Καθώς οι ακτίνες του Ήλιου έπεφταν στα ψηλά κυπαρίσσια, κοίταξε τη γη και ένιωσε το ξύπνημα των προγονών. Σε τούτη τη νεκρόπολη που είχε έρθει ξανά – ήταν η δεύτερη φορά – μέσα στην πόλη που πονούσε, ένιωσε τον πρωταρχικό πόνο της μαύρης εκείνης νύχτας. Όταν εκείνη πέθανε, εκείνος δάκρυσε, ούρλιαζε, φώναξε τόσο δυνατά που η φωνή του ακούστηκε στον κόσμο. Και ο Πόνος, αυτός ο Πόνος τόσο βαθύς, οξύς και μεγάλος. Και να είχε πραγματικά πεθάνει, ο πόνος θα ήταν τουλάχιστο μικρότερος αλλά τώρα.. Τώρα πονούσε ακόμη περισσότερο όταν σκέφτονταν εκείνη την κρύα νύχτα που έμεινε μονός σε κείνον τον έρημο τόπο... γιατί εκείνη είχε φύγει...
Έφτασε στο μνήμα δακρυσμένος, άφησε με κόπο το τριαντάφυλλο στο μνήμα και ξέσπασε σε λυγμούς πάνω από το μνήμα του ανθρώπου που αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο...
Αχ μητέρα...Αχ πατερά... συγνώμη για άλλη μια φορά, είμαι πάλι... μονός μέσα στον πύργο.
Έφτασε στο μνήμα δακρυσμένος, άφησε με κόπο το τριαντάφυλλο στο μνήμα και ξέσπασε σε λυγμούς πάνω από το μνήμα του ανθρώπου που αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο...
Αχ μητέρα...Αχ πατερά... συγνώμη για άλλη μια φορά, είμαι πάλι... μονός μέσα στον πύργο.