soul of misery!
Oh! You body of obesity!
Where are thou brain?
Where are thou heart?
Where art thou?

Oh! Vastness of darkness
Oh! Darkness of solitude
The life that calls
The pain that answers

Oh! Night
Night when the soul falls into the darkness
Darkness vast and thick
Look at the stars!
Grab on them and be saved
Count them and die!

The end is near
Near is the end, a new beginning, a new dawn...

Second Scene: The Woman

Oh! Luscious curves that the darkness you win
Oh! Seductive curves that on you I demand my reigns
Oh! Naked curves that peace you bring
Peace in the eye, Peace in the mind, Peace in the soul
Hermes of Praxiteles, a woman.

Third scene: The Veins

Veins of Blood
Blood; The giving of life
Life the answer
Veins of ambrosia
Ambrosia the food of Gods
Immortality is the search
Veins of pus
Pus the death of hostiles
Destruction is the result
Veins of light
Light; The birth of man
Love is the endless circle

Scene Fourth: The Sacrifice

I want to tear up my heart cut it in pieces and give it away
Each piece will carry a part of me and my soul
This way wherever You go I will be with You

Feel my pain
Feel my body aching
Feel the depth of my sorrow
Feel my misery
Feel the deepest of my love
Come; Set me free!
Kill me!

Scene Fifth: The Desperation

Oh! Body of my dreams
Grant me my wish
Grant me a naked night
Love me with passion
Despise me with hate
Make love to me to the end of the world
Throw me away as garbage
Kiss me, Kiss me
Spit on me, Spit on me, molest me
I shall get what I deserve but never You!

Scene Sixth: The Substitute

Oh! Fake passion of misery
False love of boredom
Termite wood you are and you shall be consumed
I shall not let you proceed
I shall not let you pass

Scene Seventh: The enlightenment

Oh! My burdened soul
Prisoner of another world
A past that never existed
Only in Your mind, my heart
Only in Your mind
Cry! Cry!
Free yourself
Cut the bounds, if You can!
Oh! You distressed heart why to seek redemption?
Oh! You filthy beast of the past why do not stay locked in Your cage?
What is Your purpose?
Why do you haunt my soul?
Why do you haunt me?

Waking Up

Breathe!
The Dream is over!
Breathe!
You are alive
Breathe!
You shall live on!
Breathe!
Fear not, in the end You will not die alone!
I shall not allow this!

AND I AM GOD!

Breathe!

My Little Red Riding Stick

RED RIDING STICK


To thou red riding stick this poem I devote


Oh! You so red and long

Oh! You so hard and long

Oh! You so sweet and pounding

Oh! You so hot and inviting


Oh! You my only companion

Oh! You my joy of nights

Oh! You my joy in days far and far boring

Oh! You my only escape

Oh! You my only friend


Come Oh! You, my red riding stick

Come and show me the way

Come and take me away

Come and fire me a straight


Oh! Red riding stick

How much I enjoy riding you

And You me...

Let me ride you my riding stick

Let me for one last time feel your surface caressing my thighs

Oh! You my riding stick how red and hard you can be.....


Oh! You a stick for holes

Oh! You when I in the hole put

Oh! What is that I am feeling?

Like tons of data and information flowing through my body

And I cry out more and more and more......


Oh! You soft and sweet

Oh! That you become even softer and sweeter when I in my mouth you put

Oh! My, my, what a sensation what a feel

Oh! How I like to use my tongue to thoroughly investigate you

Up down I lick you

Up down......

Ride Your Sticks!

Tuesday, March 14, 2006

RAIN

Oh! Rain
Oh! Rain that you fall
Oh! Rain light, thin and calm
Oh! Rain that slow you fall
Oh! Rain that slowly you bring water

Water that runs
Water that roams
Water that destroys
Water free
Water sweet
Water salty
Oh! Rain

Oh! Rain that you our hearts dump you make
Oh! Rain that you our souls dump you make

- "Have you noticed that every time you cry it rains?
- Yes,….Rain makes me sad
- No my love it is because you cry that rains …. (cf. MIB II)

Don't cry…
Don't cry, you are free
Free to follow your heart, your soul
Free to chase your desires
Go! Go…
Oh! Rain

Oh! Rain that you fall at night
Oh! Rain that you wet bodies

Night of mystic
Night of desire
Night when the dreams come true

Bodies wet under the rain
Bodies that collude under the water like melting iron or clay
Bodies of clay
Bodies of sugar
Bodies that follow their desires
Bodies that melt into pleasure
Oh! Rain what music thou creates

Oh! Rain sweet rain, changing Rain
Oh! Rain
Rain of sweating bodies
Rain of burning souls
Rain of falling dreams
Rain of passion
Rain of yesterday, of today
Rain of my dreams
Rain of eternity
Oh! Rain sweet rain, changing Rain

PAIN

Seduce me
No
Seduce me
No
Seduce me
No
Seduce me
Yes

Here take my body
No
Here take my soul
No
Here take my heart
No
Here take my life
Yes

I shall grant you every dream
No
I shall grant you every wish
No
I shall grant you everything
No
I shall grant you my death
Yes

Love me
No
Love me
No
Love me
No
Hate me
Yes

Hate me
No
Hate me
No
Hate me
No
Love me
Yes

I am cold, hold me
No
I am cold, hold me
No
I am cold, hold me
No
I am dying, hold me
Yes

Oh! You my sorrow
Oh! You my pain
Oh! You my endless love
Bring her to me
Reach to the past and bring her forth
Shun the cold and bring the heat
Shun the night and bring the day
Shun the darkness and bring the light
Shun the misery and bring the joy

Follow me
No
Come with me
No
I need you
No
Farewell
Yes

Oh! You sweet pain
Cut my skin
Bleed my body
Melt my mind
Oh! You sweet pain
Forget me so that I forget you

Thursday, February 23, 2006

أصدقاء

My Friend,
Colours of green light up your white nights,
Fragrances of burning Cedar emanate from your soul,
Divided life is between Continents=2,
Red, blue, white stars claim your origin,
What shall you be?
What shall you be?
My Friend.

My Friend,
If knowledge ties bonds,
We shall tie the hardest,
If love creates lights,
We shall be the brightest lighthouses in the abyss.
My Friend.

My Friend,
We ride together these years,
These years of fire and steel,
Years not of innocence,
Not of filth, Not of blood
Not of riches, Not of power
Years filled with love potions we deny to admit
Years filled with deadly potions that we shall drink in the name of love
My Friend,
We explored Emotions
Promotions of Vodka, Distillations of Dreams
Promotions of Dreams, Distillations of Vodkas
My friend.

My Friend,
White and Dark spirits flow rivers through our nights
Flashes of cameras arrest our moments in eternity
Dim club lights and Bright days' sun
Presentations in the day, Presentations in the night
Cranky professors burn our days
Sweating bodies call us to a new torture
My Friend.

My Friend,
Who gave you the best present?
Was it today or maybe it came early?
Was it a man or a woman?
Was friend or foe?
My Friend,
What shall you remember?
What shall you remember?
My friend.

Wednesday, January 26, 2005


Είναι μερικές λέξεις σκέφτομαι,
Μικρές, μεγάλες στο μέγεθος, δεν έχει σημασία...
Απλές και πάλι συνθέτες, δεν έχει σημασία...

Είναι όμως πουλιά με φτερά ατσαλένια που από στόμα σε στόμα,
Ξορκίζουν το κακό που αδημονεί στης καρδιάς τα βάθη...

Από αυτό που μας ταράζει τις όμορφες νύχτες όταν βρέχει...

Κάτι βρώμικο ίσως; Βίαιο;
Κάτι που σπάει τους κανόνες της ηθικής και της κοινωνίας;
Κάτι όμως τόσο ερωτικό, τόσο μυσταγωγικό...
Κάτι που φτάνει ιδέα να αγγίξει τα χείλια σου για να σφαδάξει από πόθο όλο σου το κορμί...

Αυτές τις λέξεις ζητάει κι’ έρμη μου η καρδιά...
Αυτές τις λέξεις έχω και ‘γώ από καιρό ξεχάσει...
Ανταριασμένα τα νερά,
Μαύρα τα σύννεφα,
Μαύρη κι’ η καρδιά…

Πλησιάζουμε στο τέλος μιας εποχής,
Λάλησε ο Προφήτης…:
«Και θα γεννηθεί από τις στάχτες βρέφος νέο να τους οδηγήσει στις νέες πατρίδες πέρα από τα άστρα…»

Τα μαύρα ετούτα σύννεφα, μαύρη μου κάνουν την καρδιά…
Και από τα σπλάχνα μου μέσα μια κραυγή…
Κρώζει την Άνοιξη να βρει…

Βίαια και Μανιακή, Μαύρη δίχως άλλο, η κραυγή χιλίων νεκρών…
ΝΑΙ! Από τα σαπισμένα μου σπλάχνα κάτι σπρώχνει να βγει…
Βραχνιασμένο, σχεδόν που αναπνέει το συναίσθημα,
Θέλει να τρελάνει…
Θέλει να σκοτώσει…

Η δικιά μου ανθρωπότητα καίγεται απόψε…
Βλέπω τους γονείς μου εσταυρωμένους Ανάποδα και εγώ αμνός σε αλλόθρησκη τελετουργία…

Τα ξεσκισμένα μου σωθικά πέφτουν στη φωτιά και σκάει!
Σκάει η φωνή, γίνεται καπνός κι’ υστέρα αγέρας
Θάνατος να μυρίσει, το κόσμο, πλημμυρίσει…

Σαπισμένα κορμιά να φαγωθούν μεταξύ τους.
Η ανθρωπότητα να πεθάνει, η ψυχή μου ν’ αναστηθεί…

Όλα να σβήσουν και να ξαναρχίσουν από την αρχή!

Τα μάτια μου, αίμα κλαίνε…
Η πικρά της ψυχής μου βγαίνει τώρα από αυτά,
Εγώ να ηρεμήσω,
Το μυαλό μου να σταματήσω…

Οι εικόνες εδώ τελειώνουν, μετά την καταστροφή: – Η Γαληνή.
Μετά το Θάνατο, επιτελούς τα πράσινα λιβάδια οπού ο Λύκος ζει μαζί με το Πρόβατο...
Ιδού οι ψυχές μας αναπαυμένες...

Wednesday, September 15, 2004

Ευχή Νύχτας για Καληνύχτα

Είθε ο Μορφέας να σου χαρίσει της Νυχτιάς τα ματιά στα όνειρα σου...
Ματιά πλανά, σαρκοβόρα, που όμως μιλάνε μιαν αλήθεια ανώτερη για την καρδιά του ανθρώπου...
Όμορφα Όνειρα κοιμώμενη Πριγκίπισσα του παραμυθιού...
Ελπίζω να γνώρισες τον καλύτερο πρίγκιπα όλων.
Όχι πάνω στο άσπρο άτι, αλλά με καθαρή καρδιά , γεμάτη Θάρρος για Αγάπη...!
Το φεγγάρι φώτισε τον κήπο,
Και τα λουλούδια, τα δέντρα και το Χώμα,
Φαίνεται να κλέβουν την ασημένια λάμψη του,
Και να φανερώνουν στο αντιφέγγισμα την ιδία την πηγή της Δημιουργίας...
Ο Άντρας, η Γυναίκα, η Ασημένια λάμψη του φεγγαριού και το θαύμα μαίνεται στις ψυχές των...
Αν όχι τώρα, Πότε; Ποτέ...;

Monday, August 30, 2004

Γαλάζια Θάλασσα τα ματιά σου
Έπεσα και κολύμπησα!

Δροσερό νερό τα χείλη σου
Έσκυψα και τα φίλησα!

Τα φιλιά σου Νέκταρ και Ύδωρ Γλυκό στα χείλη μου τα διψασμένα!
Το κορμί σου Αμβροσία στον πόθο μου!

Στα Στήθη σου Να σκαρφαλώσω θέλω, Αχ Θέ μου!
Μπας κι’ από ‘κει ψηλά διακρίνω σήμερα ή αύριο ή τώρα την δικιά μου ευτυχία ζωγραφισμένη στο κορμί σου.

Friday, August 20, 2004

Τα ματιά σου γαλάζιες θάλασσες που μέσα τους αντιφεγγίζουνε σαν δυο πολύτιμα μαργαριτάρια οι λαμπυρίζουσες κόρες σου...

Σ’ αυτά ‘δώ αποστάτησα σε μαγικές ακρογιαλιές!

Thursday, August 12, 2004

Τα αστέρια τρεμοσβήνουνε στο φως της νύχτας,
Δίπλα στην παράλια γεμάτη έρωτα και πάθος…

Ζευγάρια, παρέες, κι’ εγώ.

Κοιτάω τ’ άστρα και μετρώ !
Ένα, δυο, τρεις, ευχές στα πόδια μου περνάνε, και χάνονται (;)
ΙΣΩΣ.

Πόσα γεννιούνται και Πόσα χάνονται;
Πόσοι Έρωτες και Πόσα Πάθη;

Να γεννηθώ στη Γη και να πεθάνω στη Γη,
Αυτή είναι η ευχή μου!

Να σε δω, να σε νοιώσω Γυμνή επάνω στο κορμί μου και να εξαϋλωθώ σε αιθέρια μάζα,
Αυτή είναι η ευχή μου!

Wednesday, August 04, 2004

Σήμερα το Φεγγάρι είναι χρυσωπό …
Αντιφεγγίζει πάνω στη γεμάτη νυχτιά θάλασσα και φτιάχνει,
Το δικό του Χρυσό Δρόμο προς την Ανατολή ή προς τη Δύση…

Πάντα αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που προκαλεί τους χρωματισμούς του φεγγαριού…

Τα περίφημα Αυγουστιάτικα φεγγάρια …

Και, αν και, είμαι σίγουρος ότι έχει να κάνει με τη θέση της γης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και τη διάθλαση του φωτός από τον ήλιο, λόγος μάλλον πολύ επιστημονικός και λίαν πεζός, η ίδια η ιδέα της αναζήτησης εξιτάρει την φαντασία…

Το Φεγγάρι λοιπόν υπερήφανο στέκει και μια απόλυτη νυχτερινή ησυχία βασιλεύει. Συνοδευμένη από μακρινές βοές αυτοκινήτων στην εθνική οδό, κάπου παραπάνω… Και από μακρόσυρτα, σχεδόν κλαψιάρικα γαυγίσματα γειτονικών σκύλων, που προσπαθούν να μετά μανίας να επικοινωνήσουν από χωράφι σε χωράφι…

Η απαλή αύρα καθώς φιλτράρει τα γαυγίσματα, αυτά ακούγονται σαν τις φωνές φαντασμάτων του παρελθόντος, που κοντοζυγώνουν κάνοντας τα φύλλα και τα χόρτα γύρωγύρω να θροΐζουν για να σε προειδοποιήσουν και να τα προϋπαντήσουν…

Η όλη σκηνή συμπληρώνεται από την μελωδική και ρυθμική παρουσία των γρύλλων και τα καμπανάκια από δυο γαϊδουράκια στα διπλανά χωράφια, που μέσα στην προσπάθεια τους να κοιμηθούν, χτυπούνε ρυθμικά αριστερά και δεξιά τις καμπάνισες τους…

Οι μελωδίες εναλλάσσονται και η φύση Μέγας Ενορχηστρωτής σε καλεί γλυκά να ονειρευτείς…

Sunday, August 01, 2004

Αστερόεσσα νύχτα, θαλασσινή αύρα.
Συννεφιασμένη μέρα, αύρα της βροχής.
Σαν Σήμερα, Σαν χθες, Σαν Αύριο είναι η γέννηση, Αγάπη μου για Σένα.

Ποιοι Θεοί, ποιοι Δαίμονες μ' Αγάπησαν και μ' έστειλαν
Σαν Χτες, Σαν Σήμερα, Σαν Αύριο στη δικιά σου αγκαλιά;
Σαν Σήμερα, Σαν Χτες, Σαν Αύριο σ' Αγαπώ, σε χάνω,
σε Λατρεύω σαν καινούριο Θεό σε μια νεκρή Πολιτεία...

Είναι το Σάπιο μου κορμί,
Είναι το κουρασμένο από τα νιάτα μου πνεύμα,
Είναι αυτή μου η αδυναμία να Σ' Αγαπώ μέχρι να σε σκοτώσω...
Και έτσι ας πεθάνω και εγώ πνιγμένος από την Αγάπη μου για σένα...

Θυσία θα γίνω σε έναν ξεχασμένο Βωμό για αυτά που ήθελα,
Για αυτά που ονειρεύτηκα,
Για αυτά που μου 'δωσες
Για αυτά που δεν εκτίμησα
Για αυτά που έχασα χάνοντας εσένα...

Για σένα Αγάπη μου Γλυκειά. Για Σένανε.

Friday, July 09, 2004

Ήλιος μεσημβρινός χαράσσει την χρυσή του πορεία στα αλμυρά γαλάζια Ύδατα…
Σηκώνω την ψυχή μου και περπατώ…

Monday, July 05, 2004

Μαύρα πέπλα, μιας νυχτιάς γιομάτη από τις πνοές μιας εθνικής ανάτασης και της ελπίδας.
Λιώνει η άσφαλτος κάτω από τα πόδια των εορταζόντων.
Ιδρώτας, φωνές και εθνικό ντελίριο σε έναν αγώνα δίχως αύριο.
Τα κορμιά των εθνικών ηρώων, ολύμπιοι θεοί στο βωμό μιας στρογγυλής θεάς.
Όπιο του λαού, τέλειο μεθύσι, οι νίκες του σήμερα για τα προβλήματα του αύριο.
Κείτονται νεκρά τα κορμιά στο γήπεδο των αντίπαλων.
Γαλανόλευκο οξύ τρώει τις σάρκες τους και θολώνει τα μυαλά μας.
Όπιο του λαού, τέλειο μεθύσι.
Ας δώσει κι' αύριο την ανάταση του σήμερα.

Thursday, March 11, 2004

Ημέρα Πρώτη: Καταστροφή της πολιτικής ταυτότητας
Ημέρα Δεύτερη: Καταστροφή της πολιτισμικής ταυτότητας
Ημέρα Τρίτη: Διάρρηξη της ερωτικής ταυτότητας
Ημέρα Τέταρτη: Μίξη ταυτότητας - Διασκέδασης – Κοινωνικότητας
Ημέρα Πέμπτη: Αλλαγή προσωπικής ταυτότητας
Ημέρα Έκτη: Ανασχεδιασμός και επανένταξη!
Ημέρα Εβδόμη: Παύση.

Wednesday, March 10, 2004

Καθώς η νύχτα πέφτει, το άστρο του εσπερινού απλώνεται πέρα κείθε στον ορίζοντα.
Μέρα όμορφη, μέρα ξελογιάστρα.
Κρύο και ζέστη όλα μαζί, την ίδια στιγμή.
Στον αγέρα τον παγωμένο διασκορπισμένα τα γράμματα, σχηματίζουν στο μυαλό μου, τη ζεσταμένη μου καρδιά, την πιο απλή αλλά και μοναδική λέξη στον κόσμο.
Σ'ΑΓΑΠΩ.
Ερωμένος δίχως να ξέρω γιατί, στο τραγούδι σου
Ένα τραγούδι που δε λέει να τελειώσει
Που' χει στοιχειώσει την καρδιά μου
Το τραγουδώ μ' αυτό δε λέει να φανεί, να τελειώσει
Οι λέξεις πέτρωσαν, αγέρωχες μορφές, σε τούτο το χαρτί.
Τα χείλη μου παγώσανε και τίποτε δε μπορεί να βγει.
Στα χέρια μου η λύρα
Του Απόλλωνα η Λύρα, κρύα και παγερή
Στα χέρια μου η λύρα.
Μέσα σ' όλα της αγάπης τα στραβά κυλάει το τραγούδι σου ήρεμα και σταθερά.
Θυμίζει σε 'μενανε την ύπαρξή σου.
Που να τελειώσει; Δεν θέλει κι' αυτή, από μέσα μου
Σαν το τραγούδι σου
Πράσινες ηλιαχτίδες φωτίζουν τα χρυσά σου μαλλιά.
Σε κοιτώ με δέος καθώς υψώνεσαι μπροστά μου,
νοσταλγική εσύ μορφή γυναίκας.
Σε κοιτώ και σε μετρώ... από πάνου ως κάτου
Σκέφτομαι πώς οι καμπύλες σου διαδέχονται η μια σου την άλλη,
μελωδική συμφωνία κλασσικού ποιητή.

Αχ, εσύ ψυχή μου!
Πώς τούτες οι εικόνες σε βασανίζουν μέρα και νύχτα;
Πώς θέλω να μεθύσω στο άρωμά τους, στη γεύση των χειλιών τους.
Μα οπτασίες είναι και αυτές όπως κάθε άλλο...
Αέριες μορφές στο χώρο των αοράτων,
των αέναων κινούμενων άστρων που ποτέ δεν παύουν, ποτέ δεν σταματούν.

Θέλω να δω τον κόσμο πέρα από ‘κει που βλέπουν τα δικά μου.
Μου δανείζεις τα δικά σου;
Δίχως απάντηση.
Δίχως απάντηση και αυτή μου η ερώτηση.
Δίχως απάντηση όπως και όλες οι υπόλοιπες.
Γιατί άραγε να περιμένει κανείς να βρει αιτίες και απαντήσεις, μέσα σε ένα ονειρικά φτιαγμένο ψέμα;
Δίχως απάντηση.

Οι ηλιαχτίδες συνεχίζουν να σε φωτίζουν σε κάθε εικόνα του μυαλού μου .
Ακόμη περισσότερο... ακόμη περισσότερο...
Αρχίζω ξέρεις να αναρωτιέμαι πότε;
Πότε θα καταλάβω αν ο πόθος είναι σαρκικός ή ερωτικός ή απλά εγωιστικός.
Πότε θα δω τα πράγματα εκτός του ονειρικού φλοιού με τον οποίο σε περιβάλλω;
Πότε τα γκρίζα σύννεφα θα σκεπάσουν τις ηλιαχτίδες;
Πότες θα σε δω για αυτό που είσαι και αυτό που είμαι;

Μέχρι τότε απλά σε ονειρεύομαι.

Thursday, February 12, 2004

Φεγγάρια νυσταγμένα πέφτουν απαλά στον αιθέρα μιας πόλης που ξεθυμαίνει τη μέρα για να προσκαλέσει μέσα, τη νύφη της τη νύχτα.
Μια νύχτα που υπόσχεται πολλά, παραπάνω από όσα τελικά θα αφήσει...
Σημάδια στο λαιμό μιας νεαρής παρθένας που χτες έχασε την αθωότητα.
Βρόχινο νερό ραντίζει τα ‘ματοβαμμένα μου ρούχα.
Σταγόνες πέφτουν απαλά και χαϊδεύουν τους ξεθυμασμένους ώμους μου.
Το ξεφτισμένο μου σακάκι με προστατεύει για λίγο αλλά μετά από μερικές σταγόνες πνίγεται έτσι μαζί μου…

Wednesday, January 14, 2004

Μεσάνυχτα στους δρόμους της Κυψέλης
Ακροβατώ και χάνομαι
Σπίτια ψηλά, Σπίτια κοντά
Τα ίδια γκρίζα και μουντά.
Τα μάτια μου κοιτάνε αυτά που έχουν ξαναδεί
Μεσάνυχτα στους δρόμους της Κυψέλης

Ξεκινώ μια πορεία μαύρη σαν τη νύχτα
Θολή σαν την ομίχλη του νέφους που πυκνώνει.
Δρόμοι στραβοί και αλλόκοτοι
Μπαρ, κωλόμπαρα, Πουτάνες
Και σ' όλα αυτά, το γέλιο ενός μετανάστη που πουλάει λουλούδια

Μεσάνυχτα στους δρόμους της Κυψέλης
Ακροβατώ και χάνομαι
Σαν είμαι, και τι είμαι;
Είμαι παιδί της νύχτας
Είμαι πολίτης της μέρας
Δεν είμαι τίποτα
Θλίψη και δυσωδία σπέρνει το κάθε μου βήμα
Θάνατο και σήψη η κάθε μου πνοή.

Μεσάνυχτα στους δρόμους της Κυψέλης
Ακροβατώ και χάνομαι
Για μια ζωή θλιμμένη
Και μιαν αγάπη σίγουρη.
Για φιλίες που κλαίνε τα χρόνια τους
Και γονείς που ξεχνάνε τα δικά τους
Ακροβατώ και χάνομαι

Thursday, January 08, 2004

Χαλασμένα μεσάνυχτα, ώρα 12:00
Βικτωρία, Κυψέλη, Πατησιά
Όλη μου η ζωή ένας δρόμος
Ένα τραμ του δήμου

Thursday, December 18, 2003

Μερικές φορές κοιτάζω τον κόσμο μέσα από αυτά τα μάτια σαν νεκρός.
Νοιώθω κορμί μαραμένο, μα τα μάτια καταγράφουν τις πολύχρωμες εικόνες μια ζωής Άσπρου – Μαύρου!
Η Ζωή είναι γκρίζα, συνήθιζε να λέει ο Πατέρας μου.
Μα εγώ έχω δεν την είδα ποτέ.

Σκιές πάνε κι' έρχονται...
Σκιές Ανθρώπων εμφανίζονται από μακρυά και σιγά – σιγά ξεθαρρεύουν και πλησιάζουν...
Πλησιάζουν μόνο για να χαθούν μετά αμέσως!
Και οι σκιές ξεθωριάζουν χτυπημένες από βροχή και χιόνι, αέρα και χαλάζι.
Σκιές του σήμερα, του χτες, του αύριο
Σκιές που κινούνται σε χρόνους ενεστώτα, παρακείμενου και μέλλοντα

Και εγώ... Και εγώ, διαβαίνω ανάμεσα τους χωρίς τίποτα να με αγγίζει!

Monday, November 17, 2003

17/ΝΟΕΜΡΗ/2003

Για σένα πέσανε τριάντα χρόνια πριν κορμιά κυπαρισσένια
Παιδιά ηλικίας ετών 17 που είχανε κορμιά σένια
Για σένα πέσανε τριάντα χρόνια πριν

Τι κι’ αν εκείνοι τοτε δώσανε αίμα και ψυχή;
Τι κι’ αν θυσιάστηκαν στο βωμό των ιδεών τους;
Τι κι’ αν πήγαν όπως κάποτε σαν τα πρόβατα μέσα στους λύκους;

Σήμερα κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν θυμάται.
Προσωπικές δοξασίες μόνο και ομαδικά ευφυολογήματα,
Σκιάζουν τον αέρα σου.
Ανώτερα Συμφέροντα ενός αόρατου “Status Quo”
Σκίασαν το αίμα και τις ψυχές τις θυσιασμένες στο βωμό σου,
Για Ζωή.

Και σήμερα; Σήμερα τι;

Εγώ δεν έχυσα σταγόνα αίμα!
Εγώ δεν πάλεψα ποτέ για τίποτα!
Εγώ δεν αντιστάθηκα ποτέ ενάντιας σε τίποτα!

Είμαι εγώ άξιος κοινωνός σου;
Είμαι εγώ άξιος κοινωνός των;
Είμαι εγώ άξιος να στέκομαι εδώ, να σε βλέπω, να δακρύζω, να σε υπηρετώ;

Αχ! Εσύ πατρίδα μου γλυκειά!
Πόσο ακόμη πρέπει να υποφέρεις από τα παιδιά σου;
Πόσο ακόμη πρέπει τα χώματα σου να βαφτούν με αίμα;

Αχ! Εσύ πατρίδα μου γλυκειά!
Πότε θα πιεις το αίμα;
Πότε να θυσιαστώ, να σε χάσω, να χαθώ, να λυτρωθώ;