* Παιχνίδι με την Κυρά του Φεγγαριού
Κάθομαι στην άμμο και μετράω κύματα. Έχει πολύ φως και φοράω τα μεγάλα μαύρα γυαλιά μου. Φυσάω για πλάκα μερικά τσουλούφια που πέφτουν στα μάτια μου κι ακούω το «Μονόγραμμα» για χιλιοστή φορά.
..Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο..
Κάθομαι στα βότσαλα και τα μετράω: Ένα, δυο, τρία … το τέταρτο στη θάλασσα. Είναι νύχτα και το φεγγάρι μόλις που αχνοφέγγει στα σκοτεινά νερά. Κοιτώ, πέρα από τον ορίζοντα και ο άνεμος απαγγέλει μαζί μου δυο στίχους. Τους έχω ξανά απαγγείλει αυτούς. Τι είναι; Πότε; Α… ναι… «Το Μονόγραμμα»
Πως με γαληνεύει αυτό το σχεδόν εγκαταλελειμμένο μέρος, με τις πολύχρωμες βάρκες και τις σ’ όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου, πόρτες.. Αυτά τα ερείπια, οι πέτρες οι κιτρινισμένες απ’ το θειάφι, οι σκληρές γραμμές του τοπίου.
..Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια..
Tο τοπίο γαλήνιο, μέσα μου αντάρα. Τα ήρεμα νερά της Θάλασσας με τον σιγανό παφλασμό στην ακτή, οι βάρκες που λικνίζονται νωχελικά στο λιμανάκι, και τα φωτά του χωριού που φωτίζουν τα βότσαλα κάθε χιλιόμετρο… Όλα άδεια… Δεν υπάρχει κάνεις…
Κι ύστερα ξαφνικά χάνονται όλα σαν να διαλύεται το πάζλ και παλεύω στο σεντόνι μου, να ενώσω τα κομμάτια. Να μην ξυπνήσω, να μην ξυπνήσω.. Νιώθω ιδρώτα να κυλάει στο λαιμό μου. Ξερά τα χείλη μου. Τι ώρα να ‘ναι;
..κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγερά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές..
Κόσμος, ξαφνικά, κόσμος πολύς και βαβούρα, μηχανάκια πηγαινοέρχονται και άνθρωποι περπατούν παντού και ένα ντριν μου χτυπάει τα μηνίγγια. Κλείνω τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο και τα ανοίγω. Εκτυφλωτικό φως, έχω πάλι αφήσει ανοιχτές πόρτες και παράθυρα για να εισέρθει το πρωινό φώς στα σκοτεινά μου όνειρα. Πρέπει να σηκωθώ αλλά δεν θέλω. Είναι ώρα… Τι να κάνω;
Κοιτάζω ξανά και ξανά τους δείχτες του ρολογιού.. Μέρα ή νύχτα; Δεν καταλαβαίνω. Αιωρούμαι στο τίποτα του χρόνου, στο αφιλόξενο κενό της άγνοιας, στην αβεβαιότητα που δεν αντέχω.. Κλειστά παράθυρα, σκοτάδι. Που είμαι;
..Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά..
Όσο δεν σηκώνομαι τόσο δυναμώνει το φως. Ιδρώνω κάτω από τα χειμωνιάτικα σκεπάσματα με τις χοντρές πυτζάμες. Δεν θέλω να σηκωθώ και κουκουλώνομαι. Τώρα είναι πάλι σκοτάδι. Μένω εκεί και παραπαίω… Γιατί δεν μπορώ να ξαναβρώ την βραδινή μου παραλία; Πόσο ήρεμη φαντάζει τώρα.
Σηκώνομαι διστακτικά και νιώθω να κρυώνω.. Ανοίγω το παράθυρο και εισβάλλει το λευκό. Χιόνι παντού.. Καθαρίζει ο νους μου απ’ τις εικόνες. Χάνομαι…
..Είμ’ εγώ,μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;..
Ο Μορφέας με τυλίγει λίγο λίγο πάλι στην αγκαλιά του και μέσα από το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων, ξεπροβάλλει πάλι η ασημένια λάμψη του φεγγαριού. Με ξαναβρίσκω να κάθομαι στην παραλία, πάνω στα βότσαλα. Τι ωραία εικόνα. Μένω… εδώ…
Γκρίζος ο ουρανός, ασάλευτος ο κόσμος.. Αυτές οι στιγμές πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, πάντα μ’ άρεσαν τόσο πολύ. Ένα δέντρο γέρνει πάνω απ’ το πέτρινο σπίτι. Που να βρεις καταφύγιο τέτοιες ώρες; Δεν ακούγεται πουλί κανένα..
Πουθενά δέν πάω ,μ’ ακους;
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ακούς;
Ο σκοτεινός ουρανός και τα ατάραχα νερά, κοιτώ καθώς πλησιάζει η αυγή. Το μούχρωμα και τα απόλυτα κρυστάλλινα νερά αυτή την ώρα πάντα τα λάτρευα. Υπάρχει καλύτερο καταφύγιο; Δεν ακούγεται βοή καμιά.
Covenant - Madame De La Luna
ΝΕΩΝ ΟΝ ΑΝΟΙΑ
2 years ago
2 comments:
Μπράβο παιδιά! Μαζί με τον Ελύτη ολόμορφο αποτέλεσμα.. :)
Καλό βράδυ!
Φιλιά αγαπητέ!
Euxaristoume!!
Kalo Vrady!
Post a Comment