Friday, December 19, 2008

Η νύχτα είναι υγρή & κρύα…

Η βροχή μόλις καταλάγιασε…

Περπατώ περιδιαβαίνοντας την πόλη προσπαθώντας να αποφύγω τα τρεχούμενα νερά των μπαλκονιών…

Είναι για να χωθείς κάτω από τα σκεπάσματα & να κάνες έρωτα μέχρι το πρωί…

Όχι παθιασμένο, άγριο, αλλά αργό…

Ίσα που να κινούνται τα κορμιά…

Να τρίβονται σαν τεκτονικές πλάκες το ένα πάνω στο άλλο…

Να ιδρώσεις κάτω από τα σκεπάσματα…

Το χνώτο μου προς τα πάνω θολώνει τα γυαλιά μου…

Σκέφτομαι τα θολωμένα από τον ερώτα μας τζάμια…

Αααχ…! Εκείνο το δωμάτιο, πως θόλωνε τις νύχτες με βροχή…

Μετά τον ερώτα θυμάμαι καθόσουν & κοίταζες τη βροχή απ’ το παράθυρο & ‘γω κοίταζα εσένα…

Μια σιλουέτα μπροστά από το θολωμένο τζαμί & ένα τσιγάρο να φεγγίζει τον καπνό που πέταγε μέσα στη νύχτα…

Η βροχή δυναμώνει. Τα λούκια γεμίζουν. Οι λαμαρίνες βροντάνε. Και ‘γω ταχαίνω το βήμα μου να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα, μπας & σε ονειρευτώ…

Tuesday, December 09, 2008

ΈΤΣΙ...

Πλάσματα του Νου;
Πλάσματα της Φαντασίας;
Τραγιά μεταμφιεσμένα σε ανθρώπους
Γυμνοσάλιαγκες που παρουσιαζονται ως ειδήμονες

Υπάρξεις απαθείς που νου δεν έχουν
Σκέψη κενό
Βλέμμα λειψό
Αυτεπίγνωση ανύπαρκτη

Πώς επιβιώνει κανείς;
Ζεί κανεις;
Όταν τα τραγιά νομίζουν οτι είναι άνθρωποι
Όταν οι γυμονσάλιαγκες θεωρούν πως περπατούν

Απορίας άξιο
Η πορεία μας σε τούτα τα χώματα
Απορίας άξιο
Που θεωρούμε τους εαυτούς μας άξιους για ζωή

Ανείπωτη ανθρώπινη ύπαρξη
Αβάσιμη επιβίωση

Εξαγνισμός αδύνατος;
Φωτιά, βροχή, τι;
Επανάσταση;
Σιγα!
Ανίκανο το χτές, το σήμερα, το τώρα, το αύριο
Ας αυτοπυρποληθούμε καλύτερα όλοι να γλυτώσουμε...

Monday, December 01, 2008

Ένα Δειλινό στην Καλαμάτα


Καθ' ένας κρύβει στην καρδιά του όσα τον καίνε
και τον λιώνουν, με βήματα βαριά μετράει
τα βάσανα που δεν τελειώνουν.
Ζούμε μονάχοι στη γη δίχως ελπίδα,
σαν τρομαγμένα πουλιά στη καταιγίδα.

Καθ' ένας έρχεται στον κόσμο μ' ένα παράπονο
ένα βάρος, με το ίδιο βάρος ξαναφεύγει
και με της γνώσης του το θάρρος.
Ζούμε μονάχοι στη γη δίχως ελπίδα,
σαν τρομαγμένα πουλιά στη καταιγίδα.

Μα στις καλές μας στιγμές φέγγουν τα βράδια,
λάμπει το φως της ψυχής μες στα σκοτάδια
και στη γιορτή μας κι ο εχθρός είν' αδερφός
και καλεσμένος μας κι ο χάρος ο σκληρός.

Μα στις καλές μας στιγμές φέγγουν τα βράδια,
λάμπει το φως της ψυχής μες στα σκοτάδια
και στη γιορτή μας κι ο εχθρός είν' αδερφός
και καλεσμένος μας κι ο χάρος ο σκληρός.


Στίχοι & Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Εκτέλεση: Ελένη Τσαλιγοπούλου & Νίκος Πορτοκάλογλου




Powered by Podbean.com

Στα καμμένα...

Νεκρά τα κουφάρια των ηρώων εναποτίθενται στο χώμα,
Και τα σκουλήκια τρώνε τη σάρκα τους,
Και τα δέντρα ρουφούν το χυμό τους,
Και η γη την ουσία τους.

Μα καμμένα τα χώματα παραμένουν,
Στεγνή η γη,
Αναγέννηση ανίκανη.

Βροχή που ξεπλένει τις παλιές αμαρτίες,
Παίρνει μαζί της κάθε ίχνος,
Γίνεται πλημμύρα και πνίγει τους επιγόνους.

Ψυχές ανίκανες, σφαλερές.

Κενότητα.

Άδεια τα βλέμματα,
Δίχως ουσία οι πράξεις.
Η συνύπαρξη ένα αιώνιο φαγοπότι,
Και συνεχίζουμε μέχρι να σκάσουμε!

Ελπίζουμε ακόμα σε κάτι,
Γιατί άραγε;

Μεγάλο το ψέμα, μεγάλη η καταπατημένη υπόσχεση,
Και η ελπίδα παραμένει,
Σε ποιον; Σε τι;
Όχι σ' εμάς! Σε κάποιον άλλον;

Και η βροχή συνεχίζει να μουσκεύει τη σάρκα μας,
Και 'μείς πορευόμαστε μέσα σε λίμνες και ποταμιά που δημιούργησαν οι πράξεις μας.
Κι' όμως ακόμη το αρνιόμαστε,
Τα λάθη, το παρελθόν.

Νεκρά τα κουφάρια των ηρώων θα εναποτεθούν στο χώμα,
Και τα σκουλήκια θα φανέ τη σάρκα τους,
Και τα δέντρα θα ρουφήξουν τους χυμούς τους,
Και η γη την ουσία τους...
Και θα παραμείνουν τα χώματα καμμένα,
Και η γη στεγνή...

Η ύπαρξη ένας αιώνιος κύκλος,
Συνεχής και αδιάκοπος.
Θα ξαναζούμε τις ζωές μας στο άπειρο.
Μια αέναη επανάληψη.
Λεπτό προς λεπτό, στιγμή προς στιγμή,
Σε τούτη την πορεία όλα πληρώνονται.
Δίχως Δάνεια.
Δίχως Μπλόφες.
Οποίος τολμά ας ζήσει!
Οποίος νομίζει ας πεθάνει!
Και οι υπόλοιποι μακράν ευτυχισμένοι στην αγκαλιά του Μορφέα...

Sunday, November 23, 2008

Ένα μικρό Ευχαριστώ

10 μέρες τώρα μετράω...

Μετράω τα λεπτά που περνούν, τις στιγμές που αποτυπώνονται στο χρόνο, την ιδέα που καίει το πετσί.


Δεν σου είπα να έρθεις μόνο για σένα, για να σταθώ όπως έπρεπε στο ύψος των περιστάσεων. Σου είπα να έρθεις για μένα, γιατί χρόνια ολόκληρα είχαμε να μιλήσουμε τόσο... Όλα ανοιχτά, όλα έξω, έξω τα χέρια από τις τσέπες, ανοιχτό το στήθος στη σφαίρα. Όσο μιλάμε διαπιστώνουμε τις αρχές μας και εγώ και εσύ.

Εσύ βιώνεις, εγώ αναλύω...
Εσύ στο στόχο σου, εγώ στην ιδέα μου...
Δημιουργία, θάνατος, γυναίκα, οι τρεις άξονες
Παρελθόν, παρόν και μέλλον οι αναφορές μας...


Τις είχα ανάγκη αυτές τις 10 μέρες τώρα μπορώ να περπατήσω άλλα 10 χρόνια γνωρίζοντας...

Είμαι τώρα πιο αισιόδοξος μα και συνάμα πιο απαισιόδοξος, ξεκούραστος μα και συνάμα πιο κουρασμένος, ήρεμος μα και συνάμα πιο ταραγμένος.

Ράκος είμαι μα η ενέργειά μου αστείρευτη...


Όπως μαζί βρεθήκαμε σε κείνο το ταβερνείο κάποτε, έτσι και συνεχίζουμε, παράλληλοι δρόμοι που κοιτάνε στο άπειρο. Που και που βρισκόμαστε και στην ίδια λωρίδα, τα ζα να ξεπεζέψουμε να αλείψουμε τις πληγές μας με λάδι, να πιούμε και φάμε, τροφές και πιοτά, να δυναμώσει το κορμί να αντρειώσει το πνεύμα...

Ο χρόνος το ‘χει φέρει και το ψωμί και το αλάτι...Και προετοιμάσου τώρα για κύματα και καταιγίδες...

10 μέρες μαζί, 10 μέρες ο ένας σήκωνε τον άλλο πιο ψηλά και τώρα...

Τώρα προχωράμε πάλι ο καθένας τη δημιουργία του.

Όπως γουστάρουμε!

Ελεύθεροι!

Τώρα...

Σ’ Ευχαριστώ για όλα...



Στον παιδικό μου φίλο Κ.

Και τις μέρες σ’αυτη την έρημη πόλη που περπατήσαμε παρέα...

Στο άπειρο και ακόμη παραπέρα...

Wednesday, November 19, 2008

Απόψε Γιατρέ,
θα ασχοληθούμε με τον δυϊσμό...

Θα αντιθέσουμε τις αντιθέσεις
Θα αναλύσουμε τις αναλύσεις

Και μετά

Θα αφαιρέσουμε τις αφαιρέσεις
Θα διαιρέσουμε τις διαιρέσεις

Και αν μείνει τίποτα

Θα προσθέσουμε τις προσθέσεις
Θα πολλαπλασιάσουμε τους πολλαπλασιασμούς

Και στο τέλος αν είμαστε ακόμη ζωντανοί...

Θα ρίξουμε και μια στροφή...
Γύρα από τη φωτιά...

Άντε και στην υγιειά μας!

Sunday, November 09, 2008

Ατενίζω με τα μάτια το φώς πέρα απο το σκοτάδι...
Κλαγγές ακούω...
Ήχοι στρατηλάτη...
Ω Θεόρατο εσύ Μαντείο, Θρυλικό!
Πές μου, δείξε μου το Δρόμο μου...
Πές μου τη μοίρα μου...
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
Μάχη για Θάνατος;
Οκνηρός για Αντρειωμένος;
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
....................................................
Δεν θέλω να ζήσω τρώγοντας, θέλω να πεθάνω δημιουργώντας...
Οι συμβιβασμοί σου με σκοτώνουνε...
Αφησέ με ελέυθερο...
ΓΝ-ΠΤΡ-ΜΝ
Η νύχτα πέφτει...
Γύρω μου απλώνεται σκόταδι...
Κάτι φώτα στον μακρυνό αιθέρα, θολώνουν την όρασή μου...


Φώτα που Φώς δεν είναι, τυφλώνουν τα μάτια, ζεσταίνουν το σώμα, παγώνουν το ,μυαλό. γονατίζουν την θέληση...

Απομόνωση...

Ακούω μουσικές που σιωπαίνουν την ακοή...
Έτσι μπλοκάρονται οι ήχοι της καθημερινότητας...
Αμάξια που περνάνε, πλοία που φεύγουν, παιδιά που φωνάζουν...

Απομόνωση...

Οι μπουκιές σιγανά ρίχνουν το δηλητήριο μέσα μου...
Το φαΐ μου μουδιάζει το στόμα, αίσθηση βελόνας διαπερνάει το κορμί, μουδιάζουν τα άκρα μου, τα δαχτυλά μου, αφή και γεύση σταματούν...

Απομόνωση...

Ψηλαφίζω το πηχτό σκοτάδι, μήπως βρώ κάτι που θυμίζει εμένα...
Δεν έχω μάτια, Δεν έχω ακοή, Δεν έχω αφή και γεύση...
Οσφραίνομαι...

Μα,... Κενό...;

Πού βρίσκομαι; Σε ποιο κενοχώρο - χρόνο;
Δεν γνωρίζω...

Συγκεντρώνομαι ακόμα πιο μέσα...
Στρέφω τούτη τη θολή όραση στο έσω...
Βλέπω... Βλέπω...! Βλέπω...;

Κι' άλλο σκοτάδι, κι' άλλο φώς;
Πρός τα πού τρέχει το φώς;
Που είναι το φώς;
Τρέχω...
Το ακολουθώ...
Νοιώθω βάρος να γραπώνεται επάνω μου και να με σφίγγει...
Άπνοια...

Ασθμαίνοντας ανοίγω τα μάτια...
Είναι πρωί...
Είμαι ιδρωμένος...
Μούσκεμα...
Πρέπει να φύγω..
Το γραφείο...
Κλείσε την πόρτα έξω απο μένα...
Φεύγω..
Με περιμένουν...
Φεύγω...
Ξημέρωσε...

Saturday, September 06, 2008

Η ομορφιά μπορεί να εκφραστεί με πολλούς τρόπους…
Ξανθά Μαλλιά, Μαύρα Μαλλιά, Χρυσά Μαλλιά και Καστανά…
Γαλανά Μάτια, Μαύρα Μάτια και Καφέ…
Κόκκινα χείλη, βαμμένα, πορφυρά…

Κι’ αν είναι σήμερα ο Θάνατος γιατί δεν με κοιτάς καλέ, αύριο θα ζήσω ζωή ονειρεμένη…
Γύρω μου λικνίζονται κορμιά, μα η δικιά μου σκέψη,
Ονειρεμένο το παλλόμενο σου σώμα…

Ονειρεμένοι οι χοροί που λιώνουν στο ιδρωμένο βήμα σου…
Το πάτωμα τρεμοπαίζει κάτω από τα πόδια σου,
Και ‘γώ να θαυμάζω τις γάμπες σου που κυβερνούν τον κόσμο μου…

Αληθινό κορμί εσύ που οι κραυγές σου αλυχτούν στην νύχτα μου,
Μοναδική μου θύμηση που στοιχειώνεις τα όνειρα μου…

Προδομένο το φιλί που δεν καταλήγει ποτέ στα χείλη για τα οποία κίνησε…
Προδομένο το φιλί που βρίσκει παρηγοριά σε σάρκες ξενικές,
Χαμένο στον αγέρα των αισθήσεων,
Ανίκανο τον πόθο να συνδέσει μ’ ένα κορμί, πραγματικό…

Το ιδρωμένο δέρμα σου,
Το ευγενικό σου άγγιγμα,
Το απαλό χάϊδεμα μετά τον παθιασμένο ερωτά,
Να σε βλέπω να κοιμάσαι δίπλα μου και να ονειρεύομαι πώς ο χρόνος θα πετρώσει…

Όνειρα όμως κιόλα τούτα
Και στο τέλος,
Το μονό που μένει,
Κάτι Προδομένα Φιλιά
Και Ο Λόγος της Μορφής σου,
Μια σκοτεινή ιδέα στον υποθάλαμο…

(Για τον ασώματο πόθο και μια νύχτα με παρέα στο BP)

Sunday, August 03, 2008

ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Τι είναι ο έρωτας, αν η άνοιξη δεν δει την αυγή στα μάτια σου;
Τι είναι η αγάπη, αν όχι το απαλό σου δέρμα, η άμωμη καρδιά, η ευγενική φύση, οι ήσυχοι αγχοί σου, κι ολα της φύσης τ’ αγαθά που ‘ναι δικά σου;
Ποιες γιορτές και ποιες θυσίες θεϊκές μπορούν ποτέ με μια νύχτα μαζί σου να συγκριθούν;
Πως μπορώ τα φιλιά σου να μην ονειρεύομαι, κι ας είναι στο θάνατο να μ’ οδηγήσουν;

Η ΙΚΕΣΙΑ

Αχ Θεοί! Ακούστε μου τούτη την Προσευχή...
Πως για τούτη τη γυνή, για τούτο το κορμί καίγομαι και το θάνατο μου πενθώ...
Πως με σαγηνέψε ο Έρωτας με τα πυριφλεγή του βέλη...
Πώς να λυτρωθώ, δεν ξέρω!
Πού να σβήσω τούτες τις φλόγες, που σιμά θα κάψουν την ψυχή μου;
Αχ Θεοί! Βοηθήστε με!

ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Αχ! εσύ Γυναίκα που σαν ξαπλώνεις το κορμί σου στη γης να ξαποστάσει αναντρανίζονται βουνά και βαθαίνει η Θάλασσα...
Πώς, σε τούτα του κορμιού σου τα βουνά να αναρριχηθώ,
Πώς, να κατέβω τις πλαγιές σου,
Πώς, να μεθύσω στις πηγές σου;
Πώς, την φύση σου την άγρια να υποτάξω;

ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Γείρε εσύ Ω! Μάνα των όλων...
Γείρε και δάνεισε μου Άνθη ευωδιαστά, Θηρία φοβερά, Καρπούς και Μέλι στα πόδια της να τ' αφήσω μπας κι' ανοίξει για με τα σφαλιστά της χείλη...
Γύρε Άνεμε, Γύρτε Βουνά, Γύρε Θάλασσα...
Άνεμε δρόσισε την, Βουνά ανυψώστε την σε θρόνο αρμοστό, Θάλασσα πρόσφερε τ' αγαθά σου...
Ανέτειλε και 'Συ Ήλιε ψηλά εκεί στα ουράνια και χρύσωσε την...
Να την 'δούνε οι Θεοί και ευτύς να πουν πως τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει πιότερο...
Να την δει η πλάση με τα δικά μου μάτια και να αναφωνήσει, σαν πως τίποτα δεν την φτάνει, να την στέψει...

ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φτάνουν τούτα;
Πες μου, τι άλλο να κάνω;
Πες μου πώς θες ο Δούλος σου να σε υπηρετήσω;
Μίλα μου Πριγκίπισσα Εσύ...
Ρίξε μια ματιά, ένα ελάχιστο νόημα του κεφαλιού...
Πώς να το κερδίσω;
Πως θα σε πείσω ένα φιλί να μου χαρίσεις;
Ακόμη και αν μου κοστίσει ότι από την ψυχή μου έχει απομείνει, θέλω εγώ τούτα τα ροδαλά χείλη να φιλήσω...
Στα χέρια μου να σε πάρω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου κι ας είναι μέσ' την πλάση σου να χαθώ, να εξαφανιστώ...
Κάθε μου πτυχή, κάθε ουσία...

Τι Πλάσμα είσαι εσύ τελικά που στην καρδιά μου τέτοιο πύρινο ασάλευτο πόθο έχεις κανονίσει;
Είσαι κοινή; Είσαι μήπως σύντροφος, σειρήνα του πελάου ή Θεά;

Αχ έρμα μου μάτια που έχετε τυφλωθεί,
Αχ μυαλό δουλικό,
Ψυχή Φαρμακωμένη από τούτον τον αγγελικά πλασμένο δαίμονα...
Θεά τον διατάζει, Θεά σε υποτάζει...
Δεν γίνεται αλλιώς!
Τι φταις κι εσύ φτερωτό πλάσμα που τούτη η Θεά και σένα μάγεψε και σ' έστειλε να με κάψεις;

Saturday, July 26, 2008



Κάθομαι στην παραλία,
έχω ξαναϋπάρξει σε αυτό το μέρος,
με κάποιο πρόσωπο πολύ αγαπημένο .

Και τώρα είμαι πάλι.

Άλλα πρόσωπα να συμπληρώνουν την εικόνα,
και εγώ μονάχος στο φως να εξιστορώ.

Η ενθύμηση πικρό πιοτό στα χείλη,
ασυνόδευτο δίχως πάγο, δίχως αλάτι.

Οσφραίνομαι, γεύομαι, γεύσεις και αρώματα του χτες.
Ο κυματισμός σε θυμίζει,
Οι ήχοι της θάλασσας...

Ακόμη και σήμερα,
μετά από τόσα χρόνια σε ονειρεύομαι...

Σε τούτα τα μέρη
Σε κείνο το καλοκαίρι...

Friday, July 18, 2008

Πότε ήρθε η Άνοιξη*

Πέντε η ώρα το πρωί καλοκαιριού στην πόλη
Στις γρίλιες του παραθυριού, κρεμιέται το ξημέρωμα
Άσπρο και μαύρο χρώμα μόνο
Κι' ειν' το πρωί κομματιαστό
Σαν δάση από αντένες τηλεόρασης
Σεντόνια,
Εσώρουχα,
Σπίνοι που ανεμίζουνε στα σύρματα,
Φουγάρα...

Το ξυπνητήρι μας χτυπάει μεροκάματο
Φουγάρα
Ένα θόλο γαλάζιο και ο βήχας της Ελένης
Φουγάρα
Το ξυπνητήρι μας χτυπάει μεροκάματο
Φουγάρα
Ένα θολό γαλάζιο και ο βήχας της Ελένης
Φουγάρα

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

Χθες γέμισες γαρούφαλα το βάζο
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πότε ήρθε η άνοιξη;
Πως χώρεσε στις γλάστρες;

(* Η καταγωγή του Παππού μου είναι από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας και της Γιαγιάς μου από το Αϊ - Βαλί ...Και όταν με ρωτάνε ποια είναι η καταγωγή σου είμαι περήφανος να λέω "Μικρασιάτης" και ας παραπονιέται ο φίλος μου Γ. ότι δήθεν μόνο αυτός κρατάει ζωντανή την ελληνική φύση μέσα του αφού κατάγεται από κάπου κεντρικά όπου ο Όμηρος γράφει για τους Έλληνες του Αχιλλέα (Β683, Ι395, Π595, λ496) ...Αλλά όπως λέει και ο φίλος μας Α. τους περισσότερους Έλληνες τους έκαψε ο Μέγας Θεοδόσιος και όσους δεν πρόλαβε τους αποτελείωσε ο Ιουστινιανός , οπότε όλη αυτή η συζήτηση περί ελληνισμού είναι αν μη τι άλλο άχρονη αν όχι παράταιρη...

Τους στίχους τους κατέγραψα ακούγοντας το τραγούδι, όποτε δεν είμαι απαραίτητα σίγουρος για την μορφή τους...

Το ποίημα είναι του Γιάννη Πλαχούρη (στην εικόνα) , και έχει μελοποιηθεί από τον Στέφανο Ψαραδάκο, στο Δίσκο "Αγαπημένη Πολιτεία", που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 1998,από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας. Τραγουδάει η Γιώτα Νέγκα και παίζει πιάνο ο Διαμαντής Καλαφατιάδης.

Κι' όπως γράφει και ο ίδιος ο Στέφανος Ψαραδάκος στο CD:
"Αγαπημένη μου Πολιτεία είναι η ιστορία που ο λαός μου έγραψε. Ιστορία γιομάτη πόθους και πεθυμιές. Αγάπες και όνειρα. Μόχθο κι αγώνα για μια καλύτερη ζωή, έναν καλύτερο κόσμο."

Κι' όλα τα υπόλοιπα είναι απλά λεπτομέρειες... )

Μέρες του 1903*

Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα ....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου ....

Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα·
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.


(* Μέρες του 1903, Ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ανήκει στα "Αναγνωρισμένα", απο την ιστοσελίδα http://www.kavafis.gr/, σε μελοποίηση του Μάνου Χατζιδάκη στον δίσκο: "Ο Μεγάλος Ερωτικός", με τη φωνή του Δημήτρη Ψαριανού)







Powered by Podbean.com

Monday, July 07, 2008



Θολώνουν οι μορφές το νου
Ιππεύω το μαύρο άτι τ' ουρανού
Ανοίγει το μάτι στ' άστρα
Να ταξιδέψει, να ξεφύγει το μυαλό

Μακρυά από τις μορφές που καταδυναστεύουν
Μακρυά από τις μορφές που δένουν την ψυχή

Συμπλέκονται οι μορφές σ' ένα χορό
Νεκρά τα κουφάρια των ηρώων
Νεκρά τα κουφάρια των θεών
Ποιο μάτι είναι τούτο που το χορό θ' αντέξει;

Σαγηνευτικές μορφές
Με σώμα γυναίκας με κεφάλι μέδουσας
Σε καλούν στο χορό τους
Όπως οι γοργόνες τον Οδυσσέα
Θα πετρώσεις και θα συντριβείς στα βράχια
Τίποτα από 'σενα δεν θα μείνει ζωντανό














Μόνη σου ελπίδα οι ιαχές των χιλιάδων ηρώων που,
Κρύβονται μέσα σου και φωνάζουν να βγουν
Ν' αρπάξεις το σπαθί του Περσέα,
Να κόψεις τα κεφάλια
Να κάψεις τα κορμιά
Τις μορφές ξορκίσεις
Τον ουρανό, το νου, να λευτερώσεις










Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Είσαι ' συ ο δυστυχής
Ακούς το όνομα σου που το φωνάζουν;
Οι μορφές σε καλούν στον Θάνατο
Τα φαντάσματα στη λήθη

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις δυνάμεις
Δεν έχεις νου
Το σπαθί να αντρειώσεις
Με τα φτερωτά παπούτσια μακριά να πετάξεις

Ερωτευμένε των μορφών, ήρωα
Δεν έχεις μέλλον
Δεν έχεις μοίρα
Σαν δρόμο ξάστερο δεν διαλέξεις

Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου λύση
Σπαθί ή Θάνατος
Η μόνη σου επιλογή

Sunday, June 29, 2008

Golden Chain for a golden girl
Chain that binds, chain that blinds
Here and now, now and there
Love, Care and friendship all made one
One be thy chain, always the binding one.

The tear marks the end
The beginning of a new era
The Heart’s, the Soul’s, actions in the end of days.
OH! You my Heart of Pain…
OH! Hear me! Heart of Pain…
OH! My Heart, hear me, cause I am the one to blame.

OH! You eyes of sorrow…
OH! You eyes coloured by the sea; coloured by colour…
OH! You hair of silk… Coloured by gold; coloured by air…
OH! You lips of lust… Coloured by red; coloured by past…
OH! Naked body shall you call for me after you OR shall you come to me?
OH! My Queen of Heavens, is thy naked body the truth? OR Just the beginning of my beautiful lie?

Saturday, June 28, 2008

Ιωάννινα 2008

Τα μεγάλα πλατάνια, συστοιχία στη λίμνη, και αυγουστιάτικο φεγγάρι απάνω να ξυπνάει τη μνήμη και να κάνει την καρδιά να αναθαρίζει …

Γνώμη μου είναι, πως το μονό που χρειαζόμαστε είναι μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί…

Μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί…

Wednesday, June 25, 2008

Ίσως τελικά ποτέ να μην καταλήγουμε να συμπορευτούμε με εκείνον / ήν που θα μας κανει πραγματικά ευτυχισμένους αλλά σίγουρα πάντα καταλήγουμε με αυτόν / ήν που μας αξίζει......

Ο Ποιητής και Η Μούσα


Ο Ποιητής
Προς τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη,
κ’ εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι
αυτοί οι μουσικώτεροι δεν είναι αληθείς.

Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,
όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κ’ η αρετή.
Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,
κ’ επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.

Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.
Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.
Έρωτα ψάλλω και χαράν. Aθλία παρωδία,
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!

Η Μούσα
Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί
μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον
οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.

Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή
ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων
είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.

Εαν η γη καλύπτεται με σκότον, μη φοβείσαι.
Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.
Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·
θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!

Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.
Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε
ρόδων, και ίων, κ’ ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει
στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Our Deepest Fear

Our deepest fear is not that we are inadequate. Our deepest fear is that we are powerful beyond measure. It is our light, not our darkness that most frightens us. We ask ourselves, Who am I to be brilliant, gorgeous, talented, fabulous? Actually, who are you not to be?

You are a child of God. Your playing small does not serve the world. There is nothing enlightened about shrinking so that other people won't feel insecure around you. We are all meant to shine, as children do. We were born to make manifest the glory of God that is within us. It's not just in some of us; it's in everyone. And as we let our own light shine, we unconsciously give other people permission to do the same. As we are liberated from our own fear, our presence automatically liberates others.

(
Marianne Williamson, Nelson Mandela used this passage in his 1994 Inaugural Speech)
Ατενίζω το άπειρο …
Τα άστρα φωτίζουν την πορεία…
Η ζωή είναι μια γεωμετρία…
Χάρακας… Διαβήτης…
Χάρακας… Διαβήτης…

Monday, June 23, 2008


Κάθε μέρα που σε βλέπω,
Κοντά σου θέλω να βρεθώ.

Κάθε νύχτα που κοιμάμαι,
Πιο πολύ σε λαχταρώ.

Κάθε μέρα…
Κάθε νύχτα…

(Virgin Territory, 2007)

Μάτια, αστέρια και εξ’ αίφνης να σου ο ουρανός …

Έρμαιο, στα χείλη σου,
για ένα φιλί
Έρμαιο στα χεριά σου,
Για ένα άγγιγμα
Έρμαιο στα στήθη σου,
για ένα γα-lactisma*
Γδύσου Γυναικά δείξε μου,
Τα καλή σου
Γδύσου Γυναικά δείξε μου
Τη γύμνια σου

Γδύσου

(* lactation: 1668, "process of suckling an infant," from Fr. lactation, from L. lactationem (nom. lactatio) "a suckling," from L. lactatus, pp. of lactare "suckle," from lac (gen. lactis) "milk," from PIE base *glact- (cf. Gk. gala, gen. galaktos "milk"). Meaning "process of secreting milk from the breasts" first recorded 1857; lactate (v.) in this sense is a back-formation from 1889. Lactic acid is from 1790; so called because it was obtained from sour milk. M.Ir. lacht, Welsh llaeth "milk" are loan words from Latin, Online Etymology Dictionary, © 2001 Douglas Harper)

Sunday, June 15, 2008


Κάθομαι, Στέκομαι, Περπατώ…Ψάχνω…Τα μάτια μου αποζητούν την μορφή σου…Κλείνω τα μάτια μου και τυφλός τώρα, ψηλαφίζω τον αέρα γύρω μου μήπως και σε βρω κρυμμένη στα μόρια του… Και τότε σαν οπτασία, μια παραίσθηση, μπροστά μου η μορφή σου στα χέρια μου δίνεται για να την ψηλαφίσω…

Tρέμω ολόκληρος καθώς αγγίζω τα μαλλιά σου, τα χαϊδεύω, και σκύβω να τα μυρίσω… Το πρόσωπο μου ακουμπάει στο δικό σου και τα χέρια μου ψηλαφίζουν πρώτα τα μάτια σου και σιγά, σιγά κατεβαίνουν… Αγγίζουν τα μάγουλα σου και σταματούν στα χείλη σου… Τόσο κόκκινα, τόσο απαλά… Το χνώτο σου μου ζεσταίνει την δάχτυλα και αυτά προχωρούν παρακάτω… Αγγίζουν τον λευκό σου λαιμό… Ακολουθούν τον ένα ώμο μέχρι τον άλλο… Περνούν ανάμεσα από τα στήθη σου, διαγράφουν τις καμπύλες τους, αγγίζουν τις κορφές τους και συνεχίζουν στη μέση σου… Σε φέρνω κοντά μου! Σ’ αγκαλιάζω σφιχτά!... Νοιώθω το κορμί σου να αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια επάνω μου… Η πνοή σου βαριά στο λαιμό μου, διαπερνά σαν ηλεκτρισμός την σάρκα μου… Τα χείλη μου σε φιλούν στο πρόσωπο, ψάχνουν απεγνωσμένα να συναρτήσουν τα χείλη σου… Και… Ξάφνου!... Τα χείλη σου διαλύονται…Σε φιλώ και ο αέρας στεγνώνει τα χείλια μου… Τα μάτια μου πλημμυρίζουν με φως έξω απ’ το δικό σου… Και αίφνης ανοίγω τα βλέφαρα μου… Και πάλι… Σε ψάχνω…

Friday, June 06, 2008

Καθώς η νύχτα το χαμόγελο της στου ουρανού τα βάθη,
Έρχεται το πρόσωπο σου τη θύμηση μου ν’ ανάψει…

Μοναχός Περιπατητής σ’ ένα δρόμο φωτισμένο απ’ τα ανεξίτηλα άστρα,
Συλλογιέμαι την αλήθεια της μορφής σου

Σαν άραγε πνεύμα ή αγερικό,
Σαν οπτασία ενός αλαφροΐσκιωτου
Στοιχειώνεις τα όνειρα μου …

Τις ασταμάτητες ονειρώξεις μου…

Νοιώθω κάθε φορά πως αφήνω ένα κομμάτι της ψυχής μου,
Κάθε φορά που κλείνω τα ματιά και σ’ ονειρεύομαι…

Σαν για κάθε όνειρο να πληρώνω ένα τίμημα βαρύ,
Υψηλότερο από αίμα,
Ευγενέστερο από την ψυχή…

Σαν να αποπνέω τον αιθέρα της ύπαρξης μου.

Μονό που εσύ πολύ μακριά για να τον αναπνεύσεις…
Και έτσι δίχως δεύτερη σκέψη εγώ φυσάω όλο και πιο πολύ,
Όλο και πιο δυνατά προς το μέρος σου…

Και σαν τελειώσει η αιθέρια αυτή πνοή ξαναγυρνάω στον ύπνο μου,
Νεκρό πλέον και βαρύ,
Μέχρι τα ματιά να ανοίξουν στο πρώτο φως της μέρας…

Σταματά Χρόνε κι’ άσε με…
Να βρω τούτη τη μορφή, τούτο το κορμί…
Μες’ απ’ το τίποτα που ‘ναι ο νους,
Μες’ απ’ το δήθεν που ‘ναι το κορμί…

Σάμπως κι’ αν σταθώ ακίνητος μέσα στη ροή σου,
Μπορώ έτσι ν’ αντικρύσω την αλήθεια που περνά…

Πάψε Χρόνε τη βοή σου κι’ άσε με ν’ ακούσω…
Τους άγχους ηδονικούς, της μορφής την πρόσκληση μέσα στους αιώνες…

Ψάχνω…
Κι’ άραγε σαν θα την βρω θα την αναγνωρίσω…;

Sunday, June 01, 2008

Ειν’ η θωριά σου ποίηση
και το κορμί σου δρόμος

Είναι τα χείλη σου ηδονικά
και το φιλί σου πόθος

Είναι το πρόσωπο σου του θεού,
μια πινελιά στο κόσμο
Και τ’ άγγιγμα σου ερωτικό,
μια χαρακιά στα στήθη

Μες’ απ’ τα ματιά σου, ο θεός,
τον κόσμο τούτονα φωτίζει
Μες’ απ’ τα χείλια σου πνοή
Του ζωηρή

Κυρά! – Μην είμαι θαυμαστής;
Κυρά! – Μην είμαι πνεύμα;
Κυρά! – Δεν είμαι τίποτα μον’ ένα σου σημάδι

Μα συ σαν θες Κυρά άνθρωπο να με κανείς,

Μον’ μια μιλιά σου λιγοστή
Μον’ ένα βλέμμα σου ακριβό
Μον’ ένα φιλί σου φτάνει.
Τι κι’ αν σήμερα ξημέρωσε ο ήλιος στο κορμί σου
Τι κι’ αν εψές απέλειψε του πόθου μου η νύχτα;
Αχ μάνα μου, Γλυκιά μου μάνα, απόθανεν ο γιόκας σου στου έρωτα την πλάνη

Μα μάνα εσύ δυστυχισμένη, μη τόνε κλάψεις
Δάκρυ να μην χύσεις
Μιας κι’ απόφαση δικιά του ήταν

Σ’ αυτόν τον μικρό θεό, μάνα διάλεξε ο γιος σου,
Το κορμί του να δώσει,
Την ψυχή του να θυσιάσει.

Μη τόνε κλάψεις μάνα, γιατί αυτός απόθανε,
ευτυχισμένος, αν και πλανεμένος
‘Συ μονό ζήσε και συγχωρά τον που διάλεξε
Να φύγει για μια κόρη και όχι για
Τη Μάνα του.
Έλα Κυρά και πάρε με
Στα Στήθια σου επάνω
και φιλά με κυρά
θες να μην ‘ποθάνω

Έλα κυρά και κρατά με
Στην Αγκαλιά σου μέσα
και σφίξε με στα ποδιά σου
θες να μην μου μείνει πάθος…

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή
κορμί σαν τίποτα υγρό
φιλί σαν τίποτα θανατηφόρο

Ήρθε το φως και έλαμψε
Τα ματιά σου στο σκότος
πνοή σαν τίποτα το ζωοφόρο
χάδι σαν τίποτα το απαλό

Ήρθε το φως και έσβησε
Η νύχτα απ’ το κορμί σου
Έρωτας σαν τίποτα ο μουσικός
Πράξη σαν τίποτα ο ποιητής

Ήρθε το φως και έφεξε
Την ξεχασμένη σου ηδονή…
Θέλω το κορμί μου να ξαποστάσω στη κρυφή σου πάνω ηδονή.

Την ανάσα μου ν’ αφήσω στην πνοή σου επάνω.

Αχ! Να λιώσω, να χαθώ στη δικιά σου μέσα αγκαλιά.
Νύχτα να μην δω, πρωί να μην ξυπνήσω…
Στα ματιά σου χάθηκε η νύχτα…
Στο κορμί σου η ηδονή μου.

Τι κι’ αν με τον αδερφό μου σε είδα;
Εγώ σε θέλω ακόμη…

Κι’ αν ο πόθος μου καίει ακόμα,
Το κορμί θυσία εγώ θα το προσφέρω για τη δικιά σου ευτυχία.

Ζωή μου είναι του αδερφού μου, ένα και το αυτό…

Monday, May 26, 2008

Ω! Το καλός, το ανθρώπινο, Το σώμα…

Ω! Το καλός, γυναικείο σώμα, Εσύ …

Την ψυχή σου βλέπω, το κορμί σου ποθώ…
Την μιλιά σου ακούω, τα φιλιά σου θέλω να πιω…

Ω! Ο ασώματος της αγάπης πόθος
Ω! Πως θα γίνει ενσώματος;
Ω! Της ψυχής λαγνεία: πως θα σε φέρω δίπλα μου;

Πως θα αγκαλιάσω το ζεστό σου το κορμί, στης αγάπης μου την γύμνια να παγώσω;
Πως θα πιω φιλιά από τα χείλη σου τα σάρκινα, την διαβασμένη μου ψυχή να ξεδιψάσω;
Πως θα χαϊδέψω τ’ ανομολόγητα σου στήθη, το έρεβος ν’ ανέβω;

Ψυχή μου, αγαλλίαση πως θε να νοιώσω;
Αν ίσως μονό σε τούτο τον άγγελο σε χαρίσω…

Saturday, May 24, 2008

Για σένανε αρχόντισσα….

Θέλω να θυσιάσω την ψυχή μου,
Να την κόψω σε κομμάτια &
Να την προσφέρω σπονδή στους αιώνιους θεούς…

Θέλω να σε φιλήσω τόσο πολύ…
Μα, φοβάμαι…
Φοβάμαι πως αν σε το κάνω, θα χαθείς…
Σαν όνειρο θερινής νυκτός,
Σαν καλοκαιρινό μελτεμάκι που φύσηξε για να δροσίσει τα διψασμένα μου χείλη
Σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι πού ‘ρχεται για μια μονό νύχτα…

Ή Ακόμα φοβάμαι, πως θα μου θυμώσεις σαν την μάνα με το παιδί που κάνει κάτι που δεν πρέπει…

Ή πως Ακόμα και αν τίποτα δεν ισχύει απ’ όλα τούτα
Πως θα φοβηθείς την φωτιά που βαθειά καίει τα στήθια μου,
τα σωθικά μου…

Τόσοι φόβοι, τέτοια ανασφάλεια…
Αναρωτιέμαι και εγώ γιατί… (;)

Δεν είναι που μου λείπει η αντρεία,
Δεν είναι που μου λείπει το θάρρος…

Όχι…

Είναι που όταν σε βλέπω ριγούν τα σωθικά μου,
κι' είναι που η καρδιά μου αλυχτάει σαν από τη θέση της θέλει να φύγει
και να ‘ρθει να ξαποστάσει μέσα στα ευγενικά σου χεριά…

Τρέμω σύγκορμος σαν σε κοιτώ…
Σκέφτομαι πόσες φορές με ανοιχτά τα ματιά,
έχω φανταστεί το άγγιγμα σου να χαϊδεύει τα μαλλιά μου,
καθώς έχω εναποθέσει τον εαυτό μου στα χεριά σου,
σαν αμνός για σφαγή…

Ή πόσες άλλες φορές έχω φανταστεί την γυμνή σου αγκαλιά,
με το απαλό σου δέρμα να γραπώνεται γύρω μου &
να χάνομαι μέσα της σαν μωρό παιδί στη μήτρα της μητέρας του…

Σκέφτομαι την ευγενική όμορφη θωριά σου &
το απαλό ευγενικό άγγιγμα σου,
Πως σαν αγέρωχοι τοποτηρητές μπορούν να γαληνέψουν κάθε τρικυμιά μέσα σε αυτό το εύθραυστο κορμί,
σ’ αυτήν την αδύναμη καρδιά…

Και έτσι εγώ κυρά, ο άντρας ο αγέρωχος, ατρόμητος και θαρραλέος,
Γονατίζω μπροστά σου…
Σου παραδίδω τούτο το κορμί & την άυλη ψυχή μου
Να κεντήσεις επάνω τους τον ιστό της δικιάς σου παντοδύναμης αγάπης,
Του δικού σου ζωοφόρου έρωτα…

Μα κι’ αν είμαι λίγος για σένανε Κυρά κι’ Αρχόντισσα
Μην αργοπορείς σ’ εκλιπαρώ…
Σχίσε μου την σάρκα, να χυθεί το αίμα &
Κάψε τ’ απομεινάρια μου
Να τα μαζέψουν οι θεοί &
Σαν φοίνικας από τις στάχτες μου ν’ αναγεννηθώ…

Γιατί σαν δε με θυσιάσεις γρήγορα κυρά,
Θα μαραθώ και θα στεγνώσω…
Οστέινη Σάρκα…Δίχως Ψυχή…
Μεγάλο το μαρτύριο…

Για αυτό κάνε γρήγορα κυρά,
Φιλά με ή σκότωσε με…

Thursday, May 22, 2008

Γάρ πολλά του έρωτος τα πάθη*…
Σαν τα λιοντάρια μαχητές,
Σαν τα πουλιά εραστές…
Κι’ αν για λίγο μεταμορφωθήκαμε από πουλιά σε λεοντές,
Έλα και πάλι διπλά μου,
Στα χεριά τούτα τα γυμνά και το κορμί το άμοιρο,
Τα φιλιά σου να μου δώσεις, τον ερωτά να μου ρουφήσεις.



(Το γάρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη - Μάνος Χατζηδάκις)

Tuesday, April 15, 2008

Εύθραυστη ύπαρξη,
Αυλή ψυχή,
Υλικό σώμα,
Μοναχική Καρδιά,
Ένας δυισμός ο πόλεμος σου,
Μοναδική σου λύτρωση η Μοναξιά
Μερικές μονό στιγμές…

Θεού η σωτηρία,
Άγγελος κυρίου,
Τι χρώμα είναι τα μαλλιά του,
Ξέρεις;
Τι χρώμα είναι τα ματιά του,
Ξέρεις;
Τι είναι άραγε η μορφή της,
Δεν Ξέρεις

Καταραμένη ψυχή, εσύ που δεν ξέρεις!
Καταραμένο, αδύναμο σώμα, εσύ που δεν μπορείς να αγγίξεις!

Σε καίει διακαώς ο πόθος του έρωτα,
Μα είναι άραγε η ουσία του;
Η μήπως η ύπαρξη του;
Που θα την βρεις τη λύτρωση,
Μοναχική, εσύ, άυλη ψυχή;


Αλλού αγαπάς εσύ
αλλού η άγγελος

Τι θες να πληρώσεις,
Ποσό θα εξαγοράσεις την γαλήνη,
Μπορείς;

Πως άραγε ο πόθος θες να σε λυτρώσει;
Πως άραγε η άγγελος θες να σε λυτρώσει;
Διαδικασία του έρωτα,
Στιγμιαίος εκσπερματισμός…

Για ένα φιλί και μια αγκαλιά
Είσαι έτοιμος να διαλύσεις την ύπαρξη σου
Να αφήσεις την ψυχή σου,
Να αλλάξεις την καρδιά σου,
Να αποσχίσεις το κορμί σου.

Για ένα φιλί…

Sunday, July 15, 2007

Μοναδική μου θύμησις
τα καυτά σου τα χείλη να
σκουπίζουν τον ιδρώτα του
πόθου μου.

Καλοκαίρι μυρισμένο

Καλοκαίρι μύρισε
χωρισμένο σε ταξίδια και
θάλασσες
Δουλειά και ερωτάς
ένα μπλέξιμο, ενός φόβος
και ένα απαράμιλλο Σ’ Αγαπώ
να συντροφεύει τις ζεστές νύχτες
κάτω από την αντηλιά του
φεγγαριού.

Μάνα μου, καρδούλα μου, ψυχή μου
θέλω να σ’ αγγίξω, τον πόθο μου
ν’ αφήσω, άνοιξη να μυρίσω.

Friday, June 15, 2007

Θάλασσας κύμα νοερό, μαστίγιο τ’ αγέρα
Στόχο τον βλέπω μακριά, χάνω του Πελάου ομορφιά

Γυναικάς θέα (;) φύσις σφαλερή, στου βράχου την κρημνάδα
Γοργόνας είναι οι λυγμοί, θανάτου η καντάδα
θάλασσας άνοιγμα θαρρώ, θέας φοβερό
Κάθισμα είναι στου γιαλού, της φύσης το ποδάρι
Άνοιξε θέα να βρεθώ στς’ αγκάλης σου τη χάρη
Έχω να νοιώσω ποσό καιρό τς’ αγάπης σου την θερμή
Φιλά με, σκότωσε θεά
μέρα να μην χαρώ, νύχτα να μην λυγίσω.

Saturday, June 24, 2006

ABSTRACT

The Hands unite in a holy Union
The passion burns the bodies
The friendship is melted into a lava of love
Marriage: the Holly Union!

“Will You marry me” the man asked…
“Yes” the woman answered. With all my body, with all my soul I shall commit to You my love!!!

In the holly union, the man and the woman dance the Dance of the Gods!
The spirits, raised by the pouring spirit, fire; life
Life is fire; Fire is life, the ultimate steam!

“Kiss me”, the man said, “Kiss me under the Gee” “For a kiss under the Gee lasts for ever” “Kiss me!”
The woman slowly reached his lips…
The eternal couples show our desire….
Our time is enhanced…Desire that centuries have grown… Desire that has flown away…

Oh! Joy! Oh! Happiness!
Oh! Exhilaration of the virgin mother
Oh! Virgin Mary of my love!
Is the bible full of love or am I a fool?

Cherish the birth of these emotions
Cherish the death of them
Hades is near

Oh! Eternal Father. Oh! Birth of Souls!
Oh! Sacred Mystery. Oh! Sacred Touch!
I beseech You…

Oh! Loneliness of love. Oh! End of the beginning.
Oh! Dawn of the Sun. Oh! Dawn of the Moon.
The Sun is setting in the sweet Suites of our companions.
With it sets the Sun of our Love.

The abstract painting shows the art of our companions.
The art of our companions is shown in the abstract.

Farewell.

Tuesday, June 20, 2006

Ode to A Lady

Oh! What is that I see?
Oh! What is a man coward if not one who dares not his love to admit?
And what love shall this be?
What story?
Of seduction, of passion, of vile and treachery, of deception
Or of hidden secrets and secret desires ones that never saw the light of day, which never felt the breeze of air, which failed to be spoken of, which have always resided in the depths of hearts?


Oh! Hear me my beauty; hear me my Queen for it is I that speak
It is my heart’s desire to admit.
It is a story I want to tell to you, so that in the end of days your heart and mine might always, as well travel together.
For it is not a lie, but nor is it truth
It is my mind’s words, driven by my heart’s desires in a mad man’s world…
Oh! Hear me; Hear me my spring, my eternal youth


Hear me not for pity or curiosity
Hear me not for nothing better
But hear me for that’s what thou wilt
Otherwise tear these words out of my heart, tear these emotions out of my frail body
Dump them my lady into the sea beyond the seas
Abandon them in a cold river on a rainy winter day
And think not for a moment that I am drunk
Because drunk I am not, not from the spirits that haunt a youth’s nights that is
But I am drunk, drunk from my emotions, from my body’s lust, from my mind’s blur


But if you do want to hear my lady, Oh! My fair Lady then listen to what I have to say and judge me later


For I have nurtured your image in my mind, in my innermost thoughts, from the first moment I laid my eyes on you
Oh! My lady, my memory still remembers and cherishes your first smile, your first look, your first appreciation
And where should I start my description, what should I remember first?
Your hair black as a night’s spell or your eyes’ same color as the black depths of the sea?
Your figure’s air and gracious movement or your body’s lustful breeze?
Shall I remember your smile that lit your eyes and made your body tremble?
Shall I remember your hands, soft and caring as a mother’s gesture to her infant child?


Oh! My fair lady, though fair thou art not
What beauty has the almighty sun graced you with?
What colors that your skin embraces, how soft can your touch be?
For among everyone, I remember You!
The first time I saw You!
I remember your whit, your brilliance, your courage
How one can be filled with God’s grace?
Is it You my darling, is it You?


What music plays when you walk by, what music your voice creates?
Violins and pianos, guitars and trumpets, shall sing your coming?
You shall be greeted by a thousand birds and a thousand rose petals will show the way you walk upon
What great lights accompany you and create an apparition like nothing else
Oh! My blinded, from thou beauty, eyes, can only sense your coming
But no sense is enough to satisfy my hunger for you
No emotion can fill my heart, no presence


And what feelings are these?
What crazy thoughts?
From a heart that will not obey, from a mind that will not loose hope?
Alas I know your heart is promised elsewhere!
Alas I know my princess I am not the prince you were waiting…
Oh! Horrible fate, Oh! God’s will
If not for my frail body, if not for my even frailer heart and lost mind
I might have stood a chance
I might have wore a shinning armor just for you my Queen
Just for you!


And what can a man do to offer you happiness?
I know not!
But Oh! My Queen I would bring the stars to your feet,
I would wreck the earth to bring you anything that you desire,
I would travel to four corners of the world to bring you the most beautiful jewels my Queen
And though no jewel be compared to your beauty,
You my Queen would be a star among stars,
Your own light, your presence would reflect upon the jewels forged in the depths of the earth and your shine transmitted to ends of the world!
Oh! My princess I bow before thy
I offer you my heart; A holly sacrifice
For I can not offer lions or great beasts, nor can I battle armies to prove my bravery
But this, my Queen I can offer; my heart, my soul altogether to make you happy!
For a glimpse of your shine my love would make me the happiest man alive


Oh! Tragic moment of the end
Oh! Tragic loss of existence
Oh! Fight For I want to know you better than anything
For I want to communicate with you so hard
Oh! God grant me Thy will
Let me know her like Adam knew Eve


But alas! A lot the miseries of man
A lot the lost labors of love
For failure is better than the fear of it
For fear rules my life
For my eyes have long lost the sight of Your hope
For all I can do is look at You from a distance
Hiding in the shadows
Disfigured?
In the soul


Oh! Moment of happiness in front of my eyes
You shall pass
Oh! Delirium of joy when I see you
Oh! What a man’s drunken tales when I touch You
Oh! What hunger does your sight satisfy?


Alas! Alas! Alas!
I have to fly, my beauty of a thousand worlds!
But know that I will always be hiding in the shadows!
Know that I will always be watching over You!
And no matter what, no matter happens, even if eons walk our path, even if all the world looses faith in you
I! I shall always be there, a loyal friend, a humble servant
I will always believe in you like Argus of Ulysses


Farewell my Queen, farewell my love, I leave you now to hide once more
I leave you now alone to seek your happiness away from me
I shall always remember You
I shall always cherish you in my weak heart, in my frail body, in my clouded mind…
Farewell!

Friday, April 07, 2006

A DREAM

Falling Asleep

Dream that crawls upon me in the night,
I call upon thy to tell your story
To recite your deeds
To state your needs

First Scene: The Darkness

Oh! Darkness of the endeavour
Life's opposite Death not!
Pain!
Love's opposite hate not!
Treason!

Heart of mind
Mind of heart
Body and soul
My psyche aches because her pain leaves me not.


Oh! You soul of misery!
Oh! You body of obesity!
Where are thou brain?
Where are thou heart?
Where art thou?

Oh! Vastness of darkness
Oh! Darkness of solitude
The life that calls
The pain that answers

Oh! Night
Night when the soul falls into the darkness
Darkness vast and thick
Look at the stars!
Grab on them and be saved
Count them and die!

The end is near
Near is the end, a new beginning, a new dawn...

Second Scene: The Woman

Oh! Luscious curves that the darkness you win
Oh! Seductive curves that on you I demand my reigns
Oh! Naked curves that peace you bring
Peace in the eye, Peace in the mind, Peace in the soul
Hermes of Praxiteles, a woman.

Third scene: The Veins

Veins of Blood
Blood; The giving of life
Life the answer
Veins of ambrosia
Ambrosia the food of Gods
Immortality is the search
Veins of pus
Pus the death of hostiles
Destruction is the result
Veins of light
Light; The birth of man
Love is the endless circle

Scene Fourth: The Sacrifice

I want to tear up my heart cut it in pieces and give it away
Each piece will carry a part of me and my soul
This way wherever You go I will be with You

Feel my pain
Feel my body aching
Feel the depth of my sorrow
Feel my misery
Feel the deepest of my love
Come; Set me free!
Kill me!

Scene Fifth: The Desperation

Oh! Body of my dreams
Grant me my wish
Grant me a naked night
Love me with passion
Despise me with hate
Make love to me to the end of the world
Throw me away as garbage
Kiss me, Kiss me
Spit on me, Spit on me, molest me
I shall get what I deserve but never You!

Scene Sixth: The Substitute

Oh! Fake passion of misery
False love of boredom
Termite wood you are and you shall be consumed
I shall not let you proceed
I shall not let you pass

Scene Seventh: The enlightenment

Oh! My burdened soul
Prisoner of another world
A past that never existed
Only in Your mind, my heart
Only in Your mind
Cry! Cry!
Free yourself
Cut the bounds, if You can!
Oh! You distressed heart why to seek redemption?
Oh! You filthy beast of the past why do not stay locked in Your cage?
What is Your purpose?
Why do you haunt my soul?
Why do you haunt me?

Waking Up

Breathe!
The Dream is over!
Breathe!
You are alive
Breathe!
You shall live on!
Breathe!
Fear not, in the end You will not die alone!
I shall not allow this!

AND I AM GOD!

Breathe!

My Little Red Riding Stick

RED RIDING STICK


To thou red riding stick this poem I devote


Oh! You so red and long

Oh! You so hard and long

Oh! You so sweet and pounding

Oh! You so hot and inviting


Oh! You my only companion

Oh! You my joy of nights

Oh! You my joy in days far and far boring

Oh! You my only escape

Oh! You my only friend


Come Oh! You, my red riding stick

Come and show me the way

Come and take me away

Come and fire me a straight


Oh! Red riding stick

How much I enjoy riding you

And You me...

Let me ride you my riding stick

Let me for one last time feel your surface caressing my thighs

Oh! You my riding stick how red and hard you can be.....


Oh! You a stick for holes

Oh! You when I in the hole put

Oh! What is that I am feeling?

Like tons of data and information flowing through my body

And I cry out more and more and more......


Oh! You soft and sweet

Oh! That you become even softer and sweeter when I in my mouth you put

Oh! My, my, what a sensation what a feel

Oh! How I like to use my tongue to thoroughly investigate you

Up down I lick you

Up down......

Ride Your Sticks!