ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Τι είναι ο έρωτας, αν η άνοιξη δεν δει την αυγή στα μάτια σου;
Τι είναι η αγάπη, αν όχι το απαλό σου δέρμα, η άμωμη καρδιά, η ευγενική φύση, οι ήσυχοι αγχοί σου, κι ολα της φύσης τ’ αγαθά που ‘ναι δικά σου;
Ποιες γιορτές και ποιες θυσίες θεϊκές μπορούν ποτέ με μια νύχτα μαζί σου να συγκριθούν;
Πως μπορώ τα φιλιά σου να μην ονειρεύομαι, κι ας είναι στο θάνατο να μ’ οδηγήσουν;
Η ΙΚΕΣΙΑ
Αχ Θεοί! Ακούστε μου τούτη την Προσευχή...
Πως για τούτη τη γυνή, για τούτο το κορμί καίγομαι και το θάνατο μου πενθώ...
Πως με σαγηνέψε ο Έρωτας με τα πυριφλεγή του βέλη...
Πώς να λυτρωθώ, δεν ξέρω!
Πού να σβήσω τούτες τις φλόγες, που σιμά θα κάψουν την ψυχή μου;
Αχ Θεοί! Βοηθήστε με!
ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Αχ! εσύ Γυναίκα που σαν ξαπλώνεις το κορμί σου στη γης να ξαποστάσει αναντρανίζονται βουνά και βαθαίνει η Θάλασσα...
Πώς, σε τούτα του κορμιού σου τα βουνά να αναρριχηθώ,
Πώς, να κατέβω τις πλαγιές σου,
Πώς, να μεθύσω στις πηγές σου;
Πώς, την φύση σου την άγρια να υποτάξω;
ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Γείρε εσύ Ω! Μάνα των όλων...
Γείρε και δάνεισε μου Άνθη ευωδιαστά, Θηρία φοβερά, Καρπούς και Μέλι στα πόδια της να τ' αφήσω μπας κι' ανοίξει για με τα σφαλιστά της χείλη...
Γύρε Άνεμε, Γύρτε Βουνά, Γύρε Θάλασσα...
Άνεμε δρόσισε την, Βουνά ανυψώστε την σε θρόνο αρμοστό, Θάλασσα πρόσφερε τ' αγαθά σου...
Ανέτειλε και 'Συ Ήλιε ψηλά εκεί στα ουράνια και χρύσωσε την...
Να την 'δούνε οι Θεοί και ευτύς να πουν πως τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει πιότερο...
Να την δει η πλάση με τα δικά μου μάτια και να αναφωνήσει, σαν πως τίποτα δεν την φτάνει, να την στέψει...
ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φτάνουν τούτα;
Πες μου, τι άλλο να κάνω;
Πες μου πώς θες ο Δούλος σου να σε υπηρετήσω;
Μίλα μου Πριγκίπισσα Εσύ...
Ρίξε μια ματιά, ένα ελάχιστο νόημα του κεφαλιού...
Πώς να το κερδίσω;
Πως θα σε πείσω ένα φιλί να μου χαρίσεις;
Ακόμη και αν μου κοστίσει ότι από την ψυχή μου έχει απομείνει, θέλω εγώ τούτα τα ροδαλά χείλη να φιλήσω...
Στα χέρια μου να σε πάρω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου κι ας είναι μέσ' την πλάση σου να χαθώ, να εξαφανιστώ...
Κάθε μου πτυχή, κάθε ουσία...
Τι Πλάσμα είσαι εσύ τελικά που στην καρδιά μου τέτοιο πύρινο ασάλευτο πόθο έχεις κανονίσει;
Είσαι κοινή; Είσαι μήπως σύντροφος, σειρήνα του πελάου ή Θεά;
Αχ έρμα μου μάτια που έχετε τυφλωθεί,
Αχ μυαλό δουλικό,
Ψυχή Φαρμακωμένη από τούτον τον αγγελικά πλασμένο δαίμονα...
Θεά τον διατάζει, Θεά σε υποτάζει...
Δεν γίνεται αλλιώς!
Τι φταις κι εσύ φτερωτό πλάσμα που τούτη η Θεά και σένα μάγεψε και σ' έστειλε να με κάψεις;
ΝΕΩΝ ΟΝ ΑΝΟΙΑ
2 years ago
No comments:
Post a Comment