Δίπλα στο κορμί σου,
σταγόνες δροσοσταλιάς.
Χάραξε κι’ απόψε,
θα περιμένω να έρθεις και αύριο!
Το βραδύ λίγο μετά, αφού ο ήλιος δύσει,
θα σε περιμένω.
Να το σκάσεις και να έρθεις,
εδώ,
στην αγκαλιά μου.
Θα περιμένω τα χείλη σου να δω,
να μου χαμογελάμε από μακριά.
Να νοιώσω επάνω στην πνοή του άνεμου το πεταχτό φιλί σου,
κι έπειτα,
από κοντά, να γευτώ τη γλυκιά γεύση από ρόδα
Να σε κρατώ στην αγκαλιά μου,
όλος ο κόσμος.
Από τους καταράχτες των φίλιων σου,
στους γκρεμούς του λαιμού σου,
και κάτω στο οροπέδιο του στέρνου σου,
περιτριγυρισμένο από τα λευκά βουνά με τις σκουρόχρωμες κορυφές,
και κάτω στην κοιλάδα της ένωσης σου με την ζωή,
κι ακόμη πιο κάτω ανάμεσα στις συμπληγάδες των μηρών σου.
Εκεί ανάμεσα θα βρω να ξεδιψάσω,
από τις πηγές του επερχομένου οργασμού σου,
και τα κρυμμένα βουνά της Κύπρης,
θα βρω να ξεδιψάσω…
Κι αφού ξεδιψάσω και πιω ωσότου μεθύσω,
θα γίνω για χάρη σου πολεμιστής.
Μεγάλος και τρανός θα μεταμορφωθώ!
Ολάκερος σ’ ένα μαχαίρι ή… Όχι!
Σ’ ένα ακόντιο!
Και με δύναμη, ταχύτητα,
θα καρφωθώ
επάνω σου.
Κι εκεί θα μείνω.
Με ελάχιστες κινήσεις,
θα σκαρφαλώνω μέσα σου,
δίχως βιασύνη, χωρίς άγχος.
Σιγά, σιγά θα φτάσω στο πυρήνα σου,
κι εκεί θα σταματήσω.
Μπαϊλντισμένος θα εναποθέσω τους χυμούς μου,
στο δέντρο της ζωής…